Φώτης Κόντογλου*
Νικητής της φθοράς
Οἱ πιό πολλοί Χριστιανοί σάν να πιστεύουνε στόν Χριστό, χωρίς νά τόν πιστεύουνε. Γιατί πίστη στόν Χριστό χωρίς πίστη στήν Ἀνάστασή του εἶναι ἕνα πλανερό βόλεμα μέσα μας. Γιά τοῦτο ὁ Παῦλος λέγει: «Εἰ Χριστός οὐκ ἐγήγερται, κενόν ἄρα τό κήρυγμα ἡμῶν, κενή δέ καί ἡ πίστις ἡμῶν» (Α΄ Κορ. 15-13). Ἡ πίστη τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ μεγάλη δοκιμασία τῆς ψυχῆς, κατά τήν ὁποία πρέπει νά περάση ἀπό τή φωτιά καί νά βγῆ γερή σάν τό σίδερο πού σκληραίνεται μέ δαύτη. Μά ἐμεῖς θέλουμε νά πιστέψουμε χωρίς νά περάσουμε τόν πύρινο ποταμό. Λέμε πίστη τό νά πιστεύουμε σέ ὅσα εἶναι πιστευτά, δηλαδή σέ ὅσα παραδέχεται τό λογικό μας. Μά πίστη εἶναι τό νά πιστέψης στό ἀπίστευτο, ἀλλοιῶς τί χρειάζεται ἡ πίστη; Τό ἀπίστευτο τό κάνει πιστευτό μοναχά ἡ πίστη, ἐνῶ τό λογικό παραδέχεται γιά πιστευτά μονάχα ὅσα εἶναι πιστευτά ἀπό αὐτό.
Ὁ Τερτουλιανός λέγει: «ὁ Χριστός σταυρώθηκε, πέθανε κι ἀναστήθηκε. Αὐτό εἶναι ἕνα πρᾶγμα ἀπίστευτο. γιά τοῦτο τό πιστεύω». Εὐκολόπιστος εἶναι μονάχα ὁ ταπεινός ὁ Χριστιανός πού καταφρονᾶ τόν ἑαυτό του καί τή γνώση του, ἡ ὁποία κάνει τόν ἄνθρωπο περήφανο, κατά τόν Παῦλο πού λέγει: «ἡ γνῶσις φυσιοῖ». Ὁ Κύριος εἶπε «Ὅποιος δέν γίνη σάν παιδί, δέν θά μπῆ στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ». Γιά τοῦτο τόν ἀληθινό Χριστιανό θά τόν πῆ ὁ κόσμος μωρόπιστο κι ἀνόητο, καί θά τόν καταφρονήση, κατά τά λόγια τοῦ Χριστοῦ πού εἶπε στούς μαθητάδες του: «Ἄν ἤσαστε ἀπό τοῦτον τόν κόσμο, ὁ κόσμος θά ν’ ἀγαποῦσε τό δικό του πρᾶγμα, πλήν ἐπειδή εἴσαστε ἀπό τόν κόσμο, μά ἐγώ σᾶς ἐδιάλεξα ἀπό τόν κόσμο, γιά τοῦτο σᾱς μισεῖ ὁ κόσμος». Ἡ πίστη δέν ἀποχτιέται χωρίς ταπείνωση, κι ὅσο πιό πολλή ταπείνωση ὑπάρχει μέσα στόν ἄνθρωπο, τόσο πιό μεγάλη εἶναι ἡ πίστη του. Τό νά πιστεύης στόν Χριστό θά πῆ νά παραδίνεσαι ὁλότελα σ’ αὐτόν, χωρίς δικό σου δικαίωμα, χωρίς ἀντιμίλημα, ἀπερίεργα, «ὡς παιδίον, ὡς νήπιον». Ἡ πίστη εἶναι ἡ μεγαλύτερη θυσία στόν Θεό, γιατί ὅποιος τόν πιστεύει θυσιάζει γι αὐτόν τό ἐγώ του, κι ὅλες οἱ ἐνέργειές του οἱ πνευματικές μεταλλάζουνται σέ μιά ἐνέργεια, τήν πίστη. Γιά τοῦτο ἔλεγε ὁ Παῦλος «Καί τώρα πιά δέν ζῶ ἐγώ ἀλλά ζῆ μέσα σέ μένα ὁ Χριστός». Αὐτή ἡ τέλεια ὑποταγή στόν Χριστό κι ἡ χαρά νά τοῦ ὑποτάζεσαι, αὐτό εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, πού μπαίνεις μέσα σάν τό ἀληθινό τέκνο, πού ἔχει ἐμπιστοσύνη στόν πατέρα του. Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ εἶναι, γιά ὅποιον πιστεύει σ’ αὐτόν ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας, ἕνα πρᾶγμα πού γίνηκε ἀληθινά. Ἀλλά οἱ λιγόπιστοι δέν βαστᾶνε σ’ αὐτή τή φοβερή κρίση, καί τή μεταλλάζουνε τήν Ἀνάσταση, κι ἀπό ἀληθινό γεγονός τήν παριστάνουνε σάν σύμβολο καί σάν ἰδέα καί σάν λόγο ἄδειον, θέλοντας νά βολέψουνε τό Εὐαγγέλιο μέ τήν ὀλιγοπιστία τους. Αὐτό γίνεται ἀπό κάποιους λεγόμενους Χριστιανούς, πού ἔχουνε τόση σχέση μέ τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ, ὅση σχέση ἔχει τό ζῶο πού λέγεται ἀρκούδα μέ τήν Πολική Ἄρκτο τοῦ οὐρανοῦ. Οἱ συμβιβασμοί πού κάνουνε οἱ λιγόπιστοι εἶναι χειρότεροι ἀπό τήν τέλεια ἀπιστία. Καί γιά νά κρύψουνε αὐτή τήν ψεύτικη πίστη τήν σκεπάζουνε μέ λόγια θολά καί μπερδεμένα, ἀπό κεῖνα πού κάνουνε τήν ψευτιά πιό ψεύτικη.
Ὁ Χριστός εἶπε: «Νά εἶναι τά λόγια σας τό ναί, ναί, καί τό ὄχι, ὄχι. Γιατί τά παραπανίσια εἶναι ἀπό τόν διάβολο». Λοιπόν, τί συμβολισμούς καί ἄδειες θεωρίες λές, Χριστιανέ; Πιστεύεις πώς ἀναστήθηκε ὁ Χριστός; «Πιστεύεις τοῦτο»; Ναί ἤ ὄχι; Ἡ θρησκεία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἁπλή καί καθαρή, καί ὅσα εἶναι γραμμένα στό Εὐαγγέλιο εἶναι κάποια πράγματα, πού γιά τόν Χριστιανό γινήκανε ἀληθινά, πιό ἀληθινά ἀπ’ ὅσο γινήκανε γιά τούς ἄλλους ἀνθρώπους ἡ Ναυμαχία τῆς Σαλαμίνας, τό πάρσιμο τῆς Πόλης ἀπό τόν Σουλτάν Μεχμέτ καί ὅλα τ’ ἄλλα ἱστορικά καθέκαστα. Ὅσο ἀπίστευτο γιά τή διάνοιά μας εἶναι ἕνα πρᾶγμα τῆς θρησκείας, τόσο χαίρεται νά τό πιστεύει ἕνας ἀληθινός Χριστιανός γιατί πιστεύοντάς το ταπεινώνεται πιό πολύ, καί μαζί δείχνει πώς ἀνεβάζει πιό ψηλά τή δόξα καί τή δύναμη τοῦ Θεοῦ. Τήν πίστη μᾶς τήν χάρισε ὁ Θεός πού μᾶς ἔκανε νά νοιώσουμε καί τήν ἀληθινή ταπείνωση. Γι’ αὐτό ὅσοι εἶναι ἀληθινοί μαθητάδες του, πιστεύουνε στήν Ἀνάστασή του. Τό ὅτι ἀναστήθηκε ὁ Χριστός δέν θά τό πίστευε μήτε ὁ Σωκράτης, μήτε ὁ Πλάτωνας, μήτε ὁ Σενέκας. Μά τό πίστεψε ἡ ἁπλή διάνοια τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου πού δέν ἔμαθε γράμματα, τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνα πού ἤτανε τσομπάνος, τοῦ Ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ πού γύριζε σάν ντερβίσης καί τρέχανε ξοπίσω του πλῆθος ἁπλές ψυχές σάν καί κεῖνον. Ἔφτανε γι’ αὐτούς πώς ὁ Κύριος εἶπε «Ἐγώ εἶμαι ἡ ἀλήθεια». Ποιά ἄλλη βεβαίωση θέλανε; Καί ἀπό ποιόν ἄλλον, ἀφοῦ μοναχά ὁ Χριστός ὑπῆρχε γι’ αὐτούς; Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος προεῖπε πολλές φορές πώς θάν ἀναστηθῆ. Ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος λέγει πώς πηγαίνοντας ὁ Χριστός νά παραδοθῆ, πῆρε παράμερα τούς μαθητάδες του, «κατ’ ἰδίαν», καί τούς εἶπε πώς θά τόν σταυρώσουνε καί πώς τήν τρίτη ἡμέρα θάν ἀναστηθῆ. Τά ἴδια λέει καί ὁ εὐαγγελιστής Μᾶρκος, μά ἐκεῖνος γράφει πώς γιά τήν Ἀνάστασή του, μιλοῦσε καί μπροστά στόν κόσμο: «Καί παρρησίᾳ τόν λόγον ἐλάλει» (Μᾶρκ. 8, 31).
Ὁ ἴδιος εὐαγγελιστής γράφει ἀκόμα πώς σάν μεταμορφώθηκε ὁ Χριστός καί κατέβαινε ἀπό τό βουνό μέ τούς μαθητές του τούς τρεῖς, παράγγειλε νά μήν ποῦνε πρωτήτερα σέ κανέναν αὐτά πού εἴδανε, παρά μονάχα σάν ἀναστηθῆ (Μᾶρκ. 9,9). Καί ὁ Λουκᾶς, γράφει καί κεῖνος πώς ἔλεγε ὁ Χριστός στούς μαθητές του πώς θά σταυρωθεῖ καί πώς θ’ ἀναστηθῆ τήν τρίτη ἡμέρα. Καί ὁ ἴδιος ὁ Λουκᾶς, ἱστορώντας τήν Ἀνάσταση, λέγει πώς οἱ μυροφόρες ἀκούσανε τούς δύο ἀγγέλους νά τίς λένε: «Τί ζητᾶτε τόν ζωντανόν ἀνάμεσα στούς νεκρούς; Δέν εἶναι δῶ, ἀλλά ἀναστήθηκε. Θυμηθῆτε πώς σᾶς εἶπε, τότε πού ἦταν στή Γαλιλαία, πώς θά σταυρωθῆ καί πώς θάν ἀναστηθῆ τήν τρίτη ἡμέρα», καί «τότε θυμηθήκανε τά λόγια του». Ὁ Μᾶρκος λέγει πώς σάν μιλοῦσε ὁ Χριστός στούς μαθητές γιά τήν Ἀνάστασή του, δέν τόν καταλαβαίνανε, καί φοβόντανε νά τόν ρωτήξουνε. Καί ὁ Λουκᾶς λέγει καί κεῖνος πώς δέν νοιώθανε τί τούς ἔλεγε, καί πώς αὐτός ὁ λόγος ἤτανε κρυμμένος ἀπ’ αὐτούς. Ὦ! Τί χαρά ἀνεκλάλητη νοιώθει ὅποιος πιστεύει στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ! Ποιό πρᾶγμα λυπηρό μπορεῖ πιά νά τόν πικράνη, ἀφοῦ ἔχει μέσα του τήν ἀθανασία! Καλότυχοι ὅσοι ἀπογευτήκανε ἀπ’ αὐτή τήν πηγή τῆς ἀφθαρσίας, πού ἀναβρύζει κάποιο καινούργιο πιοτό, ὅπως λέγει ὁ ὑμνωδός Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, «πόμα καινόν». Ἀληθινά καινούργιο πιοτό ἦπιε ὁ ἄνθρωπος ἀπό τόν Τάφο τοῦ Χριστοῦ, γιατί ποτές ἄλλη φορά δέν τὄπιε, ἀπό τότε πού διώχτηκε ἀπό τόν Παράδεισο, κι εἶχε πάρει τήν πικρή ἀπόφαση πώς εἶναι σάν τό χορτάρι πού ξεραίνεται καί γίνεται σκόνη.
Ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα πού δέν πιστεύει στήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, εἶναι χωρίς ἐλπίδα, καί ξεγελιέται μέ ψεύτικες εὐτυχίες. Τί εἶναι τοῦτα τά ἑκατομμύρια οἱ ἄνθρωποι, πού λυώνουνε οἱ σάρκες τους μέρα μέ τή μέρα καί σωριάζουνται τά κόκκαλά τους! Σέ τί φελᾶνε τά λογῆς-λογῆς φαγητά, τά στολίδια, τά λουτρά, τά θέατρα, τά παιγνίδια! Ποιά μυρουδικά θα μπορέσουνε νά σκεπάσουνε τήν βαρειά μπόχα τῆς φθορᾶς πού βγαίνει ἀπ’ αὐτόν τόν σωρό ὅπου χωνεύει ὁλοένα μέσα στό φοβερό χωνευτήρι! Τί γίνεται τό κάλλος, τί γίνεται ἡ ἐξυπνάδα, οἱ λογῆς λογῆς χάρες, πού ἔχουνε οἱ ἄνθρωποι; Εἶναι τό λοιπόν ψέμμα καί ἴσκιος τῆς φαντασίας ὅλα τοῦτα, ἀφοῦ τήν ὥρα κιόλας πού θαρροῦνε πώς ὑπάρχουνε, δέν ὑπάρχουνε! Ἄ! Καλότυχοι, ξαναλέγω, καί τρισκαλότυχοι, ὅσοι πιστεύουνε στόν Χριστό, πού εἶναι ὁ Κύριος τῆς ἀθανασίας, αὐτός πού κατάργησε τόν θάνατο. Καί «πού τόν ὑπερύψωσε ὁ Θεός», ὅπως γράφει ὁ Παῦλος στούς Φιλιππησίους, «καί τοῦ χάρισε ἕνα ὄνομα ἀπάνω ἀπό κάθε ὄνομα, γιά νά λυγίση στ’ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ τά γόνατά του κάθε πλάσμα οὐράνιο καί ἐπίγειο καί καταχθόνιο, καί κάθε γλῶσσα νά ὁμολογήση πώς ὑπάρχει ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός σέ δόξα τοῦ Θεοῦ καί Πατέρα»: «Διό καί ὁ Θεός αὐτόν ὑπερύψωσε καί ἐχαρίσατο αὐτῷ ὄνομα τό ὑπέρ πᾶν ὄνομα, ἵνα ἐν τῷ ὀνόματι Ἰησοῦ πᾶν γόνυ κάμψῃ ἐπουρανίων καί ἐπιγείων καί καταχθονίων, καί πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσηται ὅτι Κύριος Ἰησοῦς Χριστός εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός».
......................
* Ο Φώτης Κόντογλου, το πραγματικό του επώνυμο είναι Αποστολέλης [Κυδωνίες (Αϊβαλί) Μικράς Ασίας, 8 Νοεμβρίου 1895 - Αθήνα, 13 Ιουλίου 1965] ήταν λογοτέχνης και ζωγράφος. Αναζήτησε την ελληνικότητά, δηλαδή την αυθεντική της έκφραση, μέσα από την επιστροφή στις ρίζες, στην ελληνική παράδοση, τόσο στο λογοτεχνικό όσο και στο ζωγραφικό του έργο. Θεωρείται ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της «Γενιάς του ’30».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου