Παρασκευή 27 Οκτωβρίου 2017

ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ

Η ΠΡΩΤΗ ΜΑΧΗ  31 ΜΑΪΟΥ 1941

Το πρώτο κείμενο που γράφτηκε με το οποίο εξιστορείται πως έγινε η υποστολή της σβάστικας, της γερμανικής σημαίας, το σύμβολο του κατακτητή, που ανάρτησε στην Ακρόπολη. Παρουσιάζεται ο αυθόρμητος άθλος δύο νέων που ήταν παλληκάρια με την λεβέντικη έννοια της λέξης, όπως ο λαός την βιώνει. Μια πλήρης περιγραφή γεγονότων και αισθημάτων... Δημοσιεύθηκε στην καθημερινή εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, στην 3η σελίδα, την 25η Μαρτίου 1945!

Την επομένην της καταλήψεως της Κρήτης δυο παλληκάρια έδωσαν πρώτα το σύνθημα της αντιστάσεως κατεβάζοντας τη χιτλερική σημαία από την Ακρόπολη. Η ηρωική αυτή πράξη υπήρξε ο πρόλογος ενός τετράχρονου έπους: της μάχης ολόκληρου του Ελληνικού λαού κατά του κατακτητού.
Το πρωί της 31 Μαΐου 1941 οι βιαστικοί προς τις δουλειές τους διαβάτες των αθηναϊκών δρόμων εσταματούσαν το βήμα τους για να ατενίσουν προς την κατεύθυνση της Ακροπόλεως. Όσοι βρέθηκαν στη θέση αυτή θα θυμούνται με πόση συγκίνηση αντίκρισαν γυμνό το κοντάρι της γερμανικής σημαίας που επί ένα και πλέον μήνα εμόλυνε τον Ιερό Βράχο. Σαν αστραπή είχε διαδοθεί η είδηση σ΄ όλη την Αθήνα: Έλληνες πατριώτες κατέβασαν χθες την νύχτα τη χιτλερική σημαία από την Ακρόπολη. Ποιοι, όμως ήσαν αυτοί που άρχιζαν τον  αγώνα της Αντιστάσεως με μια πράξη που έκανε τους Έλληνες να σιγήσουν από εθνικό ενθουσιασμό και πως εξετέλεσαν  ένα τόσο τολμηρό κατόρθωμα  που οι συμμαχικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί το διαλάλησαν στους υπόδουλους λαούς της Ευρώπης σαν υπέροχο παράδειγμα και φωτεινή καθοδήγηση στο δρόμο που έπρεπε να ακολουθήσουν κατά του κατακτητού; Κανένας δεν το ΄μαθε. Γιατί του παλληκαριού το  κύριο γνώρισμα είναι η ταπεινοφροσύνη  και το ελεύθερο ελληνικό κράτος δεν έφθασε κόμη στο  ηθικό εκείνο ανάστημα  που θα του επιτρέψει να εκτελέσει  το ιερότερο  καθήκον του –να βρει τους ανώνυμους  αλλά πραγματικούς ήρωες της
Αντιστάσεως  και να τους δώσει τη θέση που τους ταιριάζει.
Μανώλης Γλέζος και Απόστολος Σάντας
Ένα τυχαίο περιστατικό, μια ευτυχισμένη σύμπτωση, δίνει στην εφημερίδα τούτη  τη δυνατότητα  να αποκαλύψει στη σημερινή μεγάλη  για το Έθνος μας ημέρα  τους αφανείς ήρωες  που άρχισαν τον αγώνα  της Αντιστάσεως  εκείνης που μας  επιτρέπει να γιορτάζουμε  ελεύθερα  πάλι σήμερα. Παραδίδει με την ιερώτερη συγκίνηση τα ονόματά τους στο πανελλήνιο και στην αιώνια τιμή που τους ανήκει:
ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΣΑΝΤΑΣ
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΓΛΕΖΟΣ
Δυο νέοι, δυο παλληκάρια να τα χαίρεσαι, ξεκίνησαν τη νύχτα εκείνη από μια λαϊκή συνοικία –απ΄ αυτές δεν ανατέλλουν τα λαμπρότερα αστέρια;- και έπαιξαν κορώνα – γράμματα τα 19 τους τότε χρόνια για χάρη της Ελευθερίας. Την ίδια νύχτα –της 30ης προς την 31η Μαΐου 1941- τα τελευταία μαχόμενα τμήματα του ελληνικού στρατού έπαυαν την αντίστασή τους στον τελευταίο ελληνικό προμαχώνα, στην Κρήτη. Στην κατεχόμενη ηπειρωτική Ελλάδα η προδοτική γερμανόδουλος κυβέρνηση εξαπέλυσε μύδρους κατά της Κρητική αντιστάσεως, η δε πολιτική και στρατιωτική ηγεσία του έθνους, επηρεασμένη από την δύναμη της γερμανικής πολεμικής μηχανής, εκήρυσσεν εναντίον κάθε αγώνος αντιστάσεως.
Η ανακοίνωση των Γερμανών για το γεγονός
όπως δημοσιεύθηκε στο ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΒΗΜΑ
Μα η ψυχή του Έθνους δεν ήταν αυτή, ήταν εκείνη που φούσκωνε με ιερή αγανάκτηση τα στήθια του Λάκη και του Μανώλη. Ζητούσε αντίσταση, πόλεμο, αγώνα, λευτεριά. Παλιοί συμμαθητές και φίλοι, με οικογενειακή παράδοση την θυσία υπέρ του γενικού καλού ( ο πατέρας του Σάντα έχει διωχτεί από τη δουλειά του το 1935 για την πίστη του στα πολιτικά του φρονήματα). Ένοιωσαν βαθειά την ανάγκη να κάμουν  κάτι που θα σήκωνε ψηλά και του Έθνους την ψυχή.
Ποιος του καθοδήγησε στην πράξη τους; Κανένας. Κι εδώ ακριβώς βρίσκεται η μεγάλη αξία της. Τον καιρό εκείνο, δεν υπήρχε ακόμη οργάνωση αντιστάσεως. Αλλ΄ αυτό δεν είχε καμμιά σημασία για τα παλληκάρια. Φτάνει που ένοιωθαν ιδιαίτερη αγανάκτηση από το γεγονός ότι το μόλυσμα του κατακτητού είχεν απλωθεί ως την Ακρόπολη. Στην αρχή, σχεδίαζαν με μια τολμηρή επίθεση να σκοτώσουν τους Γερμανούς φρουρούς. Δουλεύοντας στο μυαλό τους το πρώτο αυτό σχέδιο, έφτασαν στο δεύτερο και καλύτερο να κατεβάσουν από τον Ιερό Βράχο την σημαία των Ούνων. Δεν χρειάστηκαν  παραπάνω από 5 – 6 ημέρες για να περάσει το σχέδιο από την σύλληψη στην εκτέλεση.
-Εκείνο το βράδυ –μου λέγει η κ. Σάντα- ο Λάκης ήλθε αργά και κοιμήθηκε αμέσως. Την άλλη μέρα σηκώθηκε πολύ πρωί και μούκαμεν εντύπωση που έτρεξεν αμέσως στην ταράτσα…
Το "ρεπορτάζ" των γερμανών στην ΒΡΑΔΥΝΗ
Ποιος δεν θα ζηλέψει την αγνή παλληκαρίσια καρδιά κείνη την ώρα που απολάμβανε το γυμνό κοντάρι στην Ακρόπολη;
Το σχέδιο ήταν σοφό και τολμηρό. Το άρχισαν στο σπίτι, το συνέχισαν στο δρόμο και το ολοκλήρωσαν στην Εθνική Βιβλιοθήκη όπου διαβάζοντας  στην Εγκυκλοπαίδεια το άρθρο «Ακρόπολις» είδαν ότι στην εξωτερική ρίζα της βόρειας πλευράς της υπάρχει μια μεγάλη τρύπα  που οδηγεί στο εσωτερικό και βγαίνει ακριβώς ανατολικά από το Ερέχθειο.
-Για διάβασε δω, Λάκη, είπεν ο Μανώλης στο φίλο του.
Κι αμέσως αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν  την οπή αυτή από όπου στην αρχαιότητα εξήρχετο ο Ιερός Όφις της Αθηνάς. Έρποντας σαν πραγματικά φίδια ανέβαζαν στις 11 τη νύχτα της 30 Μαΐου 1941 οι δύο νέοι την ψυχή της Ελλάδος προς το εσωτερικό της Ακροπόλεως. Μόνο ο ανείπωτος οίστρος του εθνικού ενθουσιασμού μπορούσε να τους δώσει τη δυνατότητα ν΄ ανέβουν μια τόσο απότομη σήραγγα να τους προφυλάξει από του να κατρακυλήσουν προς τη φοβερή βάραθρο που ανοιγόταν προς τα κάτω και όπου περίμενεν ο θάνατος. Ένα μικρό ολίσθημα… που δεν ήλθε ποτέ.
Στην εκπομπή του Φρέντυ Γερμανού
-Μόλις βρεθήκαμε δίπλα στο Ερεχθείο –αφηγείται ο Σάντας- χωριστήκαμε. Εγώ τράβηξα κατ΄ ευθείαν προς το βάθρο της σημαίας κι ο Μανώλης έκανε τον κύκλο γύρω από τον Παρθενώνα με την ίδια τελική κατεύθυνση, για να εξακριβώσουμε που βρίσκονται οι Γερμανοί σκοποί. Ρίχναμε πέτρες μπροστά μας για να δούμε τι γίνεται. Σε λίγο ακούσαμε γέλια Γερμανών ανάμικτα με γυναικείες φωνές προς τα Προπύλαια. Οι φρουροί είχαν οργιαστικό γλέντι. Εφθάσαμε στο βάθρο και λύνοντας το συρματόσχοινο θελήσαμε να κατεβάσουμε τη σημαία. Αλλά το σχοινί που την κατέβαζε ήταν επίτηδες μπερδεμένο με τα΄ άλλα συρματόσχοινα που υποστήριζαν το κοντάρι.
Το λογοκριμένο ρεπορτάζ της ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ
Άρχισαν τότε μια επίσημη κι επικίνδυνη δουλειά. Με μεγάλη υπομονή και θαυμαστή ψυχραιμία. Έσπασαν μια – μια τις τρεις σιδερένιες στρόφιγγες, που συγκρατούσαν στο έδαφος τα συρματόσχοινα υποστηρήξεως του ιστού. Τα ελευθέρωσαν, τα ξεμπέρδεψαν και το σύμβολο του φασισμού γλυστρώντας έπεσε στα χέρια τους. Ήταν μια πελώρια γερμανική σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό και πολεμικό σταυρό. Την άρπαξαν στα χέρια τους και πριν φύγουν προς την οπή της εξόδου άφησαν στο κοντάρι τα δακτυλικά τους αποτυπώματα για να μην ενοχοποιηθούν οι περίοικοι. Στον πυθμένα της σύραγγος σταμάτησαν. Ξέσκισαν τη σημαία, πήρε ο καθένας τους από ένα κομμάτι και το έχωσε  στα στήθια του σαν λάφυρα και την υπόλοιπη την πέταξαν στο βάραθρο, όπου πρέπει να βρίσκεται ακόμα σήμερα, αλλά είναι αδύνατο να  ανασυρθεί από το βάθος της χωρίς τεχνικά μέσα.
Η επιχείρηση κράτησε μια ώρα κι ένα τέταρτο. Όταν σκέφτεται κανείς την τόλμη, το θάρρος και την ψυχραιμία που χρειάσθηκε, φτάνει στο συμπέρασμα ότι μονάχα ένας μεγάλος πόθος μπορούσε να την κινήσει και να την φέρει σε πέρας, ο πόθος για την Ελευθερία, για μια καλλίτερη ζωή, στην οποία θα έχουν κάποια τουλάχιστον λίγο και κείνοι που είναι έτοιμοι σε κάθε στιγμή να δώσουν τη ζωή τους για το γενικό καλό.
Στις 12:15 μετά τα μεσάνυχτα ξεκίνησαν για τα σπίτια τους. Η ώρα της κυκλοφορίας είχε περάσει. Στην Καπνικαρέα τους σταμάτησε  ένας αστυφύλακας.
-Είμαστε σε γλέντι και αργήσαμε, του είπαν.
Το ρεπορτάζ της ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ
Αυτός κοίταξε τις ταυτότητές τους και σαν καλός Έλληνας τους άφησε να προχωρήσουν.
Με μια αυθόρμητη και ανοργάνωτη ενέργειά τους είχαν δώσει έκφραση  στον παλμό του έθνους. Και δεν επρόκειτο να σταματήσουν μπροστά στον τύπο μιας αστυνομικής διατάξεως, πολύ περισσότερο όταν αυτή περιήρχετο από τους Γερμανούς.
-Και αν σούλεγε ο αστυφύλακας να τον ακολουθήσεις;
Δυο γαλανά μάτια  κινήθηκαν αδιάφορα, αλλά αποφασισμένα –τώρα όπως και τότε. Ποιος λογαριάζει έναν αστυφύλακα όταν έχει αντιμετωπίσει τους Γερμανούς;
Ύστερα; Ύστερα ο Λάκης κι ο Μανώλης τράβηξαν κατά το φτωχικό τους και με λαχτάρα περίμεναν την αυγή για να καμαρώσουν  από τις ταράτσες τους την Ακρόπολη χωρίς γερμανική σημαία.
Στα ξερά κρεβάτια τους που ξάπλωσαν  νηστικοί, δεν μπόρεσαν να κλείσουν μάτι. Δεν ήταν η πείνα  που τους κρατούσε  άγρυπνους. Ούτε ο φόβος πως ίσως  οι Γερμανοί θα ήταν δυνατό να τους ανακαλύψουν από τα δακτυλικά τους αποτυπώματα. Τη ζωή τους αυτοί την είχαν αποφασίσει. Μα ανυπομονούσαν να δουν το πρωί την Ακρόπολη χωρίς τον λεκέ  που συμβόλιζε τη χιτλερική βία  πάνω στο λαμπρότερο  μνημείο της Ελευθερίας. Ήθελαν να παρακολουθήσουν τα σχόλια της γειτονιάς και μαζί με τους άλλους Έλληνες να νιώσουν κι αυτοί, άλλη μια φορά, την ικανοποίηση εκείνου που δεν υποτάσσεται, που αντιστέκεται όπως μπορεί.
του Σ. Βασιλείου από την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ(28-10-1951)
Μετά έξι μήνες αποπειράθησαν να διαφύγουν στην Μέση Ανατολή. Αλλά τους έπιασαν οι Γερμανοί. Ευτυχώς δεν τους πήραν δακτυλικά αποτυπώματα να τα συγκρίνουν  με κείνα που βρέθηκαν στο κοντάρι της σημαίας. Τους καταδίκασαν απλώς σε δυο χρόνια φυλακή για την απόπειρα διαφυγής αλλά σε λίγο βγήκαν από τη φυλακή γιατί συμπεριελήφθησαν στη «χάρη» που δόθηκε στους ελαφροποινίτες στα γενέθλια του Χίτλερ. Δεν σκέφθηκαν όμως ποτέ να «καθίσουν ήσυχα» όσο ο κατακτητής πατούσε το χώμα της πατρίδας τους. Τράβηξαν για το βουνό κι έγιναν αντάρτες.
Τώρα έχουν γυρίσει σπίτι τους. Το άφησαν φτωχό και το βρήκαν κατεστραμμένο από τις επιδρομές των Γερμανών  και των οργάνων τους. όχι μόνο δεν μεμψιμοίρησαν, αλλά και δεν σκέφτηκαν ποτέ να ζητήσουν καμμιά αμοιβή. Γιατί δεν μπορεί να θεωρηθεί αίτηση αμοιβής το γεγονός ότι ο Σάντας αγωνίσθηκε τις τελευταίες εβδομάδες να αποτρέψει την απόλυσή του από το υπουργείο Γεωργίας όπου υπηρέτει προτού πάει στο αντάρτικο. Ούτε το ότι ο Γλέζος αιμοπτύοντας αναζητεί μια δουλειά για να εξασφαλίσει το ψωμί του.
Το κράτος όμως η κοινωνία, το Έθνος ολόκληρο έχουν ιερές υποχρεώσεις απέναντί τους. Γιατί τα δυο αυτά παλληκάρια που άρχισαν πρώτα τον αγώνα της Αντιστάσεως, ενσαρκώνουν και συμβολίζουν ολόκληρη την ψυχή του Έθνους, του νέου και υγιούς αυτού έθνους, που θέλει να δράσει και να ζήσει…

ΠΗΓΗ: Εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου