ΑΦΑΝΕΙΑΣ ΕΓΚΩΜΙΟΝ
του Φώτη Κόντογλου*Πόσο καλή και ξεκουραστική είναι η αφάνεια, να ζει κανένας χωρίς να το ξέρουνε οι πολλοί άνθρωποι. Κι τι κουραστικό είναι το να’ ναι κανένας φημισμένος ανάμεσα στους ανθρώπους. Καλότυχος ο άνθρωπος που δεν ένιωσε τη δίψα της δόξας. Όποιος έχει τη δίψα αυτή είναι σαν τον διψασμένο στρατοκόπο, που βλέπει μέσα στην έρημο κάποια πηγή με νερό, αλλά που δεν είναι αληθινή, αλλά ψεύτικο ξεγέλασμα των ματιών του. Όποιος αγαπά τη δόξα κυνηγά ίσκιους και του απομένει μονάχα η κούραση και η ταραχή.
Ο Σολομώντας που δοκίμασε κάθε δόξα και πνευματική ευτυχία είπε «Ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης». Και μολαταύτα οι πολλοί άνθρωποι θέλουνε να μαθευτούνε από τους άλλους, να ξακουστούνε στον κόσμο και για να το πετύχουνε είναι ικανοί να κάνουνε τα πάντα, αδιάφορο καλά ή κακά. Πηγαίνουνε και πέφτουνε σε κάθε λογής κινδύνους για να μαθευτεί τ’ όνομά τους.. Κι ενώ ζούνε ευχάριστα χάνουνε τη ησυχία τους για να δοξαστούνε. Καλά έγραφε απάνω στον τάφο του Δον Κιχώτη ο φοιτητής Καρράσος:
«Ενταύθα κείται ήρως μεγάφρων και προσηνής. Μη παρωδείται τούτου την φύσιν σκώψη κανείς. Εάν δεν ήτο ο χαριέστατος των τρελών θα εθρυλείτο ως τους φρονίμους υπερβάλλων». Λέγει σωστά πως ο Δον Κιχώτης ήταν ο «χαριέστατος των τρελών» δηλαδή ο πιο χαριτωμένος ανάμεσα στους τρελούς που κυνηγάνε τη δόξα. Το τι ευτυχία είναι η αφάνεια και τι δυστυχία να’ σαι φημισμένος το καταλαβαίνει κανένας σαν απογευθεί τη φήμη και δει πως είναι ένας καπνός, που ζαλίζει τον άνθρωπο κι ύστερα σκορπά και χάνεται και πως το μοναχό κέρδος είναι να μη βρίσκει ποτές ησυχία.
Γιατί όπου να πάγει, παντού τον ξέρουνε και τον δείχνουνε: «Να ο τάδε». Τι δυστυχία να’ σαι φημισμένος στρατηγός ή συγγραφέας ή τεχνίτης ή ό,τι άλλο. Να μη μπορείς να κρυφτείς. Να σε έχουνε αδιάκοπα κάτω από έναν προβολέα και να σε περιεργάζονται όλοι οι άλλοι άνθρωποι. Τι κάνεις, τι τρως, τι φοράς.. τι συλλογίζεσαι, σε κάθε στιγμή σου σε κάθε ώρα σου. Να κάθεσαι χωριστά από τους άλλους σα να ‘σαι λεπρός (με όλα τα λιβανιστήρια που σου κάνουνε), να κάθεσαι μονάχος, να περιμένουνε όλοι ν’ ανοίξεις το στόμα σου για να τους φωτίσεις. Μοναχός, ολομόναχος. Να μη περιμένεις να πάρεις τίποτα από τους άλλους, να μάθεις τίποτα από άλλον, αλλά να περιμένουν όλοι από σένα.
Τι μαρτύριο αληθινό αυτή η μοναξιά και το να μην έχεις ελπίδα να πάρεις τίποτα από κανέναν, αφού εσύ είσαι ο μέγας άνθρωπος. Να ξέρεις πως εσύ είσαι το είδωλο που προσκυνάνε οι άλλοι. Να νιώθεις κρυφά τις μιζέριες και τις αδυναμίες σου και να βλέπεις τη γύμνια των ανθρώπων. Ω τι πικρή καταδίκη για όποιον βρίσκεται μέσα στον πύργο της δόξας. Από μακριά κι απ’ έξω φαίνεται εξαίσιος μα από μέσα είναι μια φυλακή με κελιά παγωμένα. Κι εκεί μέσα περιπλανιέσαι καταμόναχος σα φάντασμα, δίχως την ευτυχία να έχεις κι άλλους φυλακωμένους μαζί σου όπως γίνεται στις άλλες φυλακές.
Ολομόναχος σα πεθαμένος μέσα στο κιβούρι σου, δοξασμένος κι αζύγωτος, είδωλο. ξόανο κατάξερο που σε στήσανε και σε προσκυνάνε. Κανένας δεν είναι κοντά σου. Η καρδιά σου ποθεί τις μικρές χαρές και τις στενοχώριες που έχουνε οι συνηθισμένοι άνθρωποι, σαν τον κατάδικο που κόβει ξύλα σε ένα παγωμένο δάσος της Σιβηρίας κι ολοένα έχει στο νου του ένα καλύβι να τρυπώσει να ζεσταθεί στο τζάκι που κάθονται και κουβεντιάζουνε φτωχοί τσομπάνηδες. Μα κι αν μετανιώσεις επειδή έχτισες με τα χέρια σου αυτό το μνημούρι και μπήκες μέσα, πάλι δεν μπορείς να βγεις έξω, να ανακατευτείς με τους άλλους ανθρώπους να ξεχαστείς, να ξεφύγεις από τον προβολές που σε κυνηγά μέρα νύχτα.
Εσύ έγινες θεός κι οι άλλοι σε προσκυνάνε σαν τους αυτοκράτορες της Ρώμης. Θέλεις να πηδήξεις κάτω από το βάθρο που σε στήσανε, βαρέθηκες να βλέπεις από ψηλά τον κόσμο, σκέβρωσες. Θέλεις να περπατήξεις μαζί με τα’ αδέρφια σου να ζεσταθείς να ξαναζωντανέψεις από βρυκόλακας που γίνηκες. Πλην δεν μπορείς. Μια που γίνηκες είδωλο είσαι καταδικασμένος να λατρεύεσαι κι ας νιώθεις πόσο πικρό είναι το να προσκυνιέσαι. Τόσο που να ποθείς να σε τσαλαπατήσουνε καλύτερα, παρά να σε προσκυνάνε. Ναι, είναι πικρό αυτό το ποτήρι, που μεθά τον άνθρωπο πριν να το πιει και που μόλις σιμώσει στα χείλια του καταλαβαίνει, αν καταλάβει, πως είναι γεμάτο ξύδι και χολή.
Τώρα πια δε σε πιστεύει κανένας πως είναι φαρμάκι στο στόμα σου. Οι λατρευτές σου γινήκανε δήμιοί σου και σου το ποτίζουνε άθελά σου, γιατί αυτοί σε ζηλεύουνε πως πίνεις εσύ μονάχα μέσα από κείνο το χρυσό ποτήρι. Τι δεν έκανες για να σε προσκυνήσει ο κόσμος… Όλα τα αψήφησες, κόπους, θάνατο, κρύο, ζέστη, θάλασσα, βουνά. Ίσως και να σκότωσες χιλιάδες ανθρώπους για τη δόξα, να απαρνήθηκες τους αγαπημένους σου, να’ κανες να κλάψουνε αθώοι άνθρωποι, αναίσθητος στον πόνο τους. Και τώρα ζητάς λίγη συμπόνια από τους ίδιους. Μα εσύ ο ίδιος καταδίκασες τον εαυτό σου κι οι άλλοι κάνουνε αυτό που πόθησες με τόση μανία.
Τώρα ποιος θα σε γλιτώσει από αυτούς; Εσύ χώρισες πια από τους ανθρώπους, είσαι ένα είδωλο, ένα χρυσό μοσχάρι. Δεν ανήκεις πια στον εαυτό σου, είσαι δικός τους. Είσαι καύχημα τους, αποθεωμένος άνθρωπος. Είσαι σύμβολο, δεν είσαι ο τάδες και ο τάδες. Θα δε γράψουνε στις ιστορίες τους, στα λεξικά. Ησυχία δε θα βρεις ούτε κι αν πεθάνεις αφού θα ζεις στο παγωμένο πάνθεο της αθανασίας. Και στη ζούγκλα της Αφρικής να τρυπώσεις και στη Σπιτσβέργη να πας δε θα γλιτώσεις, δε θα γίνεις πια ένας άνθρωπος σαν τους άλλους, όπως ήσουνα πριν φας το καταραμένο μήλο της φιλοδοξίας.
Τώρα είσαι ένα τέρας, ένα ιστορικό πρόσωπο που δεν μπορεί να κάνει τίποτα για τον εαυτό του. Ό,τι κάνεις είναι γα την ανθρωπότητα, είναι δικό της και το διαλαλεί και βουίζει ο κόσμος. Κι εσύ θέλεις ο ταλαίπωρος να κρυφτείς. Που να κρυφτείς; Όπου πας έρχεται μαζί σου η δόξα που τώρα τη βλέπεις σα στρίγγλα. Αυτή είναι η δόξα για όποιον την απογεύτηκε και κατάλαβε καλά τι έχει στον πάτο το χρυσό ποτήρι της. Και μολαταύτα όλοι μας διψούμε να πιούμε το ξύδι της και τη χολή που έχει μέσα αυτό το ποτήρι. Και καταντάμε μπαίγνια αυτής της μάγισσας και γινόμαστε για την αγάπη της σκληροί κι άκαρδοι στ’ αδέρφια μας και πολλές φορές βάζουμε τα κουφάρια τους σα σκαλοπάτια για να τη φτάξουμε.
Η φιλοδοξία και το συμφέρον είναι τα δυο σκουλήκια που βάζει ο διάβολος μέσα στη καρδιά μας να την τρώνε μέρα νύχτα. Από αυτά έρχονται στον κόσμο όλες οι δυστυχίες. Η μάνα της φιλοδοξίας είναι η περηφάνεια και από τη ίδια μάνα γεννιέται το συμφέρον.. Ο άνθρωπος είναι σα ζαλισμένος από αυτά τα δυο ποτά, μα έρχεται μια μέρα που ξεμεθά και καταλαβαίνει πως στ’ αληθινά είναι ίσκιοι αφού κι η δόξα και τα πλούτη σβήνουνε σαν τον καπνό. Άκουσε τι λέγει ο βασιλιάς Σολομώντας που είχε δόξα μεγάλη και πλούτη αρίφνητα: «Εγώ ο Σολομώντας έγινα βασιλιάς του Ισραήλ στη Ιερουσαλήμ.
Κι έβαλα την καρδιά μου να ζητήσει και να ψάξει με τη σοφία όλα όσα γίνουνται κάτω από τον ουρανό, γιατί ο Θεός έδωσε κακό βάσανο στους ανθρώπους να βασανίζονται μ’ αυτό. Και γύρισα εγώ κι είδα ματαιότητα κάτω από τον ήλιο. Όσα να αποχτήσει ο άνθρωπος κι όσο να δοξαστεί κι όσα να απολάψει η ψυχή του δε θα χορτάσει». Πόσο καλή και αναπαυτική είναι η αφάνεια. Πόσο βλογημένη είναι η στράτα που περπατάνε όσοι ζούνε ταπεινά και χωρίς τα βουίσματα της φήμης. Αυτοί ποτέ δε θα περιπλανηθούνε στη έρημο της απελπισίας που λέγεται δόξα, εκεί που τριγυρνάνε τα φαντάσματα των μεγάλων ανδρών ανάμεσα στα ξερά σφερδούκλια του χάρου.
Ο ταπεινός και ο ξεχασμένος σεργιανίζει ξέγνοιαστος μέσα στο περιβόλι της καρδιάς του, ανάμεσα σε πρασινάδες και σε νερά και γέρνει και ξεκουράζεται απάνω στο χορτάρι και χαίρεται τον κόσμο ζώντας όπως του διόρισε ο Θεός : «Κύριος υπερηφάνοις αντιτάσσεται ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν».
Ο Σολομώντας που δοκίμασε κάθε δόξα και πνευματική ευτυχία είπε «Ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης». Και μολαταύτα οι πολλοί άνθρωποι θέλουνε να μαθευτούνε από τους άλλους, να ξακουστούνε στον κόσμο και για να το πετύχουνε είναι ικανοί να κάνουνε τα πάντα, αδιάφορο καλά ή κακά. Πηγαίνουνε και πέφτουνε σε κάθε λογής κινδύνους για να μαθευτεί τ’ όνομά τους.. Κι ενώ ζούνε ευχάριστα χάνουνε τη ησυχία τους για να δοξαστούνε. Καλά έγραφε απάνω στον τάφο του Δον Κιχώτη ο φοιτητής Καρράσος:
ΕΓΓΟΝΟΠΟΥΛΟΣ Νίκος ΔΟΝ ΚΙΧΩΤΗΣ(1933) |
Γιατί όπου να πάγει, παντού τον ξέρουνε και τον δείχνουνε: «Να ο τάδε». Τι δυστυχία να’ σαι φημισμένος στρατηγός ή συγγραφέας ή τεχνίτης ή ό,τι άλλο. Να μη μπορείς να κρυφτείς. Να σε έχουνε αδιάκοπα κάτω από έναν προβολέα και να σε περιεργάζονται όλοι οι άλλοι άνθρωποι. Τι κάνεις, τι τρως, τι φοράς.. τι συλλογίζεσαι, σε κάθε στιγμή σου σε κάθε ώρα σου. Να κάθεσαι χωριστά από τους άλλους σα να ‘σαι λεπρός (με όλα τα λιβανιστήρια που σου κάνουνε), να κάθεσαι μονάχος, να περιμένουνε όλοι ν’ ανοίξεις το στόμα σου για να τους φωτίσεις. Μοναχός, ολομόναχος. Να μη περιμένεις να πάρεις τίποτα από τους άλλους, να μάθεις τίποτα από άλλον, αλλά να περιμένουν όλοι από σένα.
Τι μαρτύριο αληθινό αυτή η μοναξιά και το να μην έχεις ελπίδα να πάρεις τίποτα από κανέναν, αφού εσύ είσαι ο μέγας άνθρωπος. Να ξέρεις πως εσύ είσαι το είδωλο που προσκυνάνε οι άλλοι. Να νιώθεις κρυφά τις μιζέριες και τις αδυναμίες σου και να βλέπεις τη γύμνια των ανθρώπων. Ω τι πικρή καταδίκη για όποιον βρίσκεται μέσα στον πύργο της δόξας. Από μακριά κι απ’ έξω φαίνεται εξαίσιος μα από μέσα είναι μια φυλακή με κελιά παγωμένα. Κι εκεί μέσα περιπλανιέσαι καταμόναχος σα φάντασμα, δίχως την ευτυχία να έχεις κι άλλους φυλακωμένους μαζί σου όπως γίνεται στις άλλες φυλακές.
Ολομόναχος σα πεθαμένος μέσα στο κιβούρι σου, δοξασμένος κι αζύγωτος, είδωλο. ξόανο κατάξερο που σε στήσανε και σε προσκυνάνε. Κανένας δεν είναι κοντά σου. Η καρδιά σου ποθεί τις μικρές χαρές και τις στενοχώριες που έχουνε οι συνηθισμένοι άνθρωποι, σαν τον κατάδικο που κόβει ξύλα σε ένα παγωμένο δάσος της Σιβηρίας κι ολοένα έχει στο νου του ένα καλύβι να τρυπώσει να ζεσταθεί στο τζάκι που κάθονται και κουβεντιάζουνε φτωχοί τσομπάνηδες. Μα κι αν μετανιώσεις επειδή έχτισες με τα χέρια σου αυτό το μνημούρι και μπήκες μέσα, πάλι δεν μπορείς να βγεις έξω, να ανακατευτείς με τους άλλους ανθρώπους να ξεχαστείς, να ξεφύγεις από τον προβολές που σε κυνηγά μέρα νύχτα.
Εσύ έγινες θεός κι οι άλλοι σε προσκυνάνε σαν τους αυτοκράτορες της Ρώμης. Θέλεις να πηδήξεις κάτω από το βάθρο που σε στήσανε, βαρέθηκες να βλέπεις από ψηλά τον κόσμο, σκέβρωσες. Θέλεις να περπατήξεις μαζί με τα’ αδέρφια σου να ζεσταθείς να ξαναζωντανέψεις από βρυκόλακας που γίνηκες. Πλην δεν μπορείς. Μια που γίνηκες είδωλο είσαι καταδικασμένος να λατρεύεσαι κι ας νιώθεις πόσο πικρό είναι το να προσκυνιέσαι. Τόσο που να ποθείς να σε τσαλαπατήσουνε καλύτερα, παρά να σε προσκυνάνε. Ναι, είναι πικρό αυτό το ποτήρι, που μεθά τον άνθρωπο πριν να το πιει και που μόλις σιμώσει στα χείλια του καταλαβαίνει, αν καταλάβει, πως είναι γεμάτο ξύδι και χολή.
Τώρα πια δε σε πιστεύει κανένας πως είναι φαρμάκι στο στόμα σου. Οι λατρευτές σου γινήκανε δήμιοί σου και σου το ποτίζουνε άθελά σου, γιατί αυτοί σε ζηλεύουνε πως πίνεις εσύ μονάχα μέσα από κείνο το χρυσό ποτήρι. Τι δεν έκανες για να σε προσκυνήσει ο κόσμος… Όλα τα αψήφησες, κόπους, θάνατο, κρύο, ζέστη, θάλασσα, βουνά. Ίσως και να σκότωσες χιλιάδες ανθρώπους για τη δόξα, να απαρνήθηκες τους αγαπημένους σου, να’ κανες να κλάψουνε αθώοι άνθρωποι, αναίσθητος στον πόνο τους. Και τώρα ζητάς λίγη συμπόνια από τους ίδιους. Μα εσύ ο ίδιος καταδίκασες τον εαυτό σου κι οι άλλοι κάνουνε αυτό που πόθησες με τόση μανία.
Τώρα ποιος θα σε γλιτώσει από αυτούς; Εσύ χώρισες πια από τους ανθρώπους, είσαι ένα είδωλο, ένα χρυσό μοσχάρι. Δεν ανήκεις πια στον εαυτό σου, είσαι δικός τους. Είσαι καύχημα τους, αποθεωμένος άνθρωπος. Είσαι σύμβολο, δεν είσαι ο τάδες και ο τάδες. Θα δε γράψουνε στις ιστορίες τους, στα λεξικά. Ησυχία δε θα βρεις ούτε κι αν πεθάνεις αφού θα ζεις στο παγωμένο πάνθεο της αθανασίας. Και στη ζούγκλα της Αφρικής να τρυπώσεις και στη Σπιτσβέργη να πας δε θα γλιτώσεις, δε θα γίνεις πια ένας άνθρωπος σαν τους άλλους, όπως ήσουνα πριν φας το καταραμένο μήλο της φιλοδοξίας.
Τώρα είσαι ένα τέρας, ένα ιστορικό πρόσωπο που δεν μπορεί να κάνει τίποτα για τον εαυτό του. Ό,τι κάνεις είναι γα την ανθρωπότητα, είναι δικό της και το διαλαλεί και βουίζει ο κόσμος. Κι εσύ θέλεις ο ταλαίπωρος να κρυφτείς. Που να κρυφτείς; Όπου πας έρχεται μαζί σου η δόξα που τώρα τη βλέπεις σα στρίγγλα. Αυτή είναι η δόξα για όποιον την απογεύτηκε και κατάλαβε καλά τι έχει στον πάτο το χρυσό ποτήρι της. Και μολαταύτα όλοι μας διψούμε να πιούμε το ξύδι της και τη χολή που έχει μέσα αυτό το ποτήρι. Και καταντάμε μπαίγνια αυτής της μάγισσας και γινόμαστε για την αγάπη της σκληροί κι άκαρδοι στ’ αδέρφια μας και πολλές φορές βάζουμε τα κουφάρια τους σα σκαλοπάτια για να τη φτάξουμε.
Η φιλοδοξία και το συμφέρον είναι τα δυο σκουλήκια που βάζει ο διάβολος μέσα στη καρδιά μας να την τρώνε μέρα νύχτα. Από αυτά έρχονται στον κόσμο όλες οι δυστυχίες. Η μάνα της φιλοδοξίας είναι η περηφάνεια και από τη ίδια μάνα γεννιέται το συμφέρον.. Ο άνθρωπος είναι σα ζαλισμένος από αυτά τα δυο ποτά, μα έρχεται μια μέρα που ξεμεθά και καταλαβαίνει πως στ’ αληθινά είναι ίσκιοι αφού κι η δόξα και τα πλούτη σβήνουνε σαν τον καπνό. Άκουσε τι λέγει ο βασιλιάς Σολομώντας που είχε δόξα μεγάλη και πλούτη αρίφνητα: «Εγώ ο Σολομώντας έγινα βασιλιάς του Ισραήλ στη Ιερουσαλήμ.
Κι έβαλα την καρδιά μου να ζητήσει και να ψάξει με τη σοφία όλα όσα γίνουνται κάτω από τον ουρανό, γιατί ο Θεός έδωσε κακό βάσανο στους ανθρώπους να βασανίζονται μ’ αυτό. Και γύρισα εγώ κι είδα ματαιότητα κάτω από τον ήλιο. Όσα να αποχτήσει ο άνθρωπος κι όσο να δοξαστεί κι όσα να απολάψει η ψυχή του δε θα χορτάσει». Πόσο καλή και αναπαυτική είναι η αφάνεια. Πόσο βλογημένη είναι η στράτα που περπατάνε όσοι ζούνε ταπεινά και χωρίς τα βουίσματα της φήμης. Αυτοί ποτέ δε θα περιπλανηθούνε στη έρημο της απελπισίας που λέγεται δόξα, εκεί που τριγυρνάνε τα φαντάσματα των μεγάλων ανδρών ανάμεσα στα ξερά σφερδούκλια του χάρου.
Ο ταπεινός και ο ξεχασμένος σεργιανίζει ξέγνοιαστος μέσα στο περιβόλι της καρδιάς του, ανάμεσα σε πρασινάδες και σε νερά και γέρνει και ξεκουράζεται απάνω στο χορτάρι και χαίρεται τον κόσμο ζώντας όπως του διόρισε ο Θεός : «Κύριος υπερηφάνοις αντιτάσσεται ταπεινοίς δε δίδωσι χάριν».
..........................
* Ο Φώτης Κόντογλου, το πραγματικό του επώνυμο είναι Αποστολέλης [Κυδωνίες (Αϊβαλί) Μικράς Ασίας, 8 Νοεμβρίου 1895 - Αθήνα, 13 Ιουλίου 1965] ήταν λογοτέχνης και ζωγράφος. Αναζήτησε την ελληνικότητά, δηλαδή την αυθεντική της έκφραση, μέσα από την επιστροφή στις ρίζες, στην ελληνική παράδοση, τόσο στο λογοτεχνικό όσο και στο ζωγραφικό του έργο. Θεωρείται ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της «Γενιάς του ’30». Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ στις 5 Νοεμβρίου 1950 και εμπεριέχεται στο βιβλίο του ''Φημισμένοι και ταπεινοί άνθρωποι''.
* Ο Φώτης Κόντογλου, το πραγματικό του επώνυμο είναι Αποστολέλης [Κυδωνίες (Αϊβαλί) Μικράς Ασίας, 8 Νοεμβρίου 1895 - Αθήνα, 13 Ιουλίου 1965] ήταν λογοτέχνης και ζωγράφος. Αναζήτησε την ελληνικότητά, δηλαδή την αυθεντική της έκφραση, μέσα από την επιστροφή στις ρίζες, στην ελληνική παράδοση, τόσο στο λογοτεχνικό όσο και στο ζωγραφικό του έργο. Θεωρείται ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της «Γενιάς του ’30». Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ στις 5 Νοεμβρίου 1950 και εμπεριέχεται στο βιβλίο του ''Φημισμένοι και ταπεινοί άνθρωποι''.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου