Η δίκη των τόνων
Του Αλέξη Τότσικα*
Έχουν περάσει 79 χρόνια από την πειθαρχική δίωξη του καθηγητή I.Θ. Kακριδή (1901-1992), που έμεινε γνωστή στην πνευματική ιστορία του τόπου ως «H Δίκη των Tόνων». Η δίκη αυτή όμως με τις περιπέτειες του μονοτονικού είναι μια από τις λιγότερο γνωστές σελίδες της ιστορίας, αν και το περιεχόμενό της δεν έπαψε ποτέ να είναι επίκαιρο. Το «Γλωσσικό ζήτημα» ταλάνισε τη χώρα μας από τη σύσταση του ελληνικού κράτους μετά την επιτυχή έκβαση της Επανάστασης του 1821 και λύθηκε οριστικά τη δεκαετία του 1980 με την καθιέρωση της δημοτικής και του μονοτονικού συστήματος.
Πολλοί θεωρούν, εσφαλμένα, ότι οι αρχαίοι Έλληνες χρησιμοποιούσαν τους τόνους και τα πνεύματα στη γραφή τους . Οι αρχαίοι Έλληνες όμως έγραφαν με μεγαλογράμματη γραφή, με κεφαλαία γράμματα δηλαδή, και δε χρησιμοποιούσαν τόνους, όπως φαίνεται σε όλες τις αρχαίες επιγραφές. Τα πρώτα δείγματα τονικών συμβόλων που σώζονται βρίσκονται σε παπύρους του 2ου αι. π.Χ. Το πολυτονικό σύστημα, δηλαδή τα τρία τονικά σημάδια (βαρεία, οξεία, περισπωμένη), τα δύο πνεύματα (δασεία, ψιλή) και η υπογεγραμμένη επινοήθηκαν από τον Αριστοφάνη το Βυζάντιο γύρω στα 200 π.Χ. Σκοπός του ήταν να βοηθήσει τους ξένους μελετητές της αρχαίας ελληνικής γλώσσας να τη διαβάζουν και να την προφέρουν σωστά. Η αρχαία ελληνική προφορά ήταν μουσική και τονική, δηλαδή τα φωνήεντα προφέρονταν πολύ διαφορετικά απ’ ότι προφέρονται στη γλώσσα μας.
Ιωάννης Κακριδής (1901 -1992) |
Αργότερα η εξάπλωση του Χριστιανισμού συνδέθηκε με την ελληνική γλώσσα με τη μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης στα ελληνικά, τις επιστολές Αποστόλου Παύλου και τα άλλα χριστιανικά κείμενα, που γράφτηκαν στην ελληνική γλώσσα. Όταν ο Χριστιανισμός διαδόθηκε στη Δύση, η ελληνική γλώσσα έμεινε συνυφασμένη με το πολυτονικό σύστημα. Οι βυζαντινοί μελετητές, γύρω στα 800-850 μ.Χ, όταν και γενικεύτηκε η χρήση των πεζών γραμμάτων (μικρογράμματη γραφή), θεώρησαν καλό να χρησιμοποιήσουν το τονικό σύστημα του Αριστοφάνη του Βυζάντιου, το οποίο όμως δεν είχε πρακτική σημασία για τα βυζαντινά και νέα ελληνικά.
Οι Νεοέλληνες κληρονόμησαν το πολυτονικό σύστημα από τους Βυζαντινούς και για πολλά χρόνια, αρκετοί θεωρούν ότι η χρήση του όχι μόνο είναι επιβεβλημένη για τη σωστή γραφή της ελληνικής γλώσσας, αλλά και θέμα εθνικό και γοήτρου, αγνοώντας ή αποκρύπτοντας το γεγονός ότι όχι μόνο είναι περιττό, αλλά και δαπανηρό για την απόδοση της νέας ελληνικής γλώσσας. Πρώτες σκέψεις για κατάργησή του άρχισαν από την εποχή της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού, αλλά δεν επικράτησαν μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα, οπότε προστέθηκε και άλλο μείζον θέμα, η κατάργηση της καθαρεύουσας και η υιοθέτηση της δημοτικής. Ο 20ος αιώνας μπήκε με τη διαμάχη για το «Γλωσσικό ζήτημα» σε έξαρση, με σφοδρές αντιπαραθέσεις μεταξύ “καθαρευουσιάνων” και “δημοτικιστών”, που σήμερα μοιάζουν απίστευτες.
Το Νοέμβριο του 1901 ξεσπούν τα Ευαγγελικά: Ο Αλέξανδρος Πάλλης αρχίζει να δημοσιεύει σε συνέχειες στην εφημερίδα Ακρόπολη τη μετάφραση των Ευαγγελίων στη δημοτική. Εκστρατεία του Τύπου, καθηγητών του πανεπιστημίου με επικεφαλής το Μιστριώτη και δυνάμεων της Εκκλησίας ξεσηκώνουν φοιτητές και «λαϊκές μάζες», που ζητούν ν’ απαγορευτεί η δημοσίευση και να αφοριστούν οι υπαίτιοι. Δεκαήμερες ταραχές και αιματηρές συγκρούσεις με το στρατό αφήνουν 11 νεκρούς, οδηγούν σε παραίτηση της κυβέρνησης Θεοτόκη και παύση του μητροπολίτη Προκοπίου, ο οποίος είχε ταχθεί υπέρ της μεταγλώττισης. Σε συλλαλητήριο στους στύλους του Ολυμπίου Διός καίγονται αντίτυπα με τη μετάφραση των Ευαγγελίων.
Το Νοέμβριο του 1903 έχουμε τα Ορεστειακά: Στο Βασιλικό Θέατρο παίζεται η Ορέστεια, σε μετάφραση του Γ. Σωτηριάδη, σε γλώσσα η οποία πλησιάζει προς τη δημοτική. Ο Μιστριώτης και πάλι, που επιμένει πως η διδασκαλία του αρχαίου δράματος πρέπει να γίνεται στη γλώσσα του πρωτοτύπου, υποκινεί ταραχές. Γίνεται συλλαλητήριο με αίτημα να ματαιωθεί η παράσταση και σε συμπλοκή με το στρατό 3 πολίτες πέφτουν νεκροί και 7 τραυματίζονται.
Ο 19ος αιώνας είναι, ως προς το ζήτημα της “ορθής” για την εκπαίδευση γλώσσας, ο αιώνας των αρχαϊστών και της αττικίζουσας. Προς το τέλος του αιώνα αυτού επικρατεί η λύση της καθαρεύουσας, οπότε η σφοδρή γλωσσική διαμάχη που ξεσπά διεξάγεται, για πολλές δεκαετίες, στον 20ο αιώνα πλέον, μεταξύ των “καθαρευουσιάνων” και των “δημοτικιστών”, παρότι ο λαός μας μιλάει τη «δική» του γλώσσα, τη δημοτική με τις διάφορες εκφάνσεις της, και ο εθνικός μας ποιητής, ο Διονύσιος Σολωμός, μιλάει και γράφει στη γλώσσα του λαού.
Το 1931 ο τότε υπουργός Παιδείας Γεώργιος Παπανδρέου απευθύνθηκε στις Φιλοσοφικές Σχολές της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης και στην Ακαδημία Αθηνών και τους ζήτησε να υποβάλουν κάποιες προτάσεις για τη μεταρρύθμιση του ορθογραφικού και του τονικού συστήματος. Ωστόσο καμία από τις προτάσεις αυτές δεν υπερίσχυσε, ώστε να κατατεθεί στο υπουργείο Παιδείας και να αποτελέσει την αφετηρία για τη μεταρρύθμιση.
Το 1938 ο δικτάτορας Ιωάννης Μεταξάς συγκροτεί μια επιτροπή, με επικεφαλής το γλωσσολόγο Μανόλη Τριανταφυλλίδη, με σκοπό να συντάξει τη γραμματική της δημοτικής. Η επιτροπή προτείνει και την απλοποίηση του τονικού συστήματος, την αντικατάσταση δηλαδή του τόνου με ένα σημάδι και την κατάργηση των πνευμάτων. Ο Μεταξάς απορρίπτει την πρόταση με το αιτιολογικό ότι οι θέσεις των μελών της επιτροπής έρχονταν σε αντίθεση με τις θέσεις του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου.
Την ίδια εποχή ο καθηγητής Ιωάννης Κακριδής έκανε δυο ομιλίες για την «ελληνική κλασική παιδεία» και το 1939 τις εκδίδει σε ένα τεύχος, ένα βιβλιαράκι 24 σελίδων με τίτλο «ελληνική κλασική παιδεία». Στη 2η ανατύπωση αυτού του τεύχους ο καθηγητής κατάργησε τον περιττό φόρτο πνευμάτων και τόνων, δηλαδή απλοποίησε μονάχα ως προς τους τόνους την ελληνική γραφή. Η καινοτομία του Ιωάννη Κακριδή ήταν τελείως ανώδυνη, αφού διατήρησε όλη την ιστορική ορθογραφία της ελληνικής γλώσσας, ακόμα και την «οξεία» στις δισύλλαβες και πολυσύλλαβες λέξεις. Αν καταργούσε την ιστορική ορθογραφία και καθιέρωνε τη φωνητική, τότε ασφαλώς η καινοτομία του θα ήταν ριζική.
Ιωάννης Κακριδής, καθ. Φιλοσοφικής Σχολής (11/2/33 έως 26/3/68) |
Να θυμηθούμε επιπλέον ότι το Σεπτέμβρη του 1941 ιδρύεται το ΕΑΜ, που οργανώνει και καθοδηγεί μαζί με τον ΕΛΑΣ την αντίσταση του ελληνικού λαού. Ένα από τα πρώτα ζητήματα που αντιμετώπισε ήταν η μόρφωση των παιδιών του λαού και εκπόνησε το Σχέδιο Λαϊκής Παιδείας, με το οποίο προβλεπόταν και η λύση του γλωσσικού ζητήματος. Οι συζητήσεις για τη γλώσσα εκείνη την ώρα γίνονταν με την προοπτική μιας γενικότερης αλλαγής στην απελευθερωμένη Ελλάδα, όπου θα λυνόταν και το γλωσσικό ζήτημα. Είχαν έντονο αντιστασιακό χαρακτήρα και δεν περιορίζονταν στη γλώσσα. Στην απελευθερωμένη Ελλάδα έπρεπε να λυθούν και μια σειρά άλλα πνευματικά και καλλιτεχνικά προβλήματα. Τα πνευματικά θέματα που προβλήθηκαν και συζητήθηκαν ήταν η Λαϊκή Μόρφωση, η μελέτη και αξιοποίηση της Λαϊκής Τέχνης και του Λαϊκού Θεάτρου, η μελέτη και αξιοποίηση των λαϊκών διοικητικών θεσμών (Κοινότητα) κ.ά. Η συζήτηση και η αντιδικία, που άρχισε με τη «Δίκη των τόνων», ήταν μια αντιδικία ανάμεσα σε δυο κόσμους και φούντωσε με την έκδοση από τον Οργανισμό Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων της Νεοελληνικής Γραμματικής της Δημοτικής Γλώσσας του Μανόλη Τριανταφυλλίδη στις αρχές του 1942.
Το χειμώνα, λοιπόν, του 1941-1942 και ενώ η χώρα βρισκόταν υπό φασιστική κατοχή και τα πτώματα από την πείνα γέμιζαν τους δρόμους της Αθήνας, οι καθηγητές της Φιλοσοφικής Σχολής πάσχιζαν να σώσουν το έθνος από το μονοτονικό σύστημα, που με «εγκληματικόν απέναντι του έθνους χαρακτήρα» χρησιμοποίησε ο καθηγητής Ι. Κακριδής στο βιβλίο του «Ελληνική Κλασική Παιδεία» από το Νοέμβριο του 1939! Η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών θυμήθηκε τότε πως από την κατάργηση των τόνων «κινδυνεύουν τα πάτρια» και το Πειθαρχικό Συμβούλιο κάλεσε τον Ι. Κακριδή σε απολογία. Οι γλωσσαμύντορες με επικεφαλής το Ν. Εξαρχόπουλο οχυρωμένοι πίσω από την κατοχική κυβέρνηση βρήκαν την ευκαιρία να υπερασπιστούν… δασείες και περισπωμένες. Ήδη από τα Ευαγγελικά κατηγορούσαν τους δημοτικιστές ως στρεβλωτές της εθνικής γλώσσας, προδότες που παραχωρούν τη χώρα στο σλαβισμό, ανατροπείς της κοινωνίας και υπονομευτές του εθνικού φρονήματος.
Η ενέργεια αυτή μετέθετε το ζήτημα του εθνικού κινδύνου από τους κατακτητές και συνεργάτες τους στον καθηγητή Ι. Κακριδή, που έκανε μια αναγεννητική προσπάθεια, και ξεσήκωσε την οργή και την αγανάκτηση όλων των πνευματικών ανθρώπων. Ήταν μια «πατριωτική» ενέργεια, που ο Μ. Τριανταφυλλίδης χαρακτήρισε «πατριωτισμό της περισπωμένης». «Η Δίκη των Τόνων», που έγινε στο όνομα της «γλωσσικής ενότητας της ελληνικής φυλής», ξεκίνησε τον Νοέμβριο του 1941 και ολοκληρώθηκε τον Αύγουστο του 1942. Ο Ιωάννης Κακριδής έπεσε στα μαλακά, με ποινή δύο μήνες προσωρινή απόλυση από τη Φιλοσοφική Σχολή.
Ο Δελμούζος (στη μέση) μαζί με τους Σκληρό και Τριανταφυλλίδη στην Ιένα της Γερμανίας, 1907 |
Πολλοί εκπρόσωποι του πνευματικού κόσμου στάθηκαν στο πλευρό του Ιωάννη Κακριδή και υποστήριζαν ότι, αν στην πράξη ο Κακριδής είναι ο πρώτος καθηγητής πανεπιστημίου που εφαρμόζει «άτονη» και «απνευμάτιστη» ορθογραφία στα βιβλία του, δεν είναι και ο πρώτος που την κήρυξε θεωρητικά. Πριν απ’ αυτόν κορυφαίοι φιλόλογοι, παιδαγωγοί και γλωσσολόγοι, όπως ο Χατζιδάκις, ο Τσούντας, ο Σωτηριάδης, ο Παπασωτηρίου, ο Τζάρτζανος, ο Τριανταφυλλίδης, αλλά και πνευματικοί άνθρωποι, όπως ο Βηλαράς, ο Ελισαίος Γιαννίδης, ο Καζαντζάκης κ.α., είχαν ταχθεί υπέρ της κατάργησης των τόνων και των πνευμάτων. Ο Βηλαράς μάλιστα υπήρξε ο πιο ριζοσπαστικός, γιατί μαζί με τους τόνους και τα πνεύματα έκανε και την πρώτη απόπειρα να εφαρμόσει τη φωνητική ορθογραφία. Επομένως, όποιος κατηγορούσε τον Κακριδή, για να ’ναι συνεπής και δίκαιος, θα έπρεπε να κατηγορήσει πρώτα τους ηθικούς αυτουργούς της «καινοτομίας».
Ο Κ. Βάρναλης μάλιστα γράφει σε χρονογράφημά του με τον τίτλο «Ορθογραφομαχία»: «Δεν υπάρχει σχεδόν άνθρωπος που να μην έγινε σοβαρός με τις σημερινές συνθήκες της ζωής και δεν υπάρχει επίσης άνθρωπος που να συγχύζει τα ζωτικά προβλήματα με τις μπαγκατέλες. Κι όμως, η φιλοσοφική σχολή του αθηναϊκού Πανεπιστημίου θυμήθηκε τα δημοκοπικά κλέη της μιστριωτικής εποχής και εξεστράτευσε εναντίον του κ. Ι. Κακριδή, επειδή ο κ. καθηγητής εφόνευσε ασπλάχνως τους τόνους και τα πνεύματα της ελληνικής γραφής…».
Ήταν λυπηρό, όταν τόσοι σοφοί και τόσοι μεγάλοι δημιουργοί προσπαθούσαν ν’ απλουστεύσουν το πρόβλημα της ελληνικής γραφής, να υπάρχουν άλλοι που αισθάνονταν ως «ανώτερο καθήκον» την προσπάθεια να εμποδίσουν και την πιο αθώα προοδευτική ορμή. Παράλληλα μάλιστα με τη διατήρηση των τόνων, υποστήριζαν την κυριαρχία και τη βίαιη επιβολή της καθαρεύουσας. Η απρόσιτη και για πολλούς εντελώς ακατάληπτη γλώσσα είχε επιβληθεί ως γλώσσα της εξουσίας, του Τύπου και των σχολικών βιβλίων, με αποτέλεσμα να χρειάζεται μεταφραστής για ένα τρέχον υπηρεσιακό κείμενο και στους διαδρόμους των δημόσιων υπηρεσιών να είναι εγκατεστημένος ειδικός «σκιτσογράφος» μέχρι τη δεκαετία του 1970!
Ο αγώνας όμως για την επικράτηση της δημοτικής υπήρξε συνεχής. Ώσπου το 1976 αναγνωρίστηκε πλέον επισήμως από την κυβέρνηση Καραμανλή με υπουργό παιδείας τον Γ. Ράλλη, και έκτοτε διδάσκεται σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Μετά την καθιέρωση της δημοτικής η αντιπαράθεση περιορίστηκε μεταξύ των υπερασπιστών του «πολυτονικού» κι αυτών του «μονοτονικού». Ώσπου το 1982, από την κυβέρνηση Α. Παπανδρέου με υπουργό παιδείας το Λευτέρη Βερυβάκη, λύνεται κι αυτή η διαμάχη με την επίσημη καθιέρωση του “μονοτονικού”.
Μεγάλη μερίδα των πνευματικών ανθρώπων, ποιητών, συγγραφέων, εκδοτών κ.α. επιμένουν και σήμερα στην ιστορική ορθογραφία και στη διατήρηση του πολυτονικού συστήματος, προκειμένου να μη διασπαστεί η εικόνα της γλωσσικής μας συνέχειας. Ίσως η διατύπωση ενός όχι φανατικού δημοτικιστή, του ακαδημαϊκού Πέτρου Χάρη, πως «γύρω από τη μονοτονική γραφή κονταροχτυπιούνται δύο κόσμοι ξένοι μεταξύ τους, οι Έλληνες που θέλουν να φαίνονται Έλληνες και οι Έλληνες που θέλουν να είναι Έλληνες», να αναδεικνύει το γεγονός ότι αυτό που εμφανίζεται ως κρίση της ορθογραφίας είναι στην πραγματικότητα κρίση της κοινωνίας.
Η «Δίκη των τόνων» είναι από εκείνα τα γεγονότα της ιστορίας του γλωσσικού ζητήματος, που πρέπει να έχουμε υπόψη, για να μπορούμε να καταλάβουμε και να εκτιμήσουμε τις συζητήσεις, που γίνονται και σήμερα γύρω από τη γλώσσα. Το βιβλίο «Η δίκη των τόνων» (Βιβλιοπωλείο της Εστίας, αʹ έκδοση 1943, βʹ έκδοση 1998) περιέχει τα πρακτικά των συνεδριάσεων της Φιλοσοφικής Σχολής, όπου έγιναν οι πρώτες επιθέσεις κατά του Κακριδή, τη δικογραφία, τις καταθέσεις των μαρτύρων, και τις επιστολές συμπαράστασης, που έγραψαν διάφοροι διανοούμενοι της εποχής.
Όσο για το Γιάννη Κακριδή, το μεγάλο φιλόλογο και δάσκαλο, για τον οποίο ο Albin Lesky έχει πει ότι «δε νοείται ευρωπαϊκή φιλολογία τον 20ο αιώνα χωρίς το Γιάννη Κακριδή», ισχύει μια πικρή, αλλά ιστορική αλήθεια: Όλους τους πρωτοπόρους αργούν να τους καταλάβουν οι άνθρωποι της εποχής τους. Η αναγνώριση γι’ αυτούς έρχεται με μεγάλη καθυστέρηση, πολλές φορές και μετά το θάνατό τους!
…………………………….
*Ο Αλέξης Τότσικας είναι Φιλόλογος και Συγγραφέας
ΠΗΓΗ: Αργολική Αρχειακή Βιβλιοθήκη Ιστορίας & Πολιτισμού
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου