Η πολιτική ψευδολογία
του Μάριου Πλωρίτη*
Πριν έξι μήνες (4.5.97), είχα δημοσιεύσει εδώ το γράμμα ενός αναγνώστη, τιτλοφορώντας το «Ψεύδους εγκώμιον». Οπως θα θυμούνται οι «πιστοί» αυτής της σελίδας, ο επιστολογράφος υπερασπιζόταν (χιουμοριστικά) το ψέμα, αναφέροντας τις περγαμηνές του και τις «ευεργετικές» ιδιότητές του, με συνηγόρους του πολλούς μεγάλους διανοητές, πολιτικούς κλπ., ανά τους αιώνες.
Δεν είχε, όμως, υπόψη του ένα σημαντικό σχετικό κείμενο. Δεν το είχα ούτ’ εγώ, άλλωστε, μ’ όλο που κυκλοφόρησε εδώ, πριν τέσσερα χρόνια, με τον τίτλο Η τέχνη της πολιτικής ψευδολογίας[1]. Το κείμενο αυτό είχε αποδοθεί στον κορυφαίο ιρλανδό σατιρικό Jonathan Swift (1667-1745), τον δημιουργό των πασίγνωστων Ταξιδιών του Γκάλλιβερ. Ο πραγματικός συγγραφέας του, όμως είναι ο συνομήλικος και φίλος του, σατιρικός επίσης αλλά σκωτσέζος, αυτός John Arbuthnot (1667-1735), ο πατέρας του John Bull, που έγινε το σύμβολο του εγγλέζικου χαρακτήρα[2].
Σε μιαν εποχή, όπου κατακλυζόμαστε και καρατρυχόμαστε από πολιτικά (και όχι μόνο) ψέματα, ημεδαπά και αλλοδαπά, η πραγματεία τούτη του 1712 είναι τόσο «διδακτική» όσο και απολαυστική. Αξίζει, λοιπόν, να εντρυφήσουμε σ’ αυτήν.
Το σατιρικό φυλλάδιο αρχίζει με τι άλλο; μ’ ένα ψέμα. Παρουσιάζεται σαν αγγελία για προεγγραφές συνδρομητών μιας «παραδοξότατης πραγματείας, τιτλοφορούμενης Ψευδολογία πολιτική (ελληνικά στο πρωτότυπο) ή Η τέχνη του πολιτικού ψεύδους». Μόνο που το προαγγελλόμενο (δίτομο, μάλιστα) βιβλίο δεν είδε ποτέ το φως. Ευτυχώς, μένει η περιγραφή του απ’ την «αγγελία», αρκετά διεξοδική, ώστε να δίνει επαρκή εικόνα των «θέσεών» του.
Εν αρχή, λοιπόν, ο ορισμός: «Πολιτική ψευδολογία λέει ο συγγραφέας είναι η Τέχνη να πείθεις το λαό, η τέχνη να του υποβάλλεις σωτήρια ψεύδη με καλό σκοπό». Δεν πρωτοτυπεί, βέβαια, ο Αρμπαθνοτ. Το είχε προλάβει, 21 αιώνες πριν, ο Πλάτων, λέγοντας: «Μόνο στους άρχοντες της πολιτείας ανήκει το δικαίωμα να μεταχειρίζονται το ψέμα για να γελάσουν ή εχθρούς ή πολίτες για το καλό της πολιτείας». («Τοις άρχουσιν δη της πόλεως, είπερ και τισίν άλλοις, προσήκει ψεύδεσθαι ή πολεμίων ή πολιτικών ένεκα επ’ ωφελεία της πόλεως»[3]).
Ο Πλάτων σοβαρολογούσε, ο Αρμπαθνοτ ειρωνεύεται ¬ και μάλλον έχει αυτός δίκιο, αφού ξέρουμε πως τα πολιτικά ψεύδη δεν είναι «σωτήρια» παρά μόνο για τους ψευδολόγους.
Σχολιάζοντας, άλλωστε, το ζήτημα «αν η κυβέρνηση έχει το αποκλειστικό δικαίωμα να χαλκεύει πολιτικά ψεύδη», ο συγγραφέας διαφωνεί με τον Πλάτωνα. Ξεκινώντας απ’ την περίπτωση της πατρίδας του, λέει ότι «εφόσον η κυβέρνηση της Αγγλίας έχει κάποια στοιχεία δημοκρατίας, το δικαίωμα της επινόησης πολιτικών ψευδών ανήκει κατά ένα μέρος και στο λαό που, τελευταίως, διακρίνεται για την επίμονη προσήλωσή του στο δίκαιο αυτό προνόμιο, από το οποίο δεν θα δεχόταν ποτέ να απογυμνωθεί». Και προσθέτει: «Οπως οι υπουργοί μεταχειρίζονται καμιά φορά («καμιά φορά»;) το μέσο αυτό για να διασφαλίσουν το κύρος τους, έτσι και ο λαός είναι εύλογο να χρησιμοποιεί τα ίδια όπλα για να τους πλήξει και για να υπερασπισθεί τον εαυτό του».
Κι εδώ, ωστόσο, είχαν προτρέξει οι πρόγονοί μας. Οπως ο Ισοκράτης λ.χ., που έγραφε στον βασιλιά της Σαλαμίνας της Κύπρου, Νικοκλέα: «Το ήθος των πολιτών γίνεται όμοιο με το ήθος των αρχόντων» («Το της πόλεως όλης ήθος ομοιούται τοις άρχουσι»[4]). Διδάσκαλοι ήθους, βέβαια, οι «άρχοντες» και, συνηθέστατα, διδάσκαλοι ανηθικότητας και απάτης…
Με αγγλοσαξωνική μεθοδικότητα, η πραγματεία κατατάσσει τα πολιτικά ψεύδη σε τρία είδη;
Το προσθετικό ψέμα, που «αποδίδει σε μια σπουδαία προσωπικότητα περισσότερες αρετές απ’ όσες διαθέτει, με σκοπό να τη θέσει στην υπηρεσία κάποιου καλού σκοπού ή κάποιου συγκεκριμένου σχεδίου». Ανέκαθεν, το λιβανίζειν και αυτολιβανίζεσθαι εστί φιλοσοφείν. Και όσο για «καλούς σκοπούς και σχέδια», ξέρουμε άριστα ποιο είναι το πραγματικό απόβαρό τους…
Το δυσφημιστικό ψέμα, το ψέμα της κακολογίας, των ύβρεων, της συκοφαντίας, που «απογυμνώνει έναν μεγάλο άνδρα από την υπόληψη που δίκαια έχει κατακτήσει, από φόβο μήπως τη χρησιμοποιήσει επί ζημία του δημοσίου». Νυν και αεί ο υπέρ παντός δημοσίου αγών του κίτρινου Τύπου και του κίτρινου λόγου…
Το διαβιβαστικό ψέμα, που «μεταφέρει την τιμή μιας καλής πράξης ενός ανθρώπου σε κάποιον άλλον, που έχει αφ’ εαυτού ανώτερες ικανότητες και αξία πολύ μεγαλύτερη από αυτή που του αποδίδεται· ή είναι εκείνο με το οποίο αφαιρείται η απαξία μιας κακής πράξης από αυτόν που την έχει διαπράξει, για να μεταφερθεί σ’ έναν άνθρωπο που αφ’ εαυτού έχει πολύ μικρότερη αξία». Δίνοντας, μάλιστα, παραδείγματα για το είδος αυτό, καταλήγει στο τόσο επίκαιρο: «Η σωτηρία, η αποκατάσταση και η καταστροφή της δημοκρατίας μπορούν να αποδοθούν σε πρόσωπα που δεν έχουν λάβει καθόλου μέρος και δεν έχουν συμβάλει σ’ αυτά με κανέναν τρόπο». Οσο γι’ αυτό, πόσες δάφνες «ηρώων» δεν θα είχαν σωστότερα θέση σ’ ένα στιφάδο!..
Ακολουθούν μερικές οδηγίες προς τους ναυτιλλομένους στη βουρκοθάλασσα του πολιτικού ψεύδους.
Σχετικά με το προσθετικό ψέμα, ο συγγραφέας συμβουλεύει: «Οταν αποδίδεται σε κάποιον κάτι που δεν του ανήκει, πρέπει το ψέμα να διαμορφώνεται έτσι ώστε να μην είναι εκ διαμέτρου αντίθετο με τις γνωστές ιδιότητες του προσώπου». Να μην προβάλλεται λ.χ. ένας ονομαστός τσιγγούνης σαν γενναιόδωρος, ένας διαβόητος καταχραστής σαν βράχος τιμιότητας, ένας βραδύγλωσσος σαν ρήτορας, και πάει λέγοντας.
Το ίδιο και για το δυσφημιστικό ψέμα, συνιστά «να μην επινοούνται ψέματα εκ διαμέτρου αντίθετα προς τις ιδιότητες των προσώπων που πρόκειται να δυσφημισθούν». Δεν πείθετε κανέναν αν πείτε για έναν πασίγνωστα έντιμο άρχοντα πως διασπαθίζει τους πόρους του κράτους ή για έναν πολιτικό αδιάβλητης ηθικής πως παίρνει μέρος σε όργια ή «για έναν υπουργό ειλικρινή και μεγαλόψυχο, του οποίου η ευθύτητα είναι γνωστή, ότι έχει συμμετάσχει σε μια συνωμοσία για να προδώσει την πατρίδα του· αλλά μπορείτε να ισχυριστείτε, κι αυτό με επιφύλαξη, ότι έχει κάποια ύποπτη σχέση με μια κυρία». Τι βολικές που είναι αυτές οι κυρίες των μεγάλων ή μικρομεσαίων ανδρών ¬ όταν δεν είναι υπερβολικές σε φιλοδοξίες και παρεμβάσεις…
Οπως παρατηρεί ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Νότιας Καλιφόρνιας, Jean-Jacques Courtine που προλογίζει την έκδοση, σε όλες τις περιπτώσεις ψέματος δεν πρέπει να ξεχνιέται ένας χρυσός κανόνας: η αληθοφάνεια. Θανάσιμο λάθος είναι η υπερβολή, «αυτός ο εξευτελισμός της υπόληψης, που αποκαλύπτει τη χαμηλή νοημοσύνη και το κακό γούστο του ανθρώπου που μιλάει», κατά τον ισπανό μοραλίστα Gracian. Το «μηδέν άγαν» αποτελεί, κι εδώ, πολύτιμη πυξίδα, αφού κατά την παροιμία μας «το πολύ περίσσιο χαλά το ίσιο». Αλλά και το στραβό…
Με το ίδιο πνεύμα μιλάει ο συγγραφέας για το θαυμαστό, αυτό που «υπερβαίνει τον συνήθη βαθμό αληθοφάνειας». Και το διακρίνει σε δύο είδη:
Το φοβερόν (ελληνικά στο πρωτότυπο), το ψέμα «που χρησιμεύει για να σπέρνει τρόμο και να εμπνέει φρίκη». Και συμβουλεύει: «Δεν πρέπει να παρουσιάζονται πολύ συχνά στο λαό τρομακτικά πράγματα, διότι υπάρχει φόβος να του γίνουν οικεία και να τα συνηθίσει». Εχει και η κινδυνολογία τα όριά της…
Το δομοειδές (ελληνικά πάλι[5]), που «εμψυχώνει κι ενθαρρύνει το λαό». Κι αυτά τα ψέματα «δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα συνήθη όρια της αληθοφάνειας· πρέπει να είναι ποικίλα· δεν πρέπει ποτέ να επιμένεις πεισματικά σε ένα και το αυτό ψέμα». Κι όσο για τα ψέματα που περιέχουν υποσχέσεις ή προγνώσεις, «δεν θα ήταν φρόνιμο να κάνεις βραχυπρόθεσμες προφητείες· υπάρχει κίνδυνος να εκτεθείς σε ντροπή και σύγχυση, αφού σύντομα θα μπορούσε να διαψευσθείς και να ενοχοποιηθείς για απάτη».
Οι αρχαίοι Αιγύπτιοι είχαν τον θεό Φθα (αντίστοιχο του Ηφαιστου), που, όμως, οι μονοθεϊστές τον θεωρούσαν «βδέλυγμα». Τον αείμνηστο τον έχει από καιρό αντικαταστήσει ο πολύ μεγαλύτερος θεός «θα» των άμετρων υποσχέσεων, που όχι μόνο δεν τον βδελύσσονται αλλά τον λατρεύουν οι μονοθεϊστές, πολυθεϊστές και αθεόφοβοι πολιτικοί.
Για την αποτελεσματικότερη καλλιέργεια του μπαξέ της ψευδολογίας, η πραγματεία προτείνει να ενωθούν σ’ ένα σώμα πολλές μικρές εταιρείες ψευδολόγων. Η μεγάλη αυτή Εταιρεία θα πρέπει να συγκροτηθεί από τους αρχηγούς των κομμάτων, και «κανένα ψέμα δεν θα επιτρέπεται να κυκλοφορεί χωρίς την έγκρισή τους, αφού αυτοί είναι οι πλέον αρμόδιοι να κρίνουν τι συμφέρει σε κάθε συγκυρία… Αυτοί θα ελέγχουν το εύλογον και το πρέπον (ελληνικά, και πάλι, στο πρωτότυπο), δηλαδή την καταλληλότητα, την πιθανότητα, την αληθοφάνεια» των κάλπικων μονέδων της. Σκοπός της Εταιρείας θα είναι να επινοεί ένα ψέμα την ημέρα ή και δύο. Και να μιμείται τους άγγλους Ουίγους (Whigs), που διαπρέπουν στη χρήση δοκιμαστικών ψευδών. Το είδος αυτό «είναι σαν την πρώτη γόμωση που τοποθετείται δοκιμαστικά σε ένα κανόνι· είναι ένα ψέμα που εξαπολύεται μια ορισμένη στιγμή, για να καταμετρηθεί η ευπιστία εκείνων στους οποίους πλασάρεται». Κι αν βλέπουμε δα στην εποχή μας, τέτοιους «δοκιμαστικούς σωλήνες», έντυπους, προφορικούς, ηλεκτρονικούς!
Θαυμάζει, έπειτα, ο συγγραφέας την απίστευτη ταχύτητα με την οποία κυκλοφορούν τα ψέματα. «Είναι αδύνατον να εξηγήσεις αυτό το φαινόμενο, χωρίς να συνυπολογίσεις τον Συγχρονισμό και τον Συνδυασμό, δηλαδή χωρίς να λάβεις υπ’ όψιν ότι πολλά πρόσωπα, που, σαν να λέμε, συναντήθηκαν κάποια στιγμή, έχουν πλασάρει το ίδιο ψέμα σε διάφορα μέρη».
Οσο για την αντοχή των ψευδών, η πραγματεία τα διακρίνει σε «ωριαία, ημερήσια, ετήσια και αιώνια». Οι μεγάλοι Μάστορες της ψευδολογίας «ξέρουν να υπολογίζουν με τόσο μεγάλη προσέγγιση την αντοχή ενός ψέματος, ώστε αυτό να επιζεί και να συντηρείται ακριβώς όσο είχαν την πρόθεση να το κάμουν να διαρκέσει, και δεν διαρκεί πιο πολύ από όσο χρειάζεται για να φέρει το ποθούμενο αποτέλεσμα».
Τέλος, το πρόβλημα της ανασκευής και κατάρριψης ενός ψέματος. Γι’ αυτό, μια συνταγή υπάρχει: «το πιο κατάλληλο και αποτελεσματικό μέσο για να καταρρίψεις ένα ψέμα, είναι να το αντικρούσεις μ’ ένα άλλο ψέμα». Ακριβώς όπως «πάσσαλος πασσάλων εκκρούεται», κατά την αρχαία παροιμία: «έναν πάσσαλο τον ξερριζώνεις χτυπώντας τον μ’ έναν άλλο πάσσαλο». Ο κίνδυνος είναι να επιζήσουν και να ριζώσουν και οι δυο, εις βάρος μας…
Ηψευδολογία που σάρκαζε ο Αρμπαθνοτ, έχει φτουρήσει και καρπίσει αξιοθαύμαστα στην εποχή μας. Παραστατική εικόνα αυτής της ανθοφορίας έδινε ο Τζωρτζ Οργουελ, πριν μισόν κιόλας αιώνα:
«Ανυπεράσπιστα χωριά να υφίστανται βομβαρδισμούς, οι κάτοικοί τους να σκορπίζουν στην ύπαιθρο, τα ζώα να πυροβολούνται, οι καλύβες να παραδίδονται στις φλόγες: ιδού τι ονομάζουν ειρήνευση. Εκατομμύρια χωρικοί να απογυμνώνονται από τη γη τους και να πετάγονται στους δρόμους, παίρνοντας μαζί τους μόνο ό,τι μπορούν να κουβαλήσουν στην πλάτη τους: ιδού τι ονομάζουν μεταφορά του πληθυσμού ή διευθέτηση των συνόρων. Ανθρωποι να φυλακίζονται για χρόνια χωρίς δίκη ή να δέχονται μια σφαίρα στην πλάτη ή να στέλνονται για να πεθάνουν στα αρκτικά κάτεργα: ιδού τι ονομάζουν εξάλειψη των ύποπτων στοιχείων… »[6].
Τι μας θυμίζουν όλα αυτά, τι μας θυμίζουν και τι δεν θυμίζουν στους άρχοντες του κόσμου μας!
…………………………………….
* Ο Μάριος Πλωρίτης (πραγματικό όνομα: Μάριος Παπαδόπουλος, 19 Ιανουαρίου 1919 – 29 Δεκεμβρίου 2006) ήταν δημοσιογράφος-επιφυλλιδογράφος, κριτικός, μεταφραστής, λογοτέχνης, και θεατρικός σκηνοθέτης. Το άρθρο του δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ στις 2 Νοεμβρίου 1997.
.............................
1. Η τέχνη της πολιτικής ψευδολογίας. Εισαγωγή Jean-Jacques Courtine. Μετάφρ. Αλόης Σιδέρη. Αγρα, 1995. – 2. The History of John Bull, 1712. – 3. Πολιτεία, Γ, 389Β. Μετάφρ. Ι. Ν. Γρυπάρη. – 4. Προς Νικοκλέα, 31.- 5. Οπως σημειώνει η μεταφράστρια, η (ανύπαρκτη στα αρχαία ελληνικά) λέξη «δομοειδές», μάλλον έχει πλαστεί από το δόμος, δόμα (ή δώμα) + είδος, και εννοιολογικά συγγενεύει με το εποικοδομητικό. – 6. Politics and the English Language, 1950. Το παραθέτει ο Courtine στην εισαγωγή του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου