ΤΟ ΔΑΚΡΥ ΤΗΣ ΜΑΝΑΣ
Κάθε πρωί, πριν ακόμη ξυπνήσει ο ήλιος, η κυρά-Ελένη στεκόταν στο παράθυρο του παλιού της σπιτιού, εκεί ψηλά στο χωριό. Τα μαλλιά της λευκά σαν το πρώτο χιόνι, μα τα μάτια της κουβαλούσαν ακόμα το βάρος μιας προσμονής.
Ήταν σαράντα χρόνια από τότε που έφυγε ο μικρός της, ο Γιάννης, για την πόλη. Τότε που της υποσχέθηκε πως θα γυρίσει, μόλις φτιάξει τη ζωή του. Κι εκείνη, με μια αγκαλιά γεμάτη πίστη και δυο χέρια που ήξεραν μόνο να δίνουν, τον αποχαιρέτησε μ’ ένα φιλί και μια κουβέντα: «Να προσέχεις, παιδάκι μου. Να μη σε φάει ο κόσμος.»
Τα χρόνια κύλησαν σαν νερό που δεν γυρίζει πίσω. Ο Γιάννης χάθηκε μέσα στη βουή της πόλης, σε σιωπές και δουλειές, σε 'θα έρθω' που δεν ήρθαν ποτέ. Κι εκείνη, η μάνα, έραβε χρόνια στην άκρη του παραθύρου, καρτερώντας σαν τον παλιό φάρο που δεν σβήνει ποτέ, μήπως και γυρίσει το καράβι του παιδιού της.
Κάθε βράδυ, πριν πλαγιάσει, άναβε ένα κερί και προσευχόταν. Και κάθε τόσο, ένα δάκρυ κυλούσε στο ρυτιδιασμένο της μάγουλο – όχι από θυμό, ούτε από λύπη. Από αγάπη. Μονάχα από εκείνη την αγάπη που μόνο η μάνα ξέρει: την άνευ όρων, τη σιωπηλή, την αιώνια.
Μια μέρα του Μάη, το μονοπάτι που οδηγούσε στο χωριό γέμισε σκόνη. Κι ένας άντρας, με μαλλιά γκριζαρισμένα και βλέμμα κουρασμένο, στάθηκε μπροστά στο σπίτι της. Τη βρήκε εκεί, στο ίδιο παράθυρο. Δεν είπε τίποτα. Ούτε κι εκείνη. Μόνο ένα δάκρυ κύλησε ξανά. Ίδιο, μα αλλιώτικο.
Το δάκρυ της μάνας. Αυτή τη φορά, ήταν από επιστροφή.
Ο άντρας στάθηκε για λίγο σιωπηλός, σαν να προσπαθούσε να πει κάτι, μα οι λέξεις του έμειναν κολλημένες στον λαιμό του. Το μόνο που κατάφερε να ψιθυρίσει ήταν: «Μάνα…»
Η κυρά-Ελένη δεν χρειάστηκε άλλη λέξη. Άνοιξε την πόρτα και πήγε κοντά του. Δεν ρώτησε γιατί άργησε, ούτε πού χάθηκε. Δεν τον μάλωσε, δεν τον έκανε να νιώσει ενοχές. Μονάχα τον αγκάλιασε. Κι εκεί, μες στην απλή σιωπή τους, χώρεσε όλη η αγάπη που περίμενε τόσα χρόνια να ειπωθεί.
Τον κάθισε στο τραπέζι, όπως παλιά. Έβγαλε ψωμί ζυμωμένο, ελιές από το βαζάκι και μια φέτα φέτα. «Θυμάσαι;» του είπε με ένα χαμόγελο που ήταν μισό φως και μισό πόνος. Εκείνος έκλεισε τα μάτια κι ένιωσε για πρώτη φορά έπειτα από δεκαετίες… παιδί.
Το βράδυ, η μάνα στρώσε το παλιό του κρεβάτι. Εκείνος το κοίταξε και χαμογέλασε αμήχανα. «Δεν περίμενες πως θα γυρίσω, έτσι;» τη ρώτησε. Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους, μα τα μάτια της είπαν την αλήθεια. «Κάθε μάνα περιμένει. Ακόμα κι όταν όλοι της λένε να πάψει… εκείνη συνεχίζει.»
Κι εκείνο το βράδυ, για πρώτη φορά μετά από σαράντα χρόνια, η κυρά-Ελένη κοιμήθηκε με την καρδιά της ήσυχη. Το δάκρυ της, εκείνο το τελευταίο, στέγνωσε στο μάγουλό της. Δεν ήταν πια δάκρυ προσμονής, μα γαλήνης.
Και στο παλιό σπιτάκι του χωριού, το φως δεν έσβησε. Μονάχα έγινε πιο ζεστό. Γιατί ο γιος της είχε επιστρέψει. Και η μάνα, εκείνη που ποτέ δεν έπαψε να αγαπά, είχε δικαιωθεί.
Επίλογος
Τα χρόνια που χάθηκαν δεν γυρίζουν πίσω. Μα η αγάπη – όταν είναι αληθινή – δεν χάνεται ποτέ. Ο Γιάννης έμεινε στο χωριό. Έπιασε να περιποιείται τον κήπο, να φτιάχνει το παλιό σπίτι, να περπατά τα μονοπάτια που κάποτε είχε αφήσει πίσω του βιαστικά. Με τη μάνα του δεν μιλούσαν για τα παλιά – δεν χρειαζόταν. Κάθε μέρα που περνούσε ήταν μια σιωπηλή συγγνώμη, κι ένα άφωνο «σ’ αγαπώ».
Η κυρά-Ελένη έλεγε στους γείτονες πως ο κόσμος κάνει κύκλους. Κι όταν η καρδιά περιμένει με πίστη, κάποια μέρα ο κύκλος κλείνει. Το πρώτο της δάκρυ έγινε ανάμνηση, μα το τελευταίο – εκείνο της επιστροφής – έγινε φως στο παράθυρο. Ένα φως που έμεινε αναμμένο, για κάθε μάνα που καρτερά.
Γιατί το δάκρυ της μάνας… είναι η πιο καθαρή μορφή αγάπης που γνώρισε ποτέ ο κόσμος.
ΤΖΩΡΤΖΙΝΑ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου