ΟΙ ΜΥΛΩΝΑΔΕΣ
Του Ηλία Λεφούση*
Μύλοι στα βράχια, της Σοφίας Λασκαρίδου |
Βάρτο από δω, βάρτο από κει, ο καιρός περνούσε. Στους καφενέδες έπαιρναν και έδωναν οι συζητήσεις : τι θα γινόταν με την κατάσταση. Δυο χρόνια κράτησαν οι συζητήσεις. Κάποτε βρήκαν τη λύση του πράγματος: έπρεπε να ξαναφτιάξουν τους μύλους. Οι έξυπνοι, γιατί είχε και έξυπνους αυτή η χώρα , σκέφτηκαν, να, μια καλή ευκαιρία , να κάνουμε μύλους. Τρελό λεφτό. Έκαναν αίτηση, γιατί χωρίς αίτηση δε γινόταν, στη χώρα υπήρχαν νόμοι. Δυο χρόνια ύστερα πήραν την απάντηση. Δεν είχαν το δικαίωμα να κάνουν μύλους, το επάγγελμα ήταν «κλειστό». Έπρεπε να κάνουν αίτηση οι επαγγελματίες μυλωνάδες. Οι υποψήφιοι μυλωνάδες έκαναν νέες αιτήσεις, έγραψαν: τρεις όλοι κι όλοι ήταν οι μυλωνάδες στη χώρα• ο ένας πέθανε, ο άλλος γέρασε, ο τρίτος ξενητεύτηκε.
Το καλό υπουργείο της χώρας, είπε: «Το θέμα θα συζητηθεί μετά τις εκλογές». Έγιναν οι εκλογές, πάει κι αυτή η δουλειά. Οι άλλοι περίμεναν. Έγινε νέα κυβέρνηση, μπήκαν και κάποιοι υπουργοί, γιατί έπρεπε να υπάρχουν και κάτι υπουργοί. Έστειλαν και κάποιο κιτάπι: το θέμα εξετάζεται, έγραφαν. Ήταν μπροστά όμως ένα εμπόδιο: ένας ματσαράγκας υπουργός , ήταν απ’ αυτούς πούφερναν αλεύρι απ’ την Αμέρικα. Είχε συμφέροντα άλλα. Καλνάει τη ιδιαιτέρα του, βάνει την κεφάλα κάτου και γράφει μια εγκύκλιο.
«Προκειμένου, έγραφε, η τρισένδοξη χώρα μας να αποκτήσει άλευρα πρώτης ποιότητος, κρίνεται απαραίτητον να στραφεί προς την σύγχρονοναλευροβιομηχανίαν και ουχί προς τα ημίμετρα. Προς τούτο, προτιθέμεθα να καλέσωμεν τεχνικούς της συμμάχου και φίλης χώρας Αμερικής, ίνα μελετήσουν το όλον πρόβλημα και δώσουν τας δεούσας κατευθύνσεις. Αποφασίζομεν, λοιπόν, και διατάσσομεν, πάσα εν προκειμένω, ενέργεια δέον να σταματήσει …¨.
Οι εφημερίδες αμέσως έγραψαν εγκώμια για τις αποφάσεις του κυρίου υπουργού. Μάλιστα μερικές έβαναν και τη φωτογραφία του, μία στην πρώτη σελίδα. Όλες οι εφημερίδες, ήταν με το μέρος του κ. υπουργού, έτσι ήταν οι εφημερίδες σ’αυτή τη χώρα. Ήταν πάντα με το μέρος των υπουργών. Μόνο οι υποψήφιοι μυλωνάδες ήταν πυρ και μανία. Βάρτοαπόδω, βάρτο από κει, πήραν μια απόφαση: να κάνουν μια συνεδρίαση. Κάνουν μια αίτηση στην αστυνομία, για την άδεια και για ότι ήταν παραπάνω από 5, γιατί στη χώρα οι νόμοι ήταν αυστηροί. Ο Διοικητής της αστυνομίας έλειπε και έπρεπε να περιμένουν. Είχε πάει στους Αγίους Τόπους να προσκυνήσει…
Τα βαπόρια κουβάλαγαν αλεύρι από την Αμέρικα. Τα στάρια της δύστυχης χώρας σάπιζαν στα κατώγια και τις αποθήκες. Δεν υπήρχαν μύλοι ν’ αλέσουν. Οι κολλίγοι παράτησαν τα χωράφια και ρήμαξαν. Η χώρα βρισκόταν σε αγανάχτηση. Το θέμα είχε φουσκώσει σαν ποτάμι. Οι αρμόδιοι, γιατί είχε και αρμόδιους αυτή η χώρα, σύσταιναν υπομονή. Ώσπου νάρθουν οι αμερικάνοι τεχνικοί, ώσπου να γίνουν οι αλευροβιομηχανίες οι μοντέρνες. Τότε οι κολλίγοι δε θα φώναζαν, τα στάρια δε θα σάπιζαν, τ’ αλεύρι δε θάρχονταναπ’τηνΑμέρικα…
Τέλος, πήραν κάποτε οι υποψήφιοι μυλωνάδες την άδεια για τη συνεδρίαση. Ο κύριος διοικητής της αστυνομίας είχε γυρίσει απ’ το προσκύνημα. Κάθησαν να κουβεντιάσουν:
- Να κάνουμε μία επιτροπή, να τη στείλουμε στη πρωτεύουσά μας, να δει τον κύριο υπουργό, πρότεινε ένας.
- Εμένα βγάλτε με στη άκρια, έχω παιδί δεκανέα, φοβάμαι είπε ένας δεύτερος.
- Εγώ είμαι χρωματισμένος, είπε ένας τρίτος.
- Το παιδί μου δίνει εξετάσεις στο πανεπιστήμιο, είπε ένας τέταρτος.
Τέλος η πρόταση απορρίφτηκε. Είπαν ύστερα να κάνουν ένα υπόμνημα. Αυτή η λέξη δεν ήχησε καλά σε μερικούς. Υπόμνημα, σκέφτηκαν, ζόρικο πράγμα… Πες ο ένας, πες ο άλλος, εύρισκαν πως το υπόμνημα ήταν τρομερό πράγμα. Στραβοκοίταγε ο ένας τον άλλο, δεν είχαν εμπιστοσύνη. Ανάμεσά τους περνούσε η σκιά του τρόμου. Τέλος επικράτησαν οι ψυχραιμότεροι: να στείλουν το υπόμνημα. Κάθισε ένας να το γράψει…
«Διαμαρτυρόμεθα», άρχισε να γράφει.
«Μη τη βάνεις αυτή τη λέξη», είπε κάποιος, «χτυπάει άσχημα».
Έψαχναν να βρουν καμμιά άλλη λέξη. Έπρεπε ν’ αρχίσουν κάπως γλυκά. Συμφώνησαν ν’ αρχίσουν έτσι:
«Κατηγορούμεθα από τας εφημερίδας, ότι με τας ενεργείας μας τορπιλλίζομεν το έργον της φιλτάτης ημών κυβερνήσεως. Κακώς. Είμεθα μία ομάδα ενδιαφερομένων δια την ίδρυσιν μύλων, δεδηλωμένοι εθνικόφρονες και νομίζομεν, ότι η σεβαστή μας Κυβέρνησις πρέπει να μας χορηγήσει τας σχετικάς αδείας. Αν όμως το εντιμώτατονΥπουργείον κρίνει, ότι δεν πρέπει να επιμένωμεν, είμεθα σύμφωνοι να αναβάλωμεν τας ενεργείας μας και να αναμείνωμεν…».
Αυτός που τόγραψε, το διάβασε ύστερα φωναχτά.
«Διάβαστο άλλη μια φορά», είπε ένας.
Άρχισε να το διαβάζει, οι άλλοι άκουγαν. Και πρόσεχαν τις λέξεις, μιά-μιά, μη τυχόν και περάσει καμμιά ζόρικη. Έκριναν ότι έπρεπε ν’ αφαιρεθούν οι λέξεις : «κακώς», «κατηγορούμεθα» και «αν».
Η λέξη «αν» έτσι πούναι βαλμένη, είναι λεξη επιθετική, είπε ένας με φαλάκρα και κοιλιά κρεμαστή. Και συμπλήρωσε: «η λέξη αυτή είναι κοροϊδία σκέτη…».
Συμφώνησαν…
Όταν τέλειωσε κι αυτή η δουλειά, έβαναν το υπόμνημα επάνω στο τραπέζι «προς υπογραφήν». Τότε ήταν, που τα δόντια άρχιζαν να κροταλίζουν. Έπρεπε να βάνουν όλοι τις τζίφρες, τζίφρα όμως ζόρικο πράγμα. Ένας με πρόσωπο γελάδας είπε:
«Και γιατί να το υπογράψουμε , να το στείλουμε σκέτο…».
Τα άσπρα μάτια του είχαν σβηστεί απ’τον τρόμο. Αυτός όμως που τόγραψε το υπόμνημα, είπε: «χωρίς υπογραφές, είναι άκυρο».
«Εγώ είπε ένας, που κόντευε να λιγοθυμίσει, δεν βάνω, έχω φάκελλο…».
«Εγώ, είπε ένας άλλος, έχω κάνει πρόεδρος συνεταιρισμού την εποχή της δημοκρατίας…» Ένιωσε τα πόδια του να κόβονται…
«Εγώ, είπε ένας τρίτος με μούρη σα μπαγιάτικο σταφύλι, έχω κόρη, που εργάζεται σε τράπεζα…».
Το υπόμνημα έμεινε στο τραπέζι, σα νεκρόκασσα. Περίμενε τις υπογραφές –ανάσες, αλλά υπογραφές γιοκ. «Υπογραφή ζόρικο πράγμα», σκέφτονταν. Είχαν πιάσει τις τέσσερις γωνιές και στραβοκοίταγαν το υπόμνημα, σα χολεριασμένο. Τους τσάκιζε ο φόβος της μακάριας χώρας, της Αχλαδίας. Τέλος, πήραν μια απόφαση: να μη στείλουν το υπόμνημα, μη και το σεβαστόνυπουργείον κρίνει άσχημα την ενέργειά τους. Γιατί όσο το κουβέντιαζαν, το πράγμα, τόσο και πιο εγκληματική εύρισκαν την ενέργειά τους. Μερικοί μάλιστα, είχαν κιόλας ξεγλυστρίσει, χωρίς να πουν ούτε «γεια σας». Το βράδυ εκείνο δεν κοιμήθηκε κανένας: περίμεναν να χτυπήσει η πόρτα, γιατί ο κύριος διοικητής της αστυνομίας, που είχε γυρίσει κι απ’ τους Άγιους Τόπους, ήταν αυστηρός. Και δε χάριζε κάστανα…
Τα βαπόρια δεν έσωναν να ξεφορτώνουν. Η φαρίνα της Αμέρικας, πλημμύριζε τις αποθήκες της δύστυχης Αχλαδίας. Τα στάρια σάπιζαν στις αποθήκες, τα χωράφια ρημάχτηκαν, οι κολλίγοι κλατάρισαν, κανένας δεν ήξερε τι θ’ απογίνει η κατάσταση.Τέλος, βγήκε μια ανακοίνωση, έλεγε: «Αφίχθησαναμερικάνοι τεχνικοί διά την μελέτην των αλευρομηχανιών της χώρας. Δυστυχώς όμως το όλον θέμα θα λάβει νέανπαράτασιν, διότι προκύπτει θέμα συναλλαγματικών απαιτήσεων… Πάντως συντόμως θα υπάρξουν εξελίξεις. Συνιστάται υπομονή. Πάσα δε διαμαρτυρία, εν προκειμένω, θα χαρακτηρισθεί αναρχία και θα παταχθεί. Διότι όπισθεν αυτών των ενεργειών, κρύπτονται οι καταχθόνιοι μπολσεβίκοι…».
Όταν διάβασαν την ανακοίνωση, οι μυλωνάδες, δεν είχαν αίμα στις φλέβες τους. Είχαν παγώσει. Ένας εγκατέλειψε την Αχλαδία, ένας άλλος έπαθε συγκοπή, ένας τρίτος έπαθε από τρεμητούρα, οι άλλοι, έκοψαν και την καλημέρα. Όλος ο κόσμος δεν τους μιλούσε, γιατί πήγαιναν να κάνουν κακό στη φιλτάτη πατρίδα, το καμάρι του κόσμου, την Αχλαδία. Στα χρόνια, τα κατοπινά, κανένας πια δε μιλούσε για μύλους: ήταν τόσο επικίνδυνο. Το θέμα είχε πάρει στα στιβαρά χέρια της η κυβέρνηση και προσωπικά ο κύριος υπουργός βιομηχανίας, γιατί υπήρχε και υπουργός βιομηχανίας, ότι το «όλον» θέμα έπρεπε να μελετηθεί «εκ νέου» και ότι η Αχλαδία έπρεπε να περιμένει…
…………………………….
Ο Ηλίας Λεφούσης (Κερασιά Μαγνησίας, 1926 - Θεσσαλονίκη, 2008) ήταν συγγραφέας της νεότερης γενεάς της νεοελληνικής πεζογραφίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου