Η συμβουλευτική διάσταση του εκπαιδευτικού
του Δρ Στέφανου Χρ. Κουμαρόπουλου*
Οι Τρεις Ιεράρχες αφομοίωσαν ό,τι καλύτερο είχε να προσφέρει στην εποχή τους η αρχαία ελληνική διανόηση με τη βίωση της χριστιανικής πίστης. Και μόνο αυτό θα έφτανε για να τους αναδείξει ως υγιή και διαχρονικά πρότυπα και κατεξοχήν συμβούλους ζωής. Γιατί τόσο η πνευματική καλλιέργεια, το ανθρωπιστικό ιδεώδες, το οποίο ανέδειξε η αρχαία Ελλάδα, όσο και η αγάπη, η ταπείνωση και η αρετή, που προέβαλλε ο χριστιανισμός, αποτέλεσαν στάση ζωής για το Μέγα Βασίλειο, το Γρηγόριο το Θεολόγο και τον Ιωάννη το Χρυσόστομο. Αυτά τα δύο στοιχεία, τη μόρφωση και την υγιή πίστη, πρώτα βίωσαν και μετά δίδαξαν οι Τρεις Άγιοι που τιμάμε σήμερα.
Ως διαχρονικοί σύμβουλοι ζωής, λοιπόν, έχουν να μας διατυπώσουν μια ολοκληρωμένη πρόταση ζωής. Ο άνθρωπος δεν ζει χωρίς νόημα ζωής και χωρίς σχέδιο ζωής θα μας έλεγαν σήμερα. Και στα δύο αυτά βασικά στοιχεία, που προσδιορίζουν την ποιότητα ζωής του ανθρώπου, τόσο η παιδεία όσο και η υγιής πίστη παίζουν πρωταρχικό ρόλο.
Να απομονώσω κάποια σημεία από κείμενα των Τριών Αγίων Ιεραρχών, που όπως θα έλεγαν, αναδεικνύουν τους παιδαγωγούς ως συμβούλους παιδιών και νέων.
Καταρχήν ο Γρηγόριος ο Θεολόγος είχε ιδιαίτερη εκτίμηση για το παιδαγωγικό λειτούργημα: «Είναι πράγματι καταπληκτικό το να καθοδηγείς ανθρώπους είναι τέχνη τεχνών και επιστήμη επιστημών». Ενώ ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος συμπληρώνει: «Δεν υπάρχει άλλη καλλιτεχνική δημιουργία πιο μεγάλη από την αγωγή, γιατί με τι άλλο μπορεί να συγκριθεί η διάπλαση της ψυχής και της διάνοιας ενός ανθρώπου»;
Καλλιτέχνης λοιπόν και επιστήμονας ο εκπαιδευτικός κατά τους Τρεις Ιεράρχες, ο οποίος πέραν της ειδικής του κατάρτισης και αποστολής έχει καθήκον να αναδειχθεί και σε σύμβουλο για τους μαθητές του. Θα μπορούσε να υπάρξει Αγωγή χωρίς συμβουλευτικό χαρακτήρα και χωρίς καθοδήγηση σε έναν τρόπο ζωής; Η ίδια η έννοια της Αγωγής (η λέξη αγωγή ετυμολογικά προέρχεται από το ρήμα άγω που έχει μεταξύ άλλων τη σημασία του οδηγώ κατευθύνω κάποιον) σαφώς εμπεριέχει μέσα της τόσο την έννοια της καθοδήγησης όσο και τη σημασία της βελτίωσης της συμπεριφοράς, του τρόπου ζωής του εκπαιδευόμενου. Τα σχολικά μαθήματα, ως εκ τούτου, δεν εξαντλούνται μόνο σε γνώσεις και πληροφορίες. Κυρίως έχουν ως αποστολή τους, να αποτελέσουν την αρχή μιας συναρπαστικής συνάντησης των νέων ανθρώπων, της συνάντησης τους με το Νόημα της ζωής τους. Εκπαιδευτικός και σύμβουλος είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος μας λένε οι Τρεις Ιεράρχες.
Οι σημερινοί μαθητές, όπως δείχνουν οι ψυχολογικές και οι κοινωνικές έρευνες, φαίνεται να έχουν ανάγκη από μια καθοδηγητική παρουσία των εκπαιδευτικών δίπλα τους, από μια παιδαγωγική συμβουλευτική που θα δίνει προσανατολισμούς ζωής. Οι νέοι εμφανίζονται να έχουν ανάγκη την οριοθέτηση από κάποιον δυναμικό ενήλικο, που θα είναι το υποκατάστατο των γονεϊκών τους προτύπων. Ο κάθε μαθητής προσδοκάει ειδικά από τον εκπαιδευτικό-σύμβουλο παράδειγμα για να το ακολουθήσει και πρότυπο για να ταυτισθεί μαζί του. Άριστοι ψυχολόγοι και συμπαραστάτες των νέων της εποχής τους, που αποτέλεσαν και αποτελούν πρότυπα για τους νέους, ήταν οι Τρεις Ιεράρχες.
Ο Μέγας Βασίλειος, πρώτος αφιέρωσε στους νέους της εποχής του το αξεπέραστο συμβουλευτικό σύγγραμμα: «Προς τους νέους, όπως αν εξ΄ ελληνικών ωφελοίντο λόγων». Ακολούθησε ο Γρηγόριος, ο οποίος στον επιτάφιο του για τον φίλο του το Μ. Βασίλειο διδάσκει τους νέους «γιατί η παιδεία είναι το πρώτιστο αγαθό». Τέλος ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος διδάσκει τους γονείς και παιδαγωγούς της εποχής του για το «πώς δει ανατρέφειν τα τέκνα».
Η συμβουλευτική διάσταση, διακηρύσσουν οι Τρεις Άγιοι μας, συνιστά την «καρδιά» του παιδαγωγικού έργου, αφού με μετάδοση γνώσεων και βιωμάτων, ο παιδαγωγός συμβάλει στη δημιουργία των ψυχοσωματικών ικανοτήτων, που οδηγούν το νέο στην ολοκλήρωση του και στη δημιουργική ανάπτυξη του προσώπου του. Ειδικότερα θα πρέπει να επισημανθεί ότι η έννοια του «προσώπου» σήμερα αποτελεί το σκοπό, το κριτήριο και το περιεχόμενο της Παιδαγωγικής και της Συμβουλευτικής. Αυτή όμως η έννοια της παιδαγωγικής του προσώπου «ως έννοια και ως βίωμα είναι γέννημα και θρέμμα της διδασκαλίας των Τριών Ιεραρχών».
Η καθολική ανθρωπιστική αγωγή, μας υπενθυμίζουν οι Τρεις Ιεράρχες, που τιμάμε σήμερα ως προστάτες των Γραμμάτων, οφείλει να αντιμετωπίζει το μαθητή ως πρόσωπο και όχι ως ανώνυμη μονάδα που τον φορτώνει με δεξιότητες και γνώσεις για να είναι περισσότερο ανταγωνιστικός στο επάγγελμα του. Η νοηματοδότηση της ζωής των νέων για να αποφύγουν τόσο το μηδενισμό όσο και φαινόμενα παθογένειας (όπως ναρκωτικά, βία, αυτοκτονία κ.α.) δεν μπορεί να γίνει από έναν εκπαιδευτικό που είναι αποκλειστικά προσκολλημένος στις γνώσεις και στο βαθμό. Οι μαθητές έχουν ανάγκη από τους προσανατολισμούς και τις αξίες, που θα τους μεταδώσουν οι δάσκαλοί τους προκειμένου να διαμορφώσουν την προσωπική τους ταυτότητα.
Για να γίνει όμως αυτό, δηλαδή να αποτελέσει ο δάσκαλος και ο καθηγητής σύμβουλο για το παιδί και τον έφηβο θα πρέπει πρώτα να φροντίσει να δημιουργήσει μια θετική ατμόσφαιρα σύμπνοιας και συμπάθειας μέσα στην ομάδα της τάξης. Το θετικό κλίμα θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για μια γνήσια σχέση με όλους τους μαθητές. Η σύμπνοια, η συμπάθεια και η γνησιότητα, βασικές αρχές για τη συμβουλευτική σχέση, υπογραμμίζονται σε επιστολή του Αγίου Γρηγορίου του Ναζιανζηνού, ενώ στο ίδιο μήκος κύματος ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος διακηρύσσει: «Τίποτα δεν βοηθάει περισσότερο τη διδασκαλία όσο η αμοιβαία αγάπη μεταξύ του εκπαιδευτικού και του μαθητή». («Ουδέν γαρ ούτω προς διδασκαλίαν επάγωγον, ως το φιλείν και φιλείσθαι»). Χρειάζεται όπως μας λένε οι Τρεις Ιεράρχες να αναπτύσσουμε προσωπική σχέση με τους μαθητές μας για να μπορούμε να αγγίξουμε την καρδιά και το μυαλό τους.
Η πρόταση Ζωής που εκπροσωπεί ένας εκπαιδευτικός στην παιδαγωγική-συμβουλευτική σχέση είναι μια πρόκληση και πρόσκληση μαζί. Ένα κάλεσμα που σέβεται πάνω από όλα την ελευθερία του μαθητή. Η πρόταση αυτή οφείλει να αντιμετωπίζει αρνητικά την απόλυτα κατευθυντική και χωρίς τη συναίνεση του μαθητή επιβαλλόμενη καθοδήγηση, που αρνείται το δικαίωμα του μαθητή για αυτονομία και αυτοπροσδιορισμό. Η τακτική αυτή είναι μια ορθόδοξη στάση ζωής που τη συναντούμε συχνά στην Παράδοση μας.
Το απαραβίαστο της αυτονομίας και ελευθερίας του συμβουλευόμενου το διακηρύσσουν οι Πατέρες της Εκκλησίας μας με πρώτο τον Μ. Βασίλειο ο οποίος γράφει: «Στο Θεό δεν είναι αρεστό εκείνο που γίνεται αναγκαστικά, αλλά εκείνο που κατορθώνεται με την αρετή. Η δε αρετή κατορθώνεται με την ελεύθερη εκλογή και όχι με τον καταναγκασμό». Στο ίδιο θέμα και σε σχέση με τη στάση του συμβούλου διαφωτιστικά είναι τα λόγια του Αγ. Ιωάννη του Χρυσόστομου: «Αυτός που συμβουλεύει αφήνει τον συμβολευόμενο να έχει την ελευθερία της επιλογής και την ευθύνη των πράξεών του».
Ο ρόλος του παιδαγωγού συμβούλου δεν είναι μόνο να βεβαιώσει για την αυτονομία τους συμβουλευoμένους, παράλληλα οφείλει να τους καταστήσει υπεύθυνους απέναντι στον εαυτό τους, απέναντι στο έργο τους, απέναντι στην οικογένεια και την κοινότητα τους. Είναι αναγκαίο οι εκπαιδευτικοί να διδάσκουν στους μαθητές τους μία Αγωγή υπευθυνότητας. Η συναίσθηση της ελευθερίας, δηλαδή του αυτεξουσίου του ανθρώπου και η συναίσθηση της ευθύνης σύμφωνα με τον Άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο είναι χαρακτηριστικά των αληθινών χριστιανών και των ολοκληρωμένων ανθρώπων.
Ο μακαριστός γέροντας Παΐσιος, πού έδρασε συμβουλευτικά τα τελευταία χρόνια, δηλαδή στην εποχή μας, γνήσιος συνεχιστής της Παράδοσης των Τριών Ιεραρχών έλεγε: «Οι γονείς, οι πνευματικοί και οι εκπαιδευτικοί» δεν πρέπει να επεμβαίνουν στις επιλογές και τις αποφάσεις των νέων. Η απόφαση για την ζωή που θα ακολουθήσουν (οι νέοι) πρέπει να είναι δική τους. Όλοι οι άλλοι απλές γνώμες μόνον μπορούμε να εκφράσουμε και το μόνο δικαίωμα που έχουμε είναι να βοηθούμε τις ψυχές να βρουν το δρόμο τους. Μερικές φορές όταν συζητάω με νέους που προβληματίζονται πάνω στο θέμα (να διαλέξουν ποια ζωή είναι στα μέτρα τους), ενώ βλέπω την ζυγαριά προς τα πού γέρνει δεν τους το λέω, για να μην τους επηρεάσω».
Επιπλέον δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι κάποιοι σύμβουλοι προσπαθούν να απαλλάξουν τους συμβουλευόμενους από όλες τις ευθύνες τους και να φορτώσουν τις ενοχές τους στα παιδικά τους χρόνια, στο περιβάλλον που μεγάλωσαν, στους γονείς τους κ.α. Ο σύμβουλος, γράφουν οι Τρεις Πατέρες, οφείλει να έχει υπόψη του ότι η καλύτερη «αγωγή» σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι να πεισθούν οι συμβουλευόμενοι να αναλάβουν τις ευθύνες τους. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του Χρυσοστόμου:
«Κανείς να μην κατηγορεί κάποιον άλλον και να μεταφέρει σε άλλους την αιτία αλλά να αποδίδει τα πάντα στη δική του αδιαφορία. Και γιατί λέγω σε άλλους; Ούτε αυτόν τον διάβολο να θεωρεί ότι είναι ικανός να εμποδίσει το δρόμο τον οποίο οδηγεί στην αρετή… Κανείς δεν πρόκειται να βλάψει εκείνον ο οποίος δεν αδικεί και δεν προδίδει τον εαυτό του».
Σήμερα αρκετοί είναι οι ψυχοπαιδαγωγοί που (ακολουθώντας το παράδειγμα των Τριών Ιεραρχών, εφαρμόζουν μια συμβουλευτική που εστιάζει το ενδιαφέρον στο παρόν και στο μέλλον του βοηθούμενου προσώπου, δίνει λιγότερη σημασία στο παρελθόν και καθιστά υπεύθυνο το ίδιο το άτομο για τις συνέπειες της συμπεριφοράς και των επιλογών του. Οι αρχές της συμβουλευτικής αυτής, που από τους σύγχρονους ψυχολόγους ονομάζεται ευθυνοκεντρική συμβουλευτική ή θεραπεία της πραγματικότητας, έχουν δοκιμασθεί με πολύ θετικά αποτελέσματα σε σχολεία προκειμένου να μειωθεί η σχολική αποτυχία και έτσι είχαμε στην Αμερική, όπου εφαρμόστηκε για πρώτη φορά πριν πενήντα χρόνια «σχολεία χωρίς
Στη συμβουλευτική έχουν θέση τόσο η ευρηματικότητα στην καθοδήγηση όσο και το παιδαγωγικό χιούμορ. Άλλωστε η συμβουλευτική είναι η τέχνη της κατανόησης και της καθοδήγησης με φαντασία. Όταν ο παιδαγωγός-σύμβουλος έχει αίσθηση του χιούμορ προστατεύει την πνευματική ευεξία τόσο τη δική του όσο και των μαθητών του, δημιουργεί ένα κλίμα ελευθερίας, ξεπερνάει τις εντάσεις και κάνει πιο ανθρώπινη τη σχολική πειθαρχία. Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος καλεί τους παιδαγωγούς να επινοούν τρόπους πολύ χαριτωμένους ειδικά όταν πρόκειται να συμβουλεύσουν νέους ανθρώπους.
Επιπλέον η στάση του εκπαιδευτικού συμβούλου οφείλει να είναι στάση υποδοχής για όλους τους μαθητές ζωηρούς και ήσυχους, άριστους και μέτριους. Η σπλαχνική ματιά του δασκάλου πρέπει να αγκαλιάζει όλη την τάξη και όλους τους μαθητές το ίδιο.
Ιδιαίτερο ρόλο παίζει και η ενθάρρυνση του μαθητή που σε ατμόσφαιρα ελευθερίας καλείται να δοκιμάσει τις αξίες της παιδείας. Ο Άγιος Βασίλειος πολύ εύστοχα σημειώνει για τους πνευματικούς οδηγούς ότι δεν είναι εξουσιαστές αλλά σύμβουλοι. Ο εκπαιδευτικός ιδίως σήμερα δεν πρέπει να νοιώθει ως «η αυθεντία» που απευθύνεται προς τους «κατώτερους» του, τους μαθητές. Οφείλει να προσαρμοστεί στα καινούρια συμβουλευτικά και παιδαγωγικά δεδομένα. Σήμερα έχουμε περάσει από τη δασκαλοκεντρική στάση αυθεντίας στη μαθητοκεντρική (ή παιδοκεντρική) αντίληψη. Σχολιάζοντας ο ιερός Χρυσόστομος τις συστάσεις του Αποστόλου Παύλου (που είναι αξεπέραστο πρότυπο συμβούλου) προς τον Τιμόθεο γράφει: «Αυτά να συμβουλεύεις. Βλέπεις, ότι δεν προβάλλει εδώ πουθενά τη δύναμη που του έδινε η εξουσία, αλλά τη συγκατάβαση; Συμβουλεύοντας λέγει. Δεν είπε διατάσσοντας, δεν είπε δίνοντας εντολή αλλά συμβουλεύοντας».
Ο πνευματικός σύμβουλος, κατά το Μ. Βασίλειο, πρέπει να συμβουλεύει και να παιδαγωγεί με πραότητα. Η τραχύτητα και ο απότομος τρόπος, το έντονο και επιτακτικό ύφος πρέπει να αποφεύγονται, γιατί εξοργίζουν και εξαγριώνουν το συμβουλευόμενο φέρνοντας το αντίθετο αποτέλεσμα.
Ο δάσκαλος κατά τους Τρεις Ιεράρχες πρέπει κυρίως θα βοηθήσει το νέο, αν θέλει, να ανακαλύψει πώς να ζει «κατά Θεόν», δηλαδή αληθινά. Ο αληθινός τρόπος ζωής αγκαλιάζει όλες τις πτυχές της ζωής του σημερινού νέου, τις αγωνίες, τις αναζητήσεις, τους στόχους του. Γι’ αυτό ο παιδαγωγός δεν προτείνει κάποιο συγκεκριμένο μοντέλο ζωής. Το «σχέδιο ζωής» το διαμορφώνει ο κάθε νέος ξεχωριστά σύμφωνα με τις αξίες ζωής της πίστεως μας και τις προσωπικές του αναζητήσεις. Το προσωπικό σχέδιο ζωής του κάθε νέου υποστηρίζει και ο Αγ. Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός συμβουλεύοντας τους παιδαγωγούς το σεβασμό στην προσωπική πνευματική πορεία του καθενός, υποδεικνύοντας ταυτόχρονα τους πολλούς εναλλακτικούς δρόμους της σωτηρίας για τον καθένα, δηλαδή της προσωπικής ολοκλήρωσής του.
Όπως ο καλλιτέχνης αγιογράφος ο παιδαγωγός σύμβουλος πρέπει να ανακαλύψει την εσωτερική ομορφιά που κρύβει μέσα του ο κάθε μαθητής και να την προβάλλει. Η αρχή της «φιλοκαλίας», δηλαδή η αναζήτηση και αξιοποίηση της εσωτερικής ομορφιάς και των ξεχωριστών προσόντων του κάθε μαθητή είναι ο σταθερός άξονας του παιδαγωγού, που ακολουθεί την παράδοση της ελληνικής παιδείας και της ορθοδοξίας. Σύμφωνα με αυτή ως παιδαγωγός οφείλει να αποκαλύψει την ομορφιά, τα τελέντα, δηλαδή την εικόνα του Θεού που φέρει κάθε μαθητής του. Αυτή η εικόνα του Θεού του προσδιορίζει και τις δυνατότητες του να ξεπεράσει τις δυσκολίες και τα εμπόδια που ορθώνονται γύρω του.
Ταυτόχρονα ο παιδαγωγός ως σύμβουλος ζωής πρέπει να ασκεί κριτική και να μάχεται με τα κακώς κείμενα της εποχής του: Οι πνευματικοί άνθρωποι οφείλουν όχι να κοιμίζουν αλλά να διεγείρουν συνειδήσεις. Μια τέτοια στάση βλέπουμε και στους Τρεις Ιεράρχες που ασκούν έντονη κριτική κατά της οικονομικής εκμετάλευσης. Ιδιαίτερα η κριτική του Χρυσοστόμου κατά των άσπλαχνων πλουσίων δεν ήταν περιστασιακή, αλλά μόνιμη και συστηματική, γιατί τραγική ήταν η κατάσταση των φτωχών. Οι πλούσιοι όμως δυσανασχετούσαν. Ο Χρυσόστομος επιτίθεται εναντίον των πλουσίων εξηγώντας τις θέσεις του: «Μου λένε: Πάλι με τούς πλουσίους; Απαντώ: πάλι και σεις με τούς φτωχούς; Εσείς δεν χορταίνετε να κατατρώτε και να καταδαγκώνετε τούς φτωχούς. Έτσι κι εγώ δε χορταίνω στην προσπάθειά μου για να σας διορθώνω. Μου ξαναλένε• συνέχεια εσύ θα κολλάς στους πλουσίους; Μα κι εσύ συνέχεια κολλάς στο φτωχό». Και συνεχίζει: «Πάντοτε λέω, ότι δεν καταφέρομαι εναντίον του πλουσίου, αλλά κατά του άρπαγα. Άλλο πλούσιος και άλλο άρπαγας. Άλλο εύπορος κι άλλο πλεονέκτης.... Και οι πλούσιοι είναι παιδιά μου και οι φτωχοί είναι παιδιά μου».
Δυστυχώς σήμερα, κάποιες φορές, έχουμε συμβούλους ψευτομεσίες, «συμβούλους γκουρού» ή και δήθεν «γεροντάδες», οι οποίοι θέλγονται από το πλήθος των οπαδών που τους ακολουθούν τυφλά. Οι οπαδοί αυτοί, μάλιστα, είναι έτοιμοι ακόμη και να θυσιαστούν γι’ αυτούς τους ψευτοθεούς. Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από «καθοδηγητές», που έχουν ανάγκη και επιζητούν ανάπηρα πνευματικά και ηθικά άτομα για να τα «κατευθύνουν» ως ρομπότ. Οι παιδαγωγοί, ως σύμβουλοι που είναι, πρέπει να προειδοποιήσουν τους μαθητές τους ότι υπάρχουν σήμερα πολλοί ψευτοσύμβουλοι οι οποίοι βλάπτουν σοβαρά την αληθινή πίστη στο Θεό, την πνευματική και ψυχική υγεία. Οι ψευτοσύμβουλοι αυτοί είναι προϊόντα της δικής τους φαντασίωσης για επιβολή και έλεγχο των άλλων και όχι μιας υγιούς συμβουλευτικής σχέσης. Ευτυχώς υπάρχουν οι Τρεις Ιεράρχες, που είναι τα αυθεντικά πρότυπα συμβούλων, που με το παράδειγμά τους μας οδηγούν και μας στηρίζουν στη γνήσια παράδοση μας.
Για τους παραπάνω λόγους επιβάλλεται κι ο ίδιος ο σύμβουλος όσο σοφός και αποτελεσματικός και αν αισθάνεται να σχετικοποιήσει το ρόλο του. Η αλαζονεία του «αλάθητου» συμβούλου, που έχει μεγάλη ιδέα για τη συμβουλευτική του, είναι για την συμβουλευτική μας παράδοση παράδειγμα για αποφυγή. Αντίθετα όλοι οι αληθινοί σύμβουλοι στο χώρο της αρχαίας Ελλάδας και στη συνέχεια της Ορθοδοξίας χαρακτηρίζονταν από αυτογνωσία και κυρίως από ταπείνωση. Υπόδειγμα ταπεινού και συνετού συμβούλου μας υποδεικνύει ο Μ. Βασίλειος τον Απόστολο Παύλο, ο οποίος δίδει γνώμη ως «ηλεημένος υπό Κυρίου». Ο Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος ακολουθεί το ίδιο παράδειγμα συμβουλεύοντας τα πνευματικά του παιδιά με αυτογνωσία, αυτομεμψία και ταπείνωση.
Συχνά ο σύμβουλος οφείλει να σιωπά ή να αρνείται τη βοήθεια του, όπου βλέπει ότι δεν μπορεί ή δεν επαρκεί για να συμβουλεύσει κάποιον μαθητή. Ο παιδαγωγός ούτε μπορεί ούτε πρέπει να επιδιώκει να συμβουλεύει σε όλα τα θέματα. Όπου κρίνει πρέπει να παραπέμπει είτε σε συναδέλφους του παιδαγωγούς είτε και σε ειδικότερους από εκείνον. Στόχος του παιδαγωγού είναι σταδιακά να παραμερίζει, ώστε ο συμβουλευτικός του ρόλος να γίνεται περιττός, αφού ο ίδιος ο συμβουλευόμενος μαθητής θα αναλαμβάνει την ευθύνη της καθοδήγησης του. Γράφει σχετικά ο Χρυσόστομος: «Το μεγαλύτερο εγκώμιο ενός παιδαγωγού είναι το να μην χρειάζεται πλέον ο μαθητής του την καθοδήγησή του, επειδή μέσα από τη διαδικασία της εκπαίδευσής του έφτασε στην ωριμότητα και στην αυτοαγωγή».
Ας κρατήσουμε στο νου και την καρδιά μας τα φωτεινά παραδείγματα αλλά και λόγια των Τριών Ιεραρχών, ώστε δι ευχών τους να αναδειχθούμε σε πραγματικούς συμβούλους για τους μαθητές μας, δηλαδή σε αληθινούς δασκάλους.
.............................................
*Ο Στέφανος Χρ. Κουμαρόπουλος είναι Θεολόγος Καθηγητής, Διδάκτορας Πανεπιστημίου Αθηνών με ειδίκευση σε θέματα ψυχοπαιδαγωγικής συμβουλευτικής και πρώην Υπεύθυνος Συμβουλευτικού Σταθμού Νέων Δ΄Αθήνας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου