Τα πάθη της γλώσσας στον πόλεμο
του Θουκυδίδη*
[...] Γίνονταν λοιπόν επαναστάσεις στις πολιτείες, κι αν
τυχόν καμιά είχε καθυστερήσει, μαθαίνοντας το τι είχε σταθεί αλλού πρωτύτερα,
προχωρούσε μακρύτερα στις ακραίες βιαιότητες, και ξάναβαν τα μυαλά των ανθρώπων
προσπαθώντας να επινοήσουν κάτι χειρότερο και πιο περίτεχνο, και να επιβάλουν
πιο τερατώδικες αντεκδικήσεις.
Και νόμισαν πως είχαν
το δικαίωμα ν’ αλλάξουν και τη συνηθισμένη ανταπόκριση των λέξεων προς τα
πράγματα, για να δικαιολογήσουν τις πράξεις τους. Έτσι η αστόχαστη αποκοτιά
θεωρήθηκε παλληκαριά γι’ αγάπη των συντρόφων, ο δισταγμός από πρόνοια για το
μέλλον δειλία που προβάλλει ενάρετες δικαιολογίες, η γνωστική μετριοπάθεια ως
πρόφαση ανανδρίας, και η ικανότητα να βλέπει κανείς όλες τις πλευρές μιας
κατάστασης, ανικανότητα να δράσει από καμιά· την απότομη και βίαιη αντίδραση,
την πρόσθεσαν στα προτερήματα του αντρός, και η αποχή από τις ραδιουργίες
λογίστηκε φαινομενικά λογική πρόφαση για ν’ αποφύγει κανείς τον κίνδυνο. Τον
αδιάκοπα έξαλλο κατήγορο τον θεωρούσαν πάντα αξιόπιστο, όποιον όμως του
αντιμιλούσε, τον υποψιάζονταν για προδοσία. Κι’ αν έκανε κανείς ραδιουργίες και
πετύχαινε, τον είχαν για έξυπνο, κι’ όποιος υποψιαζόταν και ξεσκέπαζε έγκαιρα
τα σχέδια του άλλου ήταν ακόμα πιο καπάτσος.
Όποιος όμως προνοούσε ώστε να μη
χρειαστούν αυτά καθόλου, έλεγαν πως διαλύει το κόμμα κι’ αφήνει να τον
τρομοκρατήσουν οι αντίπαλοι. Και μ’ ένα λόγο, όποιος πρόφταινε να κάνει το κακό
πριν από τον άλλον άκουγε παινέματα, καθώς κι’ όποιος παρακινούσε στο κακό έναν
άλλον που δεν το είχε προτήτερα βάλει στο νου του. Κι’ ο συγγενής λογιζόταν πιο
ξένος από τον κομματικό σύντροφο, επειδή ο σύντροφος ήταν πιο πρόθυμος να
ριχτεί στον κίνδυνο για το κόμμα χωρίς να εξετάσει την αληθινή αιτία της πράξης
του. Οι κομματικοί σύντροφοι δε συνδεόταν μεταξύ τους σύμφωνα με τους νόμους
που ίσχυαν γι’ αμοιβαία ωφέλεια αλλά για να κερδίσουν πλεονεχτήματα στο πείσμα
των νόμων και των κοινωνικών ηθών. Και την εμπιστοσύνη μεταξύ τους δεν την
επικύρωναν όρκοι προς τους θεούς, όπως συνηθιζόταν άλλοτε, αλλά ο σκοπός να
πατήσουν το νόμο με κοινήν ενέργεια.
Τις δίκαιες προτάσεις των αντιπάλων τις
δέχονταν μ’ επιφύλαξη παρακολουθώντας τις πράξεις τους αν ήταν πιο ισχυροί κι’
όχι με γενναιοψυχία. Και κοίταζαν περισσότερο να πάρουν εκδίκηση παρά να
φυλαχτούνε για να μην πάθουν πρώτα οι ίδιοι. Κι’ αν σε κάποια περίσταση έδιναν
κ’ έπαιρναν όρκους να συμφιλιωθούν, οι όρκοι ίσχυαν γιατί τη στιγμή εκείνη δεν
ήτανε σε θέση κανένας από τους δυο να κάνει τίποτ’ άλλο, επειδή δεν είχαν να
περιμένουν ενίσχυση από πουθενά αλλού· μόλις όμως δινόταν η ευκαιρία, εκείνος
που πρόφταινε να τολμήσει, αν έβλεπε πουθενά ανοιχτό τον αντίπαλο, του την
έφερνε με μεγαλύτερη χαρά επειδή είχε δώσει τα πιστά1 παρά αν τον εζημίωνε κατ’ευθεία και φανερά· και λογιζόταν το φέρσιμο τούτο όχι μόνο
πιο σίγουρο, αλλά, επειδή είχε υπερισχύσει με πονηριά, έπαιρνε και το χαρακτήρα
νίκης σε αγώνα εξυπνάδας. Κ’ ευκολώτερα νομίζονταν επιδέξιοι οι πολλοί που
κακουργούν, παρά ενάρετοι όσοι δεν ξέρουν απ’ αυτά. Και ντρέπονται για τούτο το
δεύτερο ενώ καμαρώνουνε για το πρώτο. [...]
..........................................................
*Ο Θουκυδίδης του Ολόρου ο Αλιμούσιος(460 π.Χ. - αρχές 4ου αι.) ήταν Αθηναίος (από τον Άλιμο) που έγγραψε την Ιστορία του Πελοποννησιακού Πολέμου με τεκμηριωμένο τρόπο. Απόσπασμα του οποίου είναι και το δημοσιευόμενο κείμενο σε μεταγραφή της
Έλλης
Λαμπρίδη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου