ΤΟ ΠΟΝΤΙΚΙ ΚΑΙ ΤΟ ΛΙΟΝΤΑΡΙ
Σε ένα στενό σε μια πόλη ζούσε ένα ποντίκι. Μια μέρα από ανθρώπινη δραστηριότητα το σπίτι του ποντικιού καταστράφηκε. Αναγκάστηκε να ζήσει στο κοντινό δάσος. Εκεί ζούσε ένα λιοντάρι μαζί με την λέαινα και το μωρό τους. Το ποντίκι φοβότανε να πλησιάσει τα λιοντάρια κι έβγαινε για φαΐ μόνο όταν κοιμόντουσαν.
Ένα πρωί το ποντίκι πήγε για να βρει φαγητό. Απομακρύνθηκε λίγο και άκουσε ένα δυνατό κλάμα. Ήταν το μωρό λιοντάρι που είχε πέσει σε μια τρύπα που ήταν μισογεμισμένη με νερό. Η τρύπα δεν φαινόταν φυσική. Ήταν φτιαγμένη από ανθρώπους. Ήθελαν να αιχμαλωτίσουν τα ζώα για να τα πουλήσουν. Το μωρό ζήταγε απελπισμένα βοήθεια.
-Βοήθεια, βοήθεια κάποιος! φώναζε το λιοντάρι.
Το ποντίκι πλησίασε δειλά, κοίταξε μέσα στην τρύπα και ρώτησε το λιοντάρι:
-Τι έπαθες, πως έπεσες μέσα; Δεν μπορείς να βγεις;
-Η τρύπα ήταν σκεπασμένη με κλαδιά. Δεν την είδα. Βοήθησέ με να βγω.
- Άμα σε βοηθήσω πώς ξέρω ότι δεν θα με φας;
-Σου υπόσχομαι ότι δεν θα το κάνω, απάντησε γρήγορα το λιοντάρι.
Το ποντίκι αποφάσισε να βοηθήσει το λιοντάρι. Κοίταξε γύρω και του ήρθε μια ιδέα. Πέταξε μέσα στην τρύπα ξύλα έτσι ώστε το λιοντάρι να μπορεί να σκαρφαλώσει. Το σχέδιο του ποντικιού δούλεψε. Το λιοντάρι βγήκε από την τρύπα σώο και αβλαβές. Μόλις το λιοντάρι βγήκε έξω, το ποντίκι φοβισμένο έτρεξε μακριά.
Πέρασε ο καιρός και δεν συναντήθηκαν ποτέ ξανά. Το ποντίκι συνέχιζε να βγαίνει για φαγητό μόνον όταν τα λιοντάρια κοιμόντουσαν. Το δε μικρό λιοντάρι έβγαινε τακτικά για φαγητό προσέχοντας να μην ξαναγίνει αυτό που είχε γίνει παλιά.
Ένα πρωινό του χειμώνα και όταν τα λιοντάρια κοιμόντουσαν το ποντίκι πήγε να βρει φαγητό. Ξαφνικά ακούστηκε ένας δυνατός και τρομακτικός ήχος. Ένα δέντρο έπεφτε. Ήταν οι άνθρωποι που είχαν έρθει στο δάσος να μαζέψουν ξύλα.
Το ποντίκι φοβισμένο έτρεξε στο σπίτι του. Στο δρόμο για το σπίτι βρέθηκε πρόσωπο με πρόσωπο με έναν άνθρωπο. Εκείνος προσπάθησε να σκοτώσει το ποντίκι με μια πέτρα. Ο άνθρωπος κατάφερε να τραυματίσει το ποντίκι αλλά όχι να το σκοτώσει. Το πλησίασε να το αποτελειώσει. Εκείνη την στιγμή ακούστηκε ένας βρυχηθμός. Έκαναν την εμφάνισή τους τρία λιοντάρια. Ο άνθρωπος φοβισμένος έτρεξε μακριά.
Τα δύο λιοντάρια κοίταξαν απειλητικά το τραυματισμένο ποντίκι. Ήθελαν να το φάνε. Εκείνο από μέσα του είπε: «Ήρθε το τέλος μου». Όμως το τρίτο και δυνατότερο λιοντάρι με μια απότομη κίνηση μπήκε μπροστά από τα άλλα και τους είπε:
-Φύγετε.
Μιας και ήταν το δυνατότερο τα λιοντάρια υπάκουσαν και έφυγαν. Το ποντίκι παραξενεύτηκε.
-Ποιος είσαι; ρώτησε το ποντίκι
-Δε με θυμάσαι; Εξαιτίας σου ζω σήμερα! Απάντησε το λιοντάρι.
Το ποντίκι κοίταξε το λιοντάρι στα μάτια και θυμήθηκε.
-Εσύ είσαι!!! Είπε συγκινημένο το ποντίκι.
Η καλή πράξη του ποντικιού ανταποδόθηκε.
Έτσι έγιναν οι καλύτεροι φίλοι και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
ΣΣ. Το κείμενο αυτό αποτελεί εργασία του μαθητή στο πλαίσιο του μαθήματος της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Α' τάξης, της καθηγήτριας Γεωργίας Αλειφέρη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου