Σχέσεις μεταξύ μαθητών, γονέων και εκπαιδευτικών
Του Νίκου Τσούλια*
Γίνονται «συζητήσεις» για τους δυνατούς συνδυασμούς των σχέσεων μεταξύ των τριών πλευρών του «τριγώνου»: μαθητών, γονέων, εκπαιδευτικών σε ένα ζήτημα πολύ βασικό για την επιστήμη της παιδαγωγικής και για το έργο του σχολείου. Ωστόσο, οι διμερείς σχέσεις σε όποιο συνδυασμό έχουν εξ ορισμού μια ελλειμματικότητα, αφού όπως και να συζητηθούν, αφήνουν πάντα ένα κενό – την έλλειψη του τρίτου πόλου.
Οι βασικοί συντελεστές του σχολείου: μαθητές, γονείς και εκπαιδευτικοί συνθέτουν ένα ενιαίο σύστημα αναφοράς, όπου η ταυτόχρονη ανάλυση των αλληλοσυσχετίσεων μεταξύ τους είναι η μόνη ικανή συνθήκη να περιγράψει τον πυρήνα των παιδαγωγικών διεργασιών. Βέβαια ο ρόλος των μαθητών σ’ αυτό το ζήτημα είναι κυρίαρχος, αφενός γιατί το όλο εγχείρημα της παιδαγωγικής έχει αυτούς ως βασικό πεδίο αναφοράς και αφετέρου γιατί οι μαθητές συνδιαλέγονται καθημερινά και με τους εκπαιδευτικούς και με τους γονείς.
Η πιο συμπυκνωμένη αλληλοσυσχέτιση των τριών παραγόντων είναι στην παράδοση της βαθμολογίας αλλά και σε κάθε ειδική συνάντηση που γίνεται μεταξύ τους με την επίσκεψη γονέων στο σχολείο. Σ’ αυτή την παιδαγωγικού τύπου επαφή οι μαθητές βρίσκονται ίσως σε δύσκολη θέση, αφού οι άλλες δύο πλευρές (γονείς και εκπαιδευτικοί) έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο με αναφορά στη δική τους μαθησιακή πορεία και στη γενικότερη συμπεριφορά τους. Εδώ οι μαθητές νιώθουν μια περίεργη συστολή – με δεδομένη την ούτως ή άλλως ντροπαλή παιδικότητά τους ή τη διαρκώς αναθεωρητική και ανταριασμένη εφηβικότητά τους – , γιατί και οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί θα αναφέρουν οι μεν στους δε πράγματα για τους μαθητές που μπορεί και να μην θέλουν να γνωρίζουν.
Παρά τη συγκεκριμένη ιδιαιτερότητα, η συνάντηση αυτή έχει την αξία της, γιατί είναι όλοι παρόντες και συνδιαλεγόμενοι για το επίμαχο θέμα της μάθησης και της αγωγής, γιατί μέσα από έναν δημιουργικό διάλογο μπορούν να βρουν τα «σημεία – αγκάθια» και κυρίως κάποιες ενδεδειγμένες λύσεις για την επίλυσή τους. Είναι αναπόφευκτο αλλά και αναγκαίο εμείς οι εκπαιδευτικοί – προσπαθώντας να ερμηνεύσουμε ή την αρνητική μαθησιακή πορεία των μαθητών ή μια παραβατική συμπεριφορά τους – να κάνουμε υποθέσεις και να διατυπώνουμε στον εσωτερικό μας μονόλογο κάποιες ερμηνείες. Αρκεί όμως μια άγνωστη γι’ εμάς αναφορά των γονέων για τα παιδιά τους και διαπιστώνουμε μια ανατροπή του ερμηνευτικού πλαισίου που αυθαίρετα έχουμε διαμορφώσει. Αν λοιπόν δεν γνωρίζουμε σημαντικά στοιχεία από τη ζωή των μαθητών – στοιχεία που επηρεάζουν την προσωπικότητά τους και το συναισθηματικό τους κόσμο -, δεν μπορούμε να τους κατανοήσουμε και δεν μπορούμε κατ’ επέκταση να εφαρμόσουμε την «άλφα» ή τη «βήτα» παιδαγωγική μέθοδο και να καλλιεργήσουμε την εκπαιδευτική και μορφωτική εξέλιξή τους. Μπορεί αυτές οι τριμερείς συναντήσεις να φέρνουν σε κάποια δύσκολη θέση τους μαθητές και να προκαλούν και κάποια αμηχανία στους γονείς ή / και στους εκπαιδευτικούς, αλλά θεωρώ ότι είναι άκρως απαραίτητες για την υπέρβαση των «φραγμών» που εμποδίζουν τη θετική στάση των μαθητών απέναντι στο σχολείο και στο μέγα ζήτημα της γνώσης.
Σ’ αυτή την τριμερή και πολλαπλά αλληλοεξαρτώμενη σχέση υπάρχει και ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο, η ανταγωνιστικότητα ή η διαφορετικότητα – που μπορεί να είναι διαφορετικότητα κουλτούρας ή κοσμοαντίληψης – μεταξύ γονέων και εκπαιδευτικών ως προς τα στοιχεία μάθησης και συμπεριφοράς των μαθητών. Εδώ βέβαια μπορεί να ειπωθεί ότι κάθε μια πλευρά των παιδαγωγών (γονέων και εκπαιδευτικών) έχει τον προνομιακό της χώρο στο σπίτι ή στο σχολείο, αλλά δεν αρκεί μια τέτοια θεώρηση γιατί η αναφορά τους είναι μία και αδιαίρετη, οι μαθητές. Ωστόσο και παρά τις όποιες δυσκολίες υπάρχουν στην τριμερή συνάντηση, θεωρώ ότι είναι προτιμότερο να βγαίνουν στην επιφάνεια τα όποια «αγκάθια» και να επιχειρούνται λύσεις και αμοιβαίες εξηγήσεις και ερμηνείες, παρά να εξαντλείται η διαδικασία σε γενικολογίες και σε τυπικότητες ή να εκδηλώνεται μια αδιαφορία είτε από τους γονείς είτε από τους εκπαιδευτικούς ως προς την ουσιώδη λειτουργία αυτή της συνάντησης.
Φρονώ ότι μέσα από τέτοιες ειλικρινείς συναντήσεις μπορεί το σχολείο να εμβαθύνει τη λειτουργία του και να καταδείξει στους παιδαγωγούμενους το κοινό ενδιαφέρον των παιδαγωγών αλλά και την αγάπη των εκπαιδευτικών προς αυτούς – αφού των γονέων είναι παραπάνω από δεδομένη – και έτσι να τους απελευθερώσει από τους όποιους δισταγμούς και επιφυλάξεις μπορεί να έχουν. Γιατί αν οι μαθητές δεν αγαπούν το σχολείο, καμιά μάθηση δεν είναι δυνατή. Πιστεύω επίσης ότι παραμένει ελλιπής η παιδαγωγική σχέση των τριών πλευρών και αυτό επηρεάζει αρνητικά τη μορφωτική πορεία των μαθητών.
Η λύση είναι απλή: απαιτείται διάλογος, και μέσα από το διάλογο μπορούν να βρίσκονται κάθε φορά οι καλύτερες λύσεις. Και για να γίνεται διάλογος μια προϋπόθεση είναι αναγκαία για κάθε πλευρά, οι γονείς να επισκέπτονται συχνά το σχολείο και όχι μόνο στην παράδοση της βαθμολογίας ή όταν υπάρχει κάποιο κάλεσμά τους από το σχολείο, οι εκπαιδευτικοί να ενθαρρύνουν τις τριμερείς συναντήσεις και να μην είναι αδιάφοροι ή απόμακροι ή απλώς τυπικοί σ’ αυτές και οι μαθητές να καταθέτουν την άποψή τους, γιατί πολύ απλά είναι η εστία της όλης τελετουργίας!
ΠΗΓΗ: anthologio.wordpress.com
----------------------------------------------------------------------
* Ο Νίκος Τσούλιας είναι εκπαιδευτικός στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Διετέλεσε Πρόεδρος της ΟΛΜΕ από το 1996 έως το 2003.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου