Σάββατο 24 Σεπτεμβρίου 2016

ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ και ΚΟΙΝΩΝΙΑ (12)

Σκέψεις για τη γλώσσα μας*
 της Μαρίας Τσούτσουρα**

Η διάκριση αρχαίας και νέας ελληνικής έχει δυτική προέλευση καθώς, από τις απαρχές των ευρωπαϊκών πανεπιστημίων, η διδασκαλία της ελληνικής ως «νεκρής» γλώσσας εξασφάλισε πρόσβαση στη γραμματεία επί της οποίας θεμελιώθηκαν οι νεότερες τέχνες και επιστήμες.

Παγιώθηκε έτσι, σε συνδυασμό με τη λατινική παράδοση, ένα ολοκληρωμένο σύστημα γνώσεων: οι «κλασικές σπουδές», που διαμόρφωσαν τις ανθρωπιστικές αξίες, τροφοδότησαν συμβολικά τον δυτικό πολιτισμό και επεξεργάστηκαν την ελληνική κληρονομιά με έμφαση στην κλασική εποχή.
Οταν όμως τον 19ο αιώνα απελευθερώθηκε από την Οθωμανική αυτοκρατορία ο τόπος προέλευσης της πρώτης ύλης επί της οποίας δομήθηκαν οι κλασικές σπουδές και αυτές εισήχθησαν στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος, απέκτησαν έναν νέο ρόλο: συνέβαλαν, μαζί με την προφορική δημοτική παράδοση, στην ταχύτατη διαμόρφωση της γλώσσας ως πλήρους οργάνου επικοινωνίας, ιδίως αφού ξεπεράστηκαν οι ιδεολογικές συγκρούσεις που εξωθούσαν σε αρχαϊστικές ή λαϊκιστικές ακρότητες.
Η νεοελληνική γλώσσα δεν προήλθε λοιπόν, όπως η ιταλική, από την ομαλοποίηση των υπαρχουσών διαλέκτων με ρήξη από την παρελθούσα της μορφή, τη λατινική. Ενορχήστρωσε συγχρονικότητα και διαχρονικότητα, γι' αυτό διατηρεί την επωνυμία της: πρόκειται για νέα μορφή της ίδιας γλώσσας, που επιβεβαιώνει ιστορικά ως «ζωντανή» την απολιτική δυναμική του πολιτισμού, μετατρέποντας τον αποικιοκρατικό κατ' αρχήν προορισμό της σύγχρονης Ελλάδας σε εθνική συνείδηση.
Σήμερα λοιπόν, η διδασκαλία της αρχαίας οδηγεί στη νέα γλώσσα, ώστε ο χρήστης να εννοεί πάγιες εκφράσεις που έχουν ενταχθεί στην καθημερινότητα, όπως το πόθεν έσχες, απλές λέξεις, όπως αφύπνιση και απόσυρση, ή γιατί κατέλαβε το κτίριο μα δεν κατάλαβε το νόημα. Χωρίς στοιχειώδεις γνώσεις των αρχαιοτέρων μορφών της γλώσσας του, ο Ελληνας είναι καταδικασμένος στην κατ' ουσίαν ημιμάθεια, εκείνη που ακυρώνει την επικοινωνία με τον εαυτό του και τον κόσμο.
Παράλληλα, η ανακάλυψη της καβαφικής ποίησης από τους Ευρωπαίους που είχαν γαλουχηθεί από τις κλασικές σπουδές (όπως ο Ε. Μ. Φόρστερ και η Μαργκερίτ Γιουρσενάρ) αποκάλυψε στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα τον ευρύτερο ελληνισμό των «στοχαστικών προσαρμογών» (Κ. Π. Καβάφης, «Στα 200 π.Χ.», 1931), ο οποίος είχε αναπτυχθεί σε τρεις ηπείρους με όχημα την ίδια πάντα γλώσσα, την ελληνική, και μετεξελίχθηκε στην Ανατολική αυτοκρατορία του Βυζαντίου.
Η ύστατη ποιητική φωνή της κοσμοπολίτικης Αλεξάνδρειας ακύρωσε έτσι μονομιάς τα κλασικά στερεότυπα της εσπερίας αρχαιολατρίας· επανέφερε τον ελληνισμό (που είχε εν τω μεταξύ καταχρηστικά παγιδευτεί από τις ολοκληρωτικές θεωρίες) ως υπέρτατη απάντηση στη μισαλλοδοξία, καθώς «Είμεθα ένα κράμα εδώ...» (Κ. Π. Καβάφης, «Εν πόλει της Οσροηνής», 1917).
Από το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα και εξής, οι κλασικές σπουδές εξασφαλίζουν ακόμη το κύρος του ευρωπαϊκού περιβάλλοντος, ενώ απειλούνται διεθνώς από την εμπορευματική και ωφελιμιστική τροπή της κοινωνίας, αλλά και από την ίδια τους την εγωπαθή αλαζονεία, την παγιωμένη αυτοαναφορικότητα που τις αποκλείει από τις εξελίξεις της σύγχρονης ζωής.
Για τον Ελληνα όμως η αρχαία ελληνική δεν είναι, όπως για άλλους Ευρωπαίους, μορφωτική πολυτέλεια: αποτελεί κύριο συστατικό της ταυτότητάς του. Κατά συνέπεια, ακόμα και αν ο τρόπος διδασκαλίας παλαιοτέρων μορφών της ελληνικής χρειάζεται αναθεώρηση, ο περιορισμός της διδασκαλίας αυτής υποβιβάζει τον ιστορικό ρόλο της νεότερης Ελλάδας, η οποία δεν δημιούργησε δυστυχώς ποτέ μια εστία κλασικής παιδείας με διεθνή ακτινοβολία, για να συμφιλιώσει τη «νεκρή» με τη «ζωντανή» παράδοση.
-------------------------------------------------
* Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ την Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 2016
**Η κυρία Μαρία Τσούτσουρα είναι συγγραφέας, HDR Ελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου