Η
ΑΠΟΣΤΟΛΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΓΕΝΕΑΣ*
-Απόσπασμα-
του
Γιώργου Θεοτοκά**
Όταν
ένας τόπος παθαίνει έξαφνα μια γενική
καθίζηση, σαν αυτήν που γνωρίσαμε εμείς
πρόσφατα, ύστερα μάλιστα από μια παρένθεση
υπερβολικής αισιοδοξίας -καθίζηση της
πολιτικής, των θεσμών, των ηθών, των
ιδεών, των ελπίδων- φυσικό είναι, ίσως
και αναπόφευκτο, να στραφεί ο νους προς
τους νέους(1).
Όσο κι αν σκοτείνιασε ο ουρανός, όσο πνιγερό κι αν είναι το αδιέξοδο, όπου βρεθήκαμε, η ζωή συνεχίζεται, νέοι άνθρωποι αντρώνονται, άφθαρτοι, με καινούρια ορμή, φρέσκο μυαλό. Μαζί τους όλα μπορεί να ξαναγίνουν πιθανά.
Όσο κι αν σκοτείνιασε ο ουρανός, όσο πνιγερό κι αν είναι το αδιέξοδο, όπου βρεθήκαμε, η ζωή συνεχίζεται, νέοι άνθρωποι αντρώνονται, άφθαρτοι, με καινούρια ορμή, φρέσκο μυαλό. Μαζί τους όλα μπορεί να ξαναγίνουν πιθανά.
Μια
νέα ανεκδήλωτη ακόμα γενεά είναι μια
τεράστια παρακαταθήκη από όνειρα, ιδέες,
θελήσεις, δημιουργικές δυνάμεις, ίσως
(ποιός ξέρει;) και ιδιοφυΐες. Είναι ο
πρίγκιπας της Νορβηγίας που προβάλλει
στην τελευταία εικόνα του σαιξπηρικού
Άμλετ, με το στρατό του, όταν η σκηνή
είναι γεμάτη πτώματα κι ο αέρας φορτωμένος
θανάσιμα πάθη και απόγνωση. Αστραφτερός
από νιότη και ομορφιά, ο αναπάντεχος
αυτός επισκέπτης του Ελσινόρ προστάζει
να σηκώσουν τους νεκρούς και παίρνει
στα χέρια του την εξουσία για να
εγκαινιάσει μια νέα περίοδο ζωής. Τέτοια
λύτρωση μας δίνει η μεγάλη ποίηση όταν
συνταυτίζεται με το αστείρευτο ζωϊκό
ρεύμα, με τον αιώνιο ρυθμό του κόσμου.
Έτσι
λοιπόν σαφηνίζω τη σκέψη μου: πρέπει να
έχουμε εμπιστοσύνη στη νιότη, αν
πιστεύουμε στον άνθρωπο, στη δημιουργικότητά
του και στην ανανεωτική του δύναμη. Αλλά
και η καινούρια γενεά ας συνειδητοποιήσει
καλά το δύσκολο ρόλο της και τις βαριές
ευθύνες της και ας βαλθεί να προετοιμάζεται,
χωρίς να καθυστερεί, για την επόμενη
φάση της εθνικής μας ζωής.
Στην
αρχή του αιώνα μας ο τόπος μας είχε
ζήσει μια περίοδο που παρουσίαζε
αναλογίες με τη σημερινή. Ένα πνεύμα
οπισθοδρομικότητας, παρακμής και
αβουλίας κατείχε και τότε την Ελλάδα,
σαν συνέπεια της ήττας του 1897 και της
ανικανότητας και της απιστίας των
ηγετών της. Η πνευματική αναγεννητική
δύναμη είταν τότε ο αγωνιστικός
δημοτικισμός, που με τους πιο ονομαστούς
συγγραφείς του, τον Παλαμά, τον Ψυχάρη,
τον Πάλλη και τους άλλους, χτυπούσε με
δύναμη τις καθιερωμένες καταστάσεις
και καλούσε τη νιότη να πάρει στα χέρια
της τις τύχες του έθνους και να ανοίξει
καινούριους δρόμους.
Οι
καλύτεροι νέοι της εποχής εκείνης
άκουσαν την πρόσκληση των καιρών, μπήκαν
στο δημόσιο στίβο με τόλμη και αυταπάρνηση
και δημιούργησαν μια καινούρια Ελλάδα.
Δεν κατόρθωσαν όμως να νικήσουν οριστικά
τις αρνητικές δυνάμεις της εθνικής μας
ζωής που, τελικά, ύστερα από αγώνες
είκοσι πέντε χρόνων, βρήκαν τον τρόπο
να επιβληθούν ξανά. Μα όλα τούτα, τώρα
πια, είναι θέματα ιστορικής μελέτης. Τα
γεγονότα δεν επαναλαμβάνονται. Αν
πρόκειται, σε δυο – τρία ή περισσότερα
χρόνια, να αναλάβει πάλι τις τύχες του
έθνους μια νέα γενεά προικισμένη με
δημιουργική ορμή, θα παίξει το ρόλο της
μέσα σε διαφορετικές συνθήκες, θα
υιοθετήσει άλλες μεθόδους και θα θέσει
στον εαυτό της καινούριους στόχους.
Εκείνο που της χρειάζεται αμέσως είναι
να συλλάβει τον προορισμό της και τις
προϋποθέσεις που διαγράφονται για τη
μελλοντική της δράση.
Δυο
τέτοιες προϋποθέσεις θέλω να υπογραμμίσω
σήμερα ενδεικτικά. Η πρώτη, η βασικότερη
απ΄ όλες, είναι ότι ο ελληνικός λαός
έχει αλλάξει. Είναι αλλιώτικος λαός,
έτσι που τον είδαμε να εκδηλώνεται τους
τελευταίους καιρούς, πολύ ελληνικός
βέβαια, με την ίδια παράδοση, την ίδια
ιδιοσυγκρασία που διαμόρφωσαν οι
ιστορικές και γεωγραφικές συνθήκες,
αλλά με εξελιγμένη νοοτροπία.
Πανώ από συγκέντρωση στο πρόσφατο δημοψήφισμα |
Ένας
λαός που άρχισε να σκέπτεται, να
προβληματίζεται, να συζητά ιδεολογικά
ζητήματα. Σήμερα, ο λαός έχει αποκτήσει
συνείδηση δημοκρατική και ξέρει τι
νόημα έχει η δημοκρατία. Δεν είναι πια
, καθώς άλλοτε, ένας όρος συμβατικός που
δηλώνει τυπικές καταστάσεις, αλλά μια
λέξη ζεστή, φορτωμένη ουσία ζωής. Είναι
ένα σύνολο από συγκεκριμένα δικαιώματα,
που δίνουν στο λαό την αξιοπρέπεια του
ελεύθερου ανθρώπου, και μαζί είναι μια
τάση προς τα απάνω, προς τη βελτίωση των
όρων της ύπαρξής του. Τώρα που τα κατάλαβε
αυτά, δεν πρόκειται να παραιτηθεί από
την αξίωση της δημοκρατίας. Αισθάνεται
σαν μια προσβολή της προσωπικότητάς
του την καταπάτηση των δικαιωμάτων του
και τη διάψευση των προσδοκιών του. Ούτε
και μπορεί κανείς πια να γελάσει το λαό,
παρουσιάζοντας τη λέξη “δημοκρατία”
δίχως το πραγματικό περιεχόμενό της.
Το
δεύτερο σημείο, συνέπεια του πρώτου,
είναι ότι η εκπαιδευτική αναγέννηση,
που είταν άλλοτε υπόθεση επιστημόνων
και λογοτεχνών, έγινε λαϊκό αίτημα. Η
ιδέα αυτή ξέφυγε από τους στενούς,
απομονωμένους κύκλους των διανοουμένων,
και βγήκε στο δρόμο. Ο λαός αξιώνει
σήμερα την παιδεία με την ίδια δύναμη
που διεκδικεί τα πολιτικά του δικαιώματα.
Ζητά να μορφωθεί, να ανέβει σ΄ ένα
ψηλότερο από το τωρινό του πνευματικό
επίπεδο, να χαρεί τον πολιτισμό και να
τον υπηρετήσει. Θέλει να προσφερθούν
ευκαιρίες στα πιο έξυπνα, τα πιο διαλεχτά
παιδιά του για να δώσουν το μέτρο των
ικανοτήτων τους, για να αξιοποιηθούν
έτσι κι όλες οι δυνατότητες του έθνους.
(1) Ο συγγραφέας αναφέρεται εδώ στη "γενική καθίζηση" που υπέστη η Ελλάδα μετά τα Ιουλιανά του 1965 που οδήγησαν τελικά στην επιβολή της χούντας του 1967. Στον αναγνώστη μένει να αναζητήσει ομοιότητες και διαφορές με τη δική του εποχή.
* Επιφυλλίδα που δημοσιεύθηκε στη εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ την 21η Οκτωβρίου 1965
** Ο Γιώργος Θεοτοκάς (1905-1966), υπήρξε από τους κορυφαίους διανοητές και εκπροσώπους των λογοτεχνών της γενιάς του ΄30.
ΣΣ. Την επιλογή των δημοσιεύσεων στην σειρα "Κείμενα Πολιτισμού και Επιστήμης" επιμελείται η καθηγήτρια Πηνελόπη Λέντζου η οποία διετέλεσε διευθύντρια του 3ου Γυμνασίου Γλυφάδας (2003-2010).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου