Ο «ιδιαίτερος» φίλος
Ο Στρατής, είναι ένα αγόρι 10 ετών που γεννήθηκε στη Μυτιλήνη και ζει με την οικογένειά του στα Βατερά. Μια περιοχή παραθαλάσσια, πανέμορφη, με κρυστάλλινα νερά και καταπληκτική αμμουδιά. Ο πατέρας του, ο κυρ-Θανάσης, είναι ψαράς, η μητέρα του η κυρία Άννα, ασχολείται με τις δουλειές στο χωράφι και η μικρή του η αδελφή, η Μαρία, πηγαίνει στην πρώτη τάξη του δημοτικού. Ο κύριος Θανάσης είναι πολύ αυστηρός, σκληρός, απότομος και μοναχικός άνθρωπος.
Στο χωριό δεν έχει πολλά-πολλά με τους συγχωριανούς. Στο σπίτι του δεν πατάει άνθρωπος! Δεν έχει φίλους, αλλά δεν θέλει ούτε τα παιδιά του να κάνουν παρέα με άλλα παιδιά. Ο Στρατής παραπονιέται συνεχώς στη μητέρα του και στενοχωριέται λέγοντας:
-«Δεν αντέχω άλλο, έχω ανάγκη να κάνω φίλους και παρέες με άλλα παιδιά».
Η μητέρα του σκύβει το κεφάλι της και του απαντάει:
-«Κάνε υπομονή γιέ μου, θα μεγαλώσεις και θα φύγεις από δω, θα κάνεις όσους φίλους θέλεις».
-«Χθες, ήρθε στο σχολείο μας ένα παιδί από την Ζάμπια της Αφρικής, ο Αντέρο. Ο πατέρας του είναι Αφρικανός και η μητέρα του Ελληνίδα. Φαίνεται πολύ καλό παιδί. Εγώ θα τον κάνω φίλο».
-«Πρόσεχε παιδί μου, μη σε δει ο πατέρας σου και έχουμε φασαρίες». Απάντησε η κυρία Άννα.
Ο καιρός άρχισε να κυλάει και ο Στρατής συναντιόταν κρυφά με τον Αντέρο, περνούσαν πολύ ωραία. Η στεναχώρια του ήταν όμως μεγάλη, γιατί δεν μπορούσε άλλο να κρύβεται από τον πατέρα του. Μια μέρα μάλιστα, άκουσε τον πατέρα του να λέει στη μητέρα του:
-«Δεν πιστεύω ο γιος μας να κάνει παρέα μ’ αυτόν τον Αφρικανό; Αυτός είναι μαύρος!».
-«Γιατί το λες αυτό άντρα μου;», απάντησε η κυρία Άννα.
-«Άκουσες τι είπα;»
Τότε ο Στρατής πήγε στο δωμάτιο του και έκλαψε βουβά. Ο πόνος του μεγάλος. Ο καιρός πέρασε και ήρθε το καλοκαιράκι. Τα μεσημέρια που ο κυρ Θανάσης κοιμόταν, ο Στρατής έπαιρνε τη μικρή αδελφή του και τον Αντέρο και πήγαιναν στην θάλασσα, για να κολυμπήσουν και να ψαρέψουν. Ένα μεσημεράκι όμως, ενώ ο Στρατής και ο Αντέρο κουβέντιαζαν καθώς ψάρευαν, ξέφυγε από την προσοχή τους η μικρή Μαρία και μπήκε στη θάλασσα. Απομακρύνθηκε από την παραλία και κάποια στιγμή άρχισε να πνίγεται.
-«Βοήθεια! Βοήθεια!», φώναξε το κοριτσάκι.
Τα παιδιά πάγωσαν!
Ψυχή δεν υπήρχε στην παραλία!
Οι φωνές της μικρής ακούστηκαν παντού. Ένας περαστικός μόνο, όταν είδε τη Μαρία να πνίγεται, πήγε να ειδοποιήσει τους γονείς της. Τα δύο παιδιά βρήκαν το θάρρος και βούτηξαν στην θάλασσα. Ο Αντέρο όμως ήξερε καλύτερο κολύμπι από τον Στρατή, πάλεψε με τα κείμενα και τα κατάφερε. Με κίνδυνο τη ζωή του, έβγαλε έξω τη Μαρία και την έσωσε. Ωστόσο είχαν φτάσει και οι γονείς της στην παραλία.
Ο κύριος Θανάσης δεν πίστευε στα μάτια του! Έκλαιγε από χαρά και συγκίνηση. Αγκάλιασε τον Αντέρο και ζήτησε συγνώμη κοιτάζοντας ψηλά στον ουρανό. Ευχαρίστησε το παιδί και του φιλούσε τα χέρια. Από τότε όλα άλλαξαν! Οι δύο οικογένειες έσμιξαν και έγιναν μία.
Η αγάπη, η συμπόνια και ο σεβασμός τους έδεσε.
ΝΑΝΣΥ ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ
ΣΣ. Το κείμενο και η εικονογράφηση αποτελούν εργασία της μαθήτριας στο πλαίσιο του μαθήματος της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Α' τάξης, της καθηγήτριας Γεωργίας Αλειφέρη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου