Ο ΛΥΠΗΜΕΝΟΣ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ
Κάποτε, σε μια παλιά ευρωπαϊκή πόλη, υπήρχε ένα αρχοντικό που έστεκε πάνω στον λόφο, αγέρωχο, αλλά πάντα λίγο βουβό. Στην πιο μεγάλη αίθουσα, πλάι στο παράθυρο με την πιο όμορφη θέα, ήταν κρεμασμένος ένας πίνακας: το πορτραίτο ενός αγοριού. Ξανθός, με μπούκλες σαν χρυσό νήμα και γαλάζια μάτια που έμοιαζαν να έχουν δει περισσότερα απ’ όσα αντέχει μια παιδική ψυχή.
Κανείς δεν ήξερε ποιος ήταν. Ούτε το όνομά του, ούτε τι τον είχε κάνει τόσο λυπημένο. Ήταν απλώς “το αγόρι”. Μα το βλέμμα του… εκείνο το βλέμμα σε καλούσε. Σε ρωτούσε κάτι χωρίς φωνή. Κι αν καθόσουν αρκετή ώρα μπροστά του, ένιωθες πως ήθελε να σου πει την ιστορία του.
Και αυτή ήταν η ιστορία του:
Το όμορφο αυτό αγοράκι θα έπρεπε να είναι ευτυχισμένο. Είχε τα πάντα — πλούτη, παλάτια, ρούχα από μετάξι και υπηρέτες που έτρεχαν πριν καν ζητήσει κάτι. Αυτό νόμιζαν όλοι. Όμως εκείνος ήταν λυπημένος. Πολύ λυπημένος.
Έβλεπε σπάνια τον πατέρα του, που ήταν πάντα απασχολημένος με υποθέσεις του βασιλείου. Και η μητέρα του, αν και γλυκιά, περνούσε μαζί του μόνο λίγες ώρες. Δεν είχε φίλους, γιατί κανείς δεν επιτρεπόταν να πλησιάζει τον μικρό πρίγκιπα χωρίς άδεια. Έπρεπε πάντα να είναι καθαρός, περιποιημένος, σοβαρός. Δεν έπρεπε να γελάει, ούτε να τρέχει στους κήπους όπως τα άλλα παιδιά.
Και έτσι, όταν ήρθε η στιγμή να φτιαχτεί το πορτραίτο του, στάθηκε μπροστά στον ζωγράφο σιωπηλός. Όχι γιατί δεν ήξερε να χαμογελά, αλλά γιατί είχε ξεχάσει πώς είναι.
Αιώνες πέρασαν. Ο πίνακας ταξίδευε από χέρια σε χέρια, ώσπου κάποτε κατέληξε σ’ ένα παιδικό δωμάτιο. Εκεί, ένα κορίτσι στάθηκε μπροστά του. Δεν χάζεψε το χρώμα, δεν θαύμασε τα ρούχα. Κοιτούσε μόνο εκείνα τα γαλάζια μάτια. Και κατάλαβε.
Άπλωσε το χέρι, χωρίς να τον αγγίξει, και του ψιθύρισε:
— Είσαι λυπημένος. Όχι γιατί είσαι πίνακας. Ήσουν λυπημένος από πριν, έτσι δεν είναι;
Και τότε, κάτι άλλαξε. Τα χρώματα του πίνακα σαν να τρεμόπαιξαν. Για πρώτη φορά μετά από αιώνες, το αγόρι άκουσε φωνή που δεν ήταν της σιωπής.
— Αν θέλεις, μπορείς να κάτσεις λίγο ακόμα. Δεν θυμάμαι πώς είναι να μη φοβάμαι τη νύχτα…
Έγιναν φίλοι. Μιλούσαν για παραμύθια και κόσμους παλιούς. Ήταν ο καθρέφτης ο ένας του άλλου. Μέχρι που εκείνος της ζήτησε:
— Μπορείς να με ελευθερώσεις.
— Πώς;
— Με πίστη. Πίστη πως αξίζω να υπάρξω. Όχι σε τοίχο, αλλά στον κόσμο.
Κι εκείνη τον κάλεσε, με όλη της την καρδιά. Και τότε, το αγόρι στάθηκε μπροστά της. Αληθινός. Με σάρκα και ανάσα και μάτια γεμάτα συγκίνηση.
Αλλά δεν ήταν μόνος.
Μαζί του ήρθε κι η μητέρα του — εκείνη που κάποτε τον άφηνε στη σιωπή. Είχε καταλάβει. Είχε περιμένει χρόνια για να του ζητήσει συγχώρεση.
— Νόμιζα πως σε προστάτευα… αλλά σε φυλάκισα, του είπε με δάκρυα στα μάτια.
Κι εκείνος της απάντησε:
Και ήταν.
Πολλά χρόνια αργότερα, η Άλκηστη είχε πια μεγαλώσει. Είχε το δικό της σπίτι, γεμάτο βιβλία, λουλούδια και ένα παράθυρο που έβλεπε στον κόσμο. Όμως στον τοίχο της υπήρχε ακόμη ένας πίνακας.
Όχι ο παλιός.
Ένας καινούριος.
Σε αυτόν, το αγόρι χαμογελούσε. Στεκόταν πλάι στη μητέρα του, και πίσω τους, κάτω από ένα δέντρο, υπήρχε ένα κορίτσι που κρατούσε ένα βιβλίο ανοιχτό στα γόνατά της.
Οι άνθρωποι που τον έβλεπαν, έλεγαν απλώς «τι όμορφη ζωγραφιά». Μα εκείνη ήξερε. Δεν ήταν απλώς ζωγραφιά. Ήταν ανάμνηση. Ήταν υπόσχεση.
Και κάθε τόσο, της φαινόταν πως το αγόρι… της έκλεινε το μάτι.
Γιατί η μαγεία, όταν γεννηθεί από αγάπη, δεν χάνεται ποτέ. Απλώς μαθαίνει να ζει μέσα στις καρδιές.
ΤΖΩΡΤΖΙΝΑ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου