Ο ΕΦΙΑΛΤΗΣ ΤΗΣ ΑΝΝΑΣ
Η βροχή έπεφτε δυνατή στα τζάμια της μπαλκονόπορτας. Ξαφνικά ακούστηκαν φωνές και κλάματα από το διαμέρισμα. Η Άννα είναι η εικοσιτετράχρονη κοπέλα του τρίτου ορόφου της απέναντι πολυκατοικίας. Συζεί με τον Αλέξανδρο και εδώ και δύο χρόνια έχουν αποκτήσει ένα κοριτσάκι, την Κατερίνα. Σε λίγο, για άλλη μια φορά κυριαρχεί σιωπή.
Ξημέρωσε. Ο Αλέξανδρος έφυγε από νωρίς. Λίγο αργότερα, από την πόρτα της πολυκατοικίας βγήκε η Άννα σπρώχνοντας το καροτσάκι με το μωρό. Φορούσε τα μεγάλα μαύρα γυαλιά και είχε ελεύθερα τα μαλλιά της, προσπαθώντας έτσι να κρύψει το πρήξιμο στο ζυγωματικό. Το μακρυμάνικο μπλουζάκι της, κάλυπτε τις μελανιές που μπορούσαν να προδώσουν όλα όσα είχαν συμβεί το προηγούμενο βράδυ. Βάδιζε αργά και διέσχιζε τον δρόμο, για να πάει στο κοντινό πάρκο.
Λίγο πιο κάτω, έξω από την είσοδο του πάρκου, συνάντησε την Τζένη, που κρατούσε στην αγκαλιά της τον τρίχρονο γιό της. Με τον ίδιο βηματισμό, μπήκαν στο πάρκο. Η Άννα σήκωσε την μικρή και με τρεμάμενα χέρια την βάζει στην κούνια. Δίπλα της η Τζένη, κοίταζε το ρολόι της και θυμωμένη άρχισε να της μιλάει. Ανάμεσα στις δύο κοπέλες υπήρχε μία διαφωνία, τόσο έντονη, που τα δύο μικρά παιδιά τους τις κοίταζαν και άρχισαν να γκρινιάζουν. Η Άννα την κοίταζε με ένα βλέμμα ντροπής και συνάμα αποδοχής. Σε λίγο οι δύο φίλες αποχωρίστηκαν η μία την άλλη με μια τρυφερή αγκαλιά. Μαμά και κόρη πήραν τον δρόμο της επιστροφής. Μπαίνοντας στην είσοδο της πολυκατοικίας, εμφανίστηκε για άλλη μια φορά στο πρόσωπό της ο φόβος, που είχε φωλιάσει μέσα της.
Ανεβαίνοντας τα σκαλιά της πολυκατοικίας συνάντησε την γειτόνισσα του απέναντι διαμερίσματος. Την καλημέρισε, προσπαθώντας να κρύψει την ταραχή της. Η κυρία Μαρία, η γειτόνισσα αμέσως άρπαξε την ευκαιρία και ξεκίνησε να της μιλάει:
«Καλημέρα κορίτσι μου! Πηγαίνεις βόλτα την μικρή;»
Η Άννα για δευτερόλεπτα στάθηκε. Την κοίταξε. Πρώτη φορά κάποιος της μίλησε. Τρία χρόνια σε αυτήν την πολυκατοικία και με κανέναν δεν είχε πει μια καλημέρα. Η κυρία Μαρία συνέχισε:
«Τί συνέβη πάλι; Γιατί του το επιτρέπεις; Εμπιστεύσου με!»
Η Άννα χωρίς να δώσει καμία απάντηση, γύρισε, άνοιξε την πόρτα και μαζί με την μικρή Κατερίνα μπήκαν στο διαμέρισμα. Αφού τάισε την μικρή, την έβαλε για ύπνο στην κούνια της και μπήκε στην κάμαρά της, για να αλλάξει. Καθώς έβγαζε τα ρούχα της και αντίκριζε τις μελανιές της, ήρθε αντιμέτωπη, για άλλη μια φορά, με τον εφιάλτη που ζούσε.
Ξάπλωσε στο κρεβάτι της και άρχισε να σκέφτεται τον καθημερινό της εφιάλτη. Την πήραν τα κλάματα. Ύστερα από λίγο έκλεισε τα μάτια της και αποκοιμήθηκε.
Στο όνειρό της εμφανίστηκε σαν ταινία η ζωή της πριν γνωρίσει τον Αλέξανδρο.
Η Άννα φοιτήτρια της παιδαγωγικής σχολής και πρωταθλήτρια κολύμβησης ζούσε μαζί με την φίλη της, την Τζένη. Είχε έρθει στην Αθήνα πριν έξι χρόνια προκειμένου να εκπληρώσει τα όνειρά της. Από μικρή αγαπούσε το νερό, τα βιβλία και την παρέα καλών φίλων.
Ο Αλέξανδρος, ο 35χρονος τότε προπονητής κολύμβησης, ήταν ένας άνδρας με χιούμορ, καλογυμνασμένο σώμα και η υπερπροστατευτική συμπεριφορά του, την έκανε να νιώσει ξεχωριστή και να τον ερωτευτεί όσο κανέναν άλλον. Την έκανε να γελάει, να ονειρεύεται και να νιώθει ότι ζει σε ένα παραμύθι. Το παραμύθι που τώρα έχει γίνει εφιάλτης.
Οι γονείς της και ο αδερφός της την επισκέπτονταν συχνά, ώσπου γνώρισε τον Αλέξανδρο. Παρά τις αντιδράσεις του πατέρα της, πίστευε ότι μαζί του θα ζούσε την ζωή που είχε ονειρευτεί. Η έντονη διαφωνία και τα πικρά λόγια που ειπώθηκαν ανάμεσα σε αυτή και τους γονείς της ήταν και ο λόγος που εδώ και τρία χρόνια δεν τους είχε δει.
Ένας δυνατός ήχος από το κάτω διαμέρισμα την ξύπνησε. Ανοίγοντας τα μάτια της συνειδητοποίησε ότι για λίγο ζούσε ένα όνειρο και άρχισε πάλι να την κυριεύει ο φόβος.
Σηκώθηκε, πήρε την μικρή από την κούνια και πήγαν μαζί στο σαλόνι για να παίξουν. Είχε αρχίσει να βραδιάζει και ετοίμασε την μικρή για το καθιερωμένο μπανάκι της. Ανοίγοντας την πόρτα του μπάνιου, μπροστά της ήταν ο καθρέφτης. Το ζυγωματικό της είχε πάρει σκούρο μωβ χρώμα και το σώμα της ήταν γεμάτο σημάδια. Βούρκωσε και συνέχισε να κάνει την μικρή μπάνιο. Όταν τελείωσαν πήγαν και πάλι στο σαλόνι για να παίξουν, να ταίσει την μικρή και να ακούσουν παιδικά τραγουδάκια.
Σε λίγο ακούστηκαν τα κλειδιά της πόρτας. Ο Αλέξανδρος μπήκε μέσα αμίλητος. Η Άννα τον ρώτησε αν θέλει φαγητό αλλά δεν πήρε καμία απάντηση. Ο Αλέξανδρος πήγε στο υπνοδωμάτιο για να κάνει ένα τηλεφώνημα. Η Άννα μπήκε στην κουζίνα, ετοίμασε ένα πιάτο φαγητό, το σκέπασε και στη συνέχεια πήρε την μικρή για να την πάει στο παιδικό δωμάτιο. Αυτός θέλησε να βάλει ένα ποτό και όταν μπήκε στην κουζίνα και αντίκρυσε το πιάτο με το φαγητό, ξεκίνησε την φασαρία. Έσπαγε τα πιάτα και τα ποτήρια, πέταξε το καρεκλάκι του μωρού, χτύπησε τα χέρια του στο τραπέζι και φώναξε την Άννα ανίκανη και άχρηστη.
Η Άννα δεν βγήκε από το δωμάτιο πιστεύοντας ότι ίσως ξεθυμάνει και αυτή την φορά να την γλυτώσει. Σε λίγο όμως έξω από την πόρτα του παιδικού δωματίου είχα σταθεί ο Αλέξανδρος και άρχισε να χτυπά δυνατά φωνάζοντάς της να βγει έξω.
Η Άννα προκειμένου, για άλλη μια φορά, να μην δει η μικρή αυτά που θα γίνουν, δειλά και φοβισμένα άνοιξε την πόρτα και έπεσε πάλι στο χέρια του Αλέξανδρου. Στάθηκε ακίνητη μπροστά του για να μην τον προκαλέσει. Αυτός την έπιασε σφιχτά από το μπράτσο και με όλη του την δύναμη την χαστούκισε. Το μάγουλό της πήρε φωτιά. Την έσπρωξε πάνω στον τοίχο και φώναζε, ζητώντας της τον λόγο για τον οποίο του έβαλε φαγητό, ενώ αυτός δεν της το ζήτησε. Η Άννα ήταν αμίλητη και υπομονετικά περίμενε να τελειώσει το μαρτύριό της για άλλο ένα βράδυ. Ευτυχώς το ξαφνικό και δυνατό κλάμα του μωρού την έσωσε. Ξαναμπήκε στο παιδικό δωμάτιο και αυτός απομακρύνθηκε. Η Άννα έμεινε εκεί, μαζί με την μικρή και κρατώντας την σφιχτά στο στήθος της, γέμισε η καρδιά της δύναμη.
Το επόμενο πρωί, όπως και κάθε πρωί, ο Αλέξανδρος, ετοιμάστηκε, ήπιε έναν καφέ και έφυγε αμίλητος. Η Άννα ακούγοντάς τον να φεύγει, κατάλαβε ότι είναι μόνη της, και μαζί με την μικρή βγήκαν από το παιδικό δωμάτιο. Προσπάθησε να μαζέψει τα σπασμένα και να μαγειρέψει γρήγορα. Ταυτόχρονα ετοίμασε την μικρή, να πάνε για ψώνια. Έπρεπε να περάσει κρυφά από το Πανεπιστήμιο να δει τι γίνεται με το πτυχίο της. Αρκετά το άφησε. Έπρεπε να βρει δύναμη και να του πει ότι αυτό το πτυχίο είναι ένα από τα όνειρά της.
Κατέβηκε στην είσοδο της πολυκατοικίας. Εκεί συνάντησε την κυρία Μαρία. Ήταν γύρω στα 60 και θα μπορούσε να ήταν και μάνα της. Για άλλη μια φορά η κυρία Μαρία προσπάθησε να της μιλήσει.
«Γιατί κορίτσι μου το κάνεις αυτό στον εαυτό σου; Και εντάξει. Εσένα δεν σε λυπάσαι. Αυτό εδώ το μικρό πλασματάκι που μαζί σου ζει καθημερινά τον ίδιο εφιάλτη δεν το λυπάσαι;»
Η Άννα στο άκουσμα των όσων της είπε, σα να ταράχτηκε. Κατάπιε την φωνή της και έσπρωξε το καροτσάκι για να φύγουν. Ήξερε πως ότι και αν έλεγε, δεν θα είχε καμία σημασία, αφού κανένας δεν θα μπορούσε να την βοηθήσει. Ακόμα και οι γονείς της, τής είχαν γυρίσει την πλάτη. Βέβαια και αυτή δεν τους άκουσε όταν της τα έλεγαν.
Η φωνή όμως της κυρίας Μαρίας, δεν σταμάτησε.
«Σου μιλάω κορίτσι μου! Αν χρειάζεσαι βοήθεια, εγώ είμαι εδώ! Εγώ δεν έχω παιδιά, αλλά σε πονάω σαν να είσαι παιδί μου. Τα έχω περάσει και ξέρω πως είναι. Εμπιστεύσου με!»
Η Άννα κοντοστάθηκε ξαφνικά ένιωσε ότι ίσως η κυρία Μαρία γινόταν το σωσίβιο στον εφιάλτη που ζούσε.
Άρχισαν να μιλάνε και να μοιράζονταν πράγματα από την ζωή τους. Η κυρία Μαρία όταν ήταν νέα είχε περάσει κάτι αντίστοιχο. Ο σύζυγός της, που τώρα είχε πεθάνει, ήταν ένας ανήθικος άνδρας που είχε ερωτικές σχέσεις με άλλες γυναίκες και έπαιζε χαρτιά. Όταν λοιπόν κάτι τον ενοχλούσε ή έχανε στα χαρτιά, η κυρία Μαρία ζούσε τον ίδιο εφιάλτη που ζούσε και η Άννα. Αυτό κράτησε για περίπου δέκα χρόνια, μέχρι που αρρώστησε από το πολύ ποτό και πέθανε. Η κυρία Μαρία δεν ξαναέκανε ποτέ σχέση με άλλον άντρα. Αρκετά είχε περάσει.
Η Άννα, άρχισε να γεμίζει δύναμη. Στο πρόσωπο της κυρίας Μαρίας, έβλεπε το δικό της. Η διαφορά ήταν το μωρό. Η Άννα είχε και αυτό το μικρό πλασματάκι. Αν όχι για εκείνη, τουλάχιστον γι` αυτό κάτι έπρεπε να κάνει. Η κυρία Μαρία της είχε δώσει την λύση. Αυτή έπρεπε απλά να την πραγματοποιήσει. Την καλημέρισε και έφυγε βιαστικά για να κάνει τις δουλειές που είχε.
Περπατούσε στο δρόμο και σκεφτόταν όλα όσα είχαν προηγηθεί. Και ενώ έπαιρνε θάρρος καθώς θυμόταν τα λόγια της κυρίας Μαρίας, η αβεβαιότητα και ο φόβος την κυρίευαν και πάλι.
Κατά το μεσημεράκι επέστρεψε στο σπίτι. Αφού τακτοποίησε τα ψώνια και τάισε την μικρή, την έβαλε στο παρκοκρέβατο να παίξει μέχρι να αποκοιμηθεί. Η σκέψη της γυρνούσε συνέχεια γύρω από τα λόγια της κυρίας Μαρίας.
Όσο περνούσε η ώρα ένιωθε κάτι να την πνίγει. Σηκώθηκε, έφτιαξε έναν καφέ και στην συνέχεια έπαιξε για λίγο με την μικρή. Η αγωνία της ήταν τόσο μεγάλη που συνεχώς κοίταζε το ρολόι της.
Ένιωθε έναν κόμπο στον λαιμό και το μυαλό της προσπαθούσε να βρει δύναμη να τον λύσει.
Δεν είχε βραδιάσει καλά-καλά, όταν άκουσε το γύρισμα των κλειδιών στην πόρτα. Ο Αλέξανδρος είχε γυρίσει. Η μυρωδιά από το ποτό έφτανε σε εκείνη και το μωρό πριν ακόμα τον δουν.
«Που ήσουν όλη μέρα;» Άρχισε να φωνάζει.
Η Άννα έμεινε αμίλητη.
«Σε ρωτάω που στο διάολο ήσουν όλη μέρα;»
Χωρίς να προλάβει να δώσει απάντηση και ενώ κρατούσε την Κατερίνα στην αγκαλιά, ήρθε το πρώτο χαστούκι σαν αστραπή. Στην συνέχεια άρπαξε την μικρή και με γρήγορο βηματισμό την πήγε στο δωμάτιο, βάζοντάς την μέσα στην κούνια. Η μικρή άρχισε να ουρλιάζει και το κλάμα της στα αυτιά της Άννας μεταφράζονταν στις λέξεις «σώσε μας». Ο Αλέξανδρος βγήκε από το δωμάτιο και συνέχισε να την χτυπάει σε όλο της το σώμα, μέχρι που η Άννα σωριάστηκε στο πάτωμα. Στάθηκε από πάνω της και με ύφος σκληρό, της είπε ότι αυτά παθαίνει όποιος δεν μιλάει, και έφυγε προς το δωμάτιο.
Η Άννα έμεινε για λίγα λεπτά στο πάτωμα και στην συνέχεια πήγε στο παιδικό δωμάτιο για να ηρεμήσει και να αποκοιμίσει το μικρό. Τα τελευταία λόγια του Αλέξανδρου ήταν καθοριστικά. Όσο πιο αθόρυβα μπορούσε ετοίμασε τα πράγματα της Κατερίνας και κάποια δικά της.
Τα μεσάνυχτα όταν ο Αλέξανδρος πλέον ήταν σε βαθύ ύπνο μετά από τόσο ποτό, πήρε αγκαλιά την μικρή και στο άλλο χέρι το βαλιτσάκι με τα πράγματά τους και βγήκε αθόρυβα από το διαμέρισμα.
Η κυρία Μαρία την περίμενε πίσω από την πόρτα του δικού της διαμερίσματος. Άνοιξε, πήρε το βαλιτσάκι από τα χέρια της Άννας, και με το άλλο χέρι της, την αγκάλιασε και κατέβηκαν μαζί τα σκαλιά.
Το αυτοκίνητό της ήταν παρκαρισμένο στην επόμενη γωνία και αφού μπήκαν μέσα, κοιτάχτηκαν, χαμογέλασαν η μία στην άλλη και ξεκίνησαν για το αστυνομικό τμήμα.
Όταν έφτασαν, οι δύο γυναίκες κατέβηκαν από το αυτοκίνητο. Η Άννα έδωσε τη μικρή στην κυρία Μαρία, την φίλησε και γεμάτη θάρρος άφησε στην άκρη τον φόβο που είχε ριζώσει μέσα της και προχώρησε προς την είσοδο του αστυνομικού τμήματος. Η φωνή του αστυνομικού ακούστηκε μέσα από το θυρωρείο.
«Καλησπέρα, πως θα μπορούσα να σας βοηθήσω?»
Η Άννα τώρα πιά με καθαρή και δυνατή φωνή είπε:
«Θέλω να καταγγείλω τον σύζυγό μου Αλέξανδρο για ενδοοικογενειακή βία».
Ο αστυνομικός σάστισε. Σηκώθηκε, βγήκε έξω και πλησιάζοντάς την είδε το μαυρισμένο ζυγωματικό της και τα σημάδια που είχε σχεδόν παντού, αφού η Άννα είχε σηκώσει τα μανίκια της μπλούζας της.
«Μην ανησυχείτε, ελάτε μαζί μου και σε λίγο όλα αυτά θα ανήκουν στο παρελθόν», της είπε ο αστυνομικός και την οδήγησε στο γραφείο αξιωματικού.
Μετά από τρίωρη κατάθεση της Άννας για το όσα έχει περάσει εδώ και δύο χρόνια ο αξιωματικός υπηρεσίας έδωσε εντολή στους αστυνομικούς να μεταβούν στην οικία του συζύγου της Άννας και να τον συλλάβουν.
Το περιπολικό, χωρίς να ηχούν οι σειρήνες του, έφτασε κάτω από το διαμέρισμα. Οι δύο αστυνομικοί ανέβηκαν και χτύπησαν το κουδούνι.
Ο Αλέξανδρος ξύπνησε και έβαλε τις φωνές, που η Άννα δεν ανοίγει την πόρτα. Σηκώθηκε και χωρίς να προσέξει ότι το σπίτι ήταν άδειο, περπάτησε αργά προς την εξώπορτα. Άνοιξε και χωρίς να προλάβει να αντιδράσει, οι αστυνομικοί του πέρασαν τις «αλυσίδες».
Με με τις χειροπέδες πια στα χέρια τον οδήγησαν στη φυλακή, σε αυτή που τόσα χρόνια είχε κλείσει την Άννα και την μικρή.
Όταν έφτασε στο αστυνομικό τμήμα, η Άννα τον κοιτάξε από μακριά, πήρε μία βαθιά ανάσα, έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια της και τα άνοιξε πάλι όταν όλα πια είχαν τελειώσει. Οι «αλυσίδες» της ίδιας και της κόρης της
είχαν σπάσει. Τώρα πια τίποτα δεν θα άφηνε να την φοβίζει. Τώρα πια η ζωή ήταν μπροστά τους. Ήταν επιτέλους ελεύθερες…
ΣΟΦΙΑ ΜΑΟΥΝΗ
Σ.Σ. Στο πλαίσιο του 3ου Διασχολικού Λογοτεχνικού Διαγωνισμού που διοργάνωσαν τα Εκπαιδευτήρια Γείτονα η μαθήτρια της Β' τάξης, του 3ου Γυμνασίου Γλυφάδας, Σοφία Μαούνη διακρίθηκε λαμβάνοντας το 3ο βραβείο για το διήγημα της " Ο εφιάλτης της Άννας". Η κριτική επιτροπή, αποτελούμενη από τέσσερις διακεκριμένους και βραβευμένους πεζογράφους, τους: Μιχάλη Μακρόπουλο, Έλενα Μαρούτσου, Γιάννη Παλαβό και Ούρσουλα Φωσκόλου, επέλεξε τα καλύτερα κατά την κρίση της διηγήματα χωρίς να γνωρίζει τα ονόματα των διαγωνιζομένων. Η διάκριση αυτή αποτελεί ένα μέσο ενίσχυσης της γλωσσικής καλλιέργειας και απελευθέρωσης της δημιουργικότητας των μαθητών και τους ενθαρρύνει να εκφραστούν δημιουργικά, να κινητοποιήσουν τη φαντασία και την επινοητικότητά τους και να καλλιεργήσουν αφηγηματικές και γλωσσικές δεξιότητες. Η υπεύθυνη εκπαιδευτικός που ενθάρρυνε για την συμμετοχή στο διαγωνισμό: Ευτυχία Αποστολάκη.
Συγχαρητήρια Σοφία!!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου