του Δημήτρη Τζήκα
|
Ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν (Hans Christian Andersen, 2 Απριλίου 1805 – 4 Αυγούστου 1875) ήταν Δανός λογοτέχνης και συγγραφέας παραμυθιών. |
Στις 31 Οκτωβρίου του 1840, ο Δανός συγγραφέας, Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, ξεκίνησε για ένα μακρινό ταξίδι, που κράτησε μέχρι τις 31 Ιουλίου 1841. Ο τριανταπεντάχρονος Άντερσον επισκέφτηκε την Αυστρία, την Ιταλία, την Ελλάδα και την Ανατολή (Τουρκία). Αφού επέστρεψε στην Δανία μέσω του Δούναβη, έγραψε τις ταξιδιωτικές εντυπώσεις του με τον τίτλο «Το παζάρι ενός ποιητή». Χάρη στον «προστάτη του», J. Collin, ο φιλαπόδημος συγγραφέας, ενώ βρισκόταν στη Νεάπολη της Ιταλίας, εξασφάλισε μια υποτροφία για το ταξίδι του στην Ελλάδα· στις 15 Μαΐου, επιβιβάστηκε στο ατμόπλοιο Λεωνίδας και στις 19 του ίδιου μήνα είδε για πρώτη φορά τα ελληνικά παράλια. Άλλαξε πλοίο στη Σύρο και στις 22 Μαρτίου αποβιβάστηκε στο λιμάνι του Πειραιά.
Στην Αθήνα, εκείνη την εποχή, ζούσε μια ολόκληρη παροικία Δανών· την ίδια χρονιά είχε κατέβει στην Αθήνα ο Koppen, καθηγητής της σχολή Ευελπίδων στην Αίγινα· στον Πειραιά κατοικούσαν και οι Δανοί αδελφοί Christian και Theophilus Hansen, γνωστοί αρχιτέκτονες στην υπηρεσία του βασιλιά Όθωνα.[1] Ο Άντερσεν πέρασε πολύ καιρό συντροφιά με τον L. Ross· ο ελληνομαθής και φιλέλληνας Γερμανός καθηγητής βρισκόταν από το 1833 στην Ελλάδα, αρχικώς ως έφορος αρχαιοτήτων και αργότερα ως καθηγητής στο Πανεπιστήμιο· στον ίδιο κύκλο ανήκαν και ο Γερμανός παπάς της αυλής, A. F. H. Luth, με τη γυναίκα του, Christiane Luth. Μέσω του Ross ο Άντερσεν γνώρισε κι έναν άλλο Γερμανό, επίσης καθηγητή, τον H. N. Urlichs. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Αθήνα, είχε την ευκαιρία ν’ ακούσει ελληνικά τραγούδια και να δει «εθνικούς χορούς». Έπαιξαν και τραγούδησαν δύο Έλληνες πλανόδιοι μουσικοί από τη Σμύρνη, ενώ οι χορευτές ήταν από τον ίδιο τον λαό: «χόρεψαν δύο Έλληνες υπηρέτες, ένας γέρος καφετζής κι άλλα δύο νέα παιδιά, τεχνίτες από την πόλη.» Στις 20 Απρίλη, ο Δανός «παραμυθάς» αναχώρησε για τη Σύρο. Το απόσπασμα που δημοσιεύουμε στη συνέχεια είναι από το βιβλίο του, Οδοιπορικό στην Ελλάδα. Μετάφραση από τα δανέζικα, εισαγωγή και σχόλια: Allan Lund. Συνεργάτης για την απόδοση στα ελληνικά: Λουκία Θεοδώρου. Εκδ. Εστία. 1974.
[Έλληνες λαϊκοί χορευτές και ραψωδοί στην Αθήνα του 1840]
|
Peter von Hess. O Ρήγας εξάπτει τον προς ελευθερίαν των Ελλήνων έρωτα. Μουσείο Μπενάκη. |
Οι Έλληνες έχουν κάτι παλιούς μουσικούς ραψωδούς που ο καθένας τους μοιάζει με αληθινό Όμηρο· αλλά και νέα παλικάρια καμιά φορά, από κάποια κλίση και κάποιο ταλέντο, βγάζουν έτσι το ψωμί τους. Είναι απίστευτο πόσα τραγούδια ξέρουνε. Τα ίδια αυτά τραγούδια ακούς γύρω από τις φωτιές ή πάνω στα βουνά ή κοντά στο τζάκι κάποιου πλούσιου Έλληνα. Ακόμη και ολόκληρα έργα εκφράζουν με το μαντολίνο τους. Τα τραγούδια αυτά, τις μελωδίες αυτές, τις άκουγα και όταν εκείνοι χόρευαν τις εθνικές γιορτές τους. […] Στην Αθήνα, οι Μούσες με αντάμειψαν με τα πιο παράξενα τραγούδια που άκουσα στην Ελλάδα. Εκεί έτυχε να βρίσκονται δύο Έλληνες πλανόδιοι μουσικοί από τη Σμύρνη, που θα μου τραγουδούσαν τα καλύτερα δημοτικά τραγούδια. Θα τους ακούγαμε όμως μέσα στο σπίτι, γιατί έβρεχε αδιάκοπα και φυσούσε ένας δυνατός αέρας. Τα σύννεφα είχαν τεντώσει τις υγρές χορδές τους ως τη γη κι ο αέρας έκρουε τις χορδές αυτές με τέτοια μελωδία, που ούτε οι θεοί θα μπορούσαν να δώσουν τόνο πιο δυνατόν από αυτόν. Και εγώ ήμουν τόσο εγωιστής, ώστε ζητούσα όλ’ αυτά να γίνουν στα γενέθλιά μου, απαιτούσα να γιορτάσει μαζί μου και η Γλαυκομάτα Αθηνά. Οι ραψωδοί κάθισαν με το ‘να πόδι πάνω στο άλλο. Ο ένας από αυτούς ακούμπησε το βενετσιάνικο μαντολίνο του στο γόνατο και ο άλλος έπαιζε βιολί, ένα όργανο που τελευταία συνηθίζουν να παίζουν οι πλανόδιοι μουσικοί τραγουδιστές. Και οι δύο ήταν ντυμένοι με γαλάζια ελληνική φορεσιά και είχαν στο κεφάλι τους από ένα κόκκινο φέσι. Τα πρόσωπά τους ήταν όμορφα, γεμάτα ζωντάνια, με μαύρα μάτια και καλογραμμένα φρύδια. Μπορεί να ήταν τυχαίο, μα πολύ χαρακτηριστικό, ολόκληρη αυτή η σειρά των τραγουδιών σχημάτιζε την ιστορία του νεοελληνισμού. Άρχισαν μ’ ένα μοιρολόγι βγαλμένο απ’ τον ίδιο το λαό, όταν ακόμα ήταν κάτω από τον τουρκικό ζυγό. Έλεγε για τα κοπάδια και τα κορίτσια που τους άρπαξαν. Δεν άκουγες όμως μόνο έναν σκοπό με τις φωνές τους, που σταυρώνονταν με τόσο παράξενο τρόπο. Οι δύο φωνές ιστορούσαν μ’ έναν δικό τους τρόπο τον πόνο του χαμού, κι όμως η ιστορία ήταν η ίδια και ίδιο το πάθος που εκφράζανε. Σιγανά, λίγο παραπονιάρικα τραγουδούσανε, λες και ο φόβος κρατούσε ακόμα τη γλώσσα τους δεμένη. Κάθε τόσο το πάθος φούντωνε και γινόταν άγρια κραυγή. Θαρρείς κι έκλαιγε ένας ολόκληρος λαός. Ήταν ένα σπαρακτικό, συγκλονιστικό τραγούδι, σαν εκείνο του Ισραήλ στα ποτάμια της Βαβυλωνίας. Μετά ακολούθησε ένα τραγούδι του Ρήγα· με πιο πολύ ενθουσιασμό ηχούσε η στροφή:
«Σπάρτα, Σπάρτα, τι κοιμάσαι υπό λήθαργον βαθύν;»[2]
|
Η Καπνικαρέα. Ιχνογραφία του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν ((Hans Christian Andersen). |
Ακούσαμε έναν ακόμα θούριο που η μελωδία του είχε μία περίεργη ομοιότητα με τη «Μασσαλιώτιδα». Κι όμως, όπως μου έλεγαν, ήταν γνήσιος ελληνικός θούριος και ιστορούσε τον αγώνα των Ελλήνων. Και οι ραψωδοί συνέχισαν μ’ έναν σκοπό που τραγουδούσε ο λαός κατά τον ερχομό του Όθωνα στο Ναύπλιο. Ένιωθα βαθιά συγκινημένος· η ιστορία ενός λαού γραμμένη με νότες φτάνει πιο βαθιά στην καρδιά από κείνη που γράφεται με γράμματα. Ξαφνικά, ο πιο μικρός από τους ραψωδούς άρπαξε τις χορδές και στο βιολί αντήχησε μία επιλογή από το «Fra Diavolo» το «Robert» και άλλες γαλλικές όπερες. Ήταν απαίσιο! Μου φάνηκε σαν ένα προμήνυμα, πως όλοι αυτοί οι λαϊκοί σκοποί θα σιγάσουν και ξένα τραγούδια θα εισβάλλουν στο λαό. Από τώρα κιόλας προτιμούν οι Έλληνες ν’ ακούν αυτές τις μελωδίες του Auber παρά τα δικά τους τραγούδια.
Στο τέλος ακούσαμε ένα τούρκικο τραγούδι. Πότε μου δεν άκουσα πιο απαίσιο πράγμα. Στην αρχή πίστευα πως πρόκειται για μία παρωδία, μα ο Ross με βεβαίωσε για το αντίθετο· και αργότερα, στη Σμύρνη και την Κωνσταντινούπολη, πείστηκα πως στ’ αλήθεια δεν είναι παρωδία. Μία φωνή άρχισε να τραγουδάει σιγά και ακατάληπτα, ακόμα και για όσους ξέρουν τουρκικά. Η φωνή ηχούσε σαν ένα ονειρικό μουρμουρητό· μου φαινόταν σαν να ‘βλεπα έναν οπιομανή ν’ αναστενάζει βαθιά, βλέποντας άσχημο όνειρο. Χτυπώντας μονότονα μία και μόνη χορδή συνόδευε το τραγούδι του. Μέσα του αυτό το τραγούδι είχε κάτι το φοβερά θλιβερό. Και η επωδός ηχούσε ξαφνικά, σα να ξυπνούσε ο τραγουδιστής κι έβαζε τις φωνές την ώρα που τον σκότωναν. Όταν θα έφευγαν, οι ραψωδοί πήραν τα χέρια μας, τα φίλησαν κι έπειτα, σύμφωνα με την Ελληνική συνήθεια, τ’ ακούμπησαν στο μέτωπο τους. Ένιωθα τόσο γεμάτος απ’ όλα αυτά.
|
Δρόμος της Αθήνας, σκίτσο του Άντερσεν |
Το πρωί ελληνικά τραγούδια και το βράδυ εθνικοί χοροί. Ήταν αληθινό πανηγύρι. Οι χορευτές ήταν από τον ίδιο το λαό· χόρεψαν δύο Έλληνες υπηρέτες του, ένας γέρος καφετζής κι άλλα δύο νέα παιδιά, τεχνίτες από την πόλη. Οι ραψωδοί άφηναν το μαντολίνο και το βιολί να ηχήσουν και ο καθένας τους έλεγε μία σύντομη στροφή ή προσκαλούσε τους άλλους να χαρούν:
«Χαρείτε! Η ζωή είναι μικρή! Η αγάπη είναι θλίψη! Η αγάπη είναι χαρά! Χορέψτ’ εσείς οι νέοι!»
Ολόκληρος ο κύκλος γύριζε με χάρη στο πάτωμα. Ο κορυφαίος ήταν εκείνος που τους οδηγούσε σαν αρχιχορευτής. Οι άλλοι κοίταζαν τη στάση και τα βήματα του και τον μιμούνταν. Η παραμάνα του σπιτιού, μία πανέμορφη Ελληνίδα από την Τζια, είχε φορέσει τα καλύτερα κοσμήματα της. Προπάντων το σαρίκι ταίριαζε τόσο με τα μαύρα μαλλιά και το όμορφο πρόσωπό της. Σε λίγο άρχισε μαζί με τους δύο άντρες έναν χορό από την πατρίδα της. Δεν μπορούσες να επιθυμήσεις τίποτα πιο χαριτωμένο. Και όμως αυτοί που χόρευαν ήταν απλοί άνθρωποι του λαού. Κρατούσε τους άντρες όχι από το χέρι μα από τη ζώνη τους κι εκείνοι άγγιζαν το μπράτσο της. Έτσι πιασμένοι πήγαιναν μία εμπρός και μία πίσω, κάτι που έμοιαζε με βάδισμα. Όλες της οι κινήσεις έδειχναν ηρεμία, αλλά στους άντρες ενέπνεαν ζωηράδα και πάθος. Έκανε να ξεμακρύνει, μα την κρατούσαν· το βλέμμα και η όψη της εξέφραζαν έντονα συναισθήματα, που ευνοούσαν τον έναν μόνο από τους δυο!
|
Οι «Αέρηδες» της Αθήνας, σκίτσο του Άντερσεν |
Αφού χόρεψαν και τραγούδησαν για μας, δύο από την παρέα μας χόρεψαν για αυτούς έναν τυρολέζικο χορό. Τους άρεσε φαίνεται, γιατί μετά χορεύοντας μιμούνταν τις κινήσεις του. Ο ένας από αυτούς τους ραψωδούς, που καθώς έλεγαν ήταν προικισμένος με λυρικό ταλέντο, με παρακάλεσε να πω ένα τραγούδι από τον βορρά, ένα «υπερβόρειο» τραγούδι, καθώς είπε. Του τραγούδησα το τραγούδι για τον Δανό που παρακαλούσε να τον αφήσουν να μεταφέρει το πτώμα του βασιλιά Frederick στη στερνή του κατοικία. Και άκουγε ο ραψωδός στο λαό του με αποχαιρετά το βασιλιά του στα τείχη της πόλης τραγουδώντας με σπαραγμό· και η κάσα κάτω από το φως των λαμπάδων προχωρούσε στη χιονοσκέπαστη δημοσιά Ενώ σε κάθε μικρό καλύβι στην άκρη του δρόμου φαινόταν κι ένα φτωχό κερί, ενώ σε ολόκληρο το δρόμο γέροι με τα εγγόνια τους και τις λαμπάδες που έκαιγαν σταύρωναν τα χέρια τους κι έλεγαν «Τώρα έρχεται το λείψανο του βασιλιά»· τραγουδώντας ακόμα το σκοπό, πρόσεξε τα μάτια της νέας κοπέλας να βουρκώνουν.
|
Έλληνες βοσκοί, 1840. Ιχνογραφία του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν .
|
Ο πιο μικρός από τους ραψωδούς με παρακάλεσε να το ξαναπώ· «θα ήταν σίγουρα ένας καλός βασιλιάς», είπε και με κοίταξε με ένα τόσο παρακλητικό βλέμμα, που το ξανατραγούδησα. Αργά τη νύχτα όταν έφυγα, μου έκαναν παρέα οι δυο ραψωδοί. Η βροχή είχε σταματήσει και ψηλά στον ουρανό περνούσαν βιαστικά τόσο ελαφρά και διάφανα σύννεφα, ώστε ανάμεσά τους έβλεπες το φως των αστεριών. Γύρω μας μεγάλη, σιωπηλή προς τα ψηλά βουνά απλώνεται η πεδιάδα. Τόση σιγαλιά σαν μια νυχτιά στη Μητρόπολη της Roskilde, εκεί που τώρα ξεκουράζεται ο βασιλιάς Frederick. Άξαφνα ένας από τους ραψωδούς άρπαξε το βιολί του κι έπαιξε λίγες νότες της μελωδίας «Ο Δανός χωριάτης και ο βασιλιάς Frederick». Ποιος ξέρει, κάποτε μπορεί να κάνει ένα δικό του ποίημα με όσα άκουσε και να το τραγουδάνε πάνω στα ελληνικά βουνά και κάτω από τα σκιερά πλατάνια της Μικράς Ασίας. Ένα τραγούδι για τον βασιλιά του βορρά, που τον έφερε στην τάφο του ένας θλιμμένος χωριάτης.
Ο γεράλαφος
|
Μια καμήλα και στο βάθος ο ναός του Ηφαίστου. Σκίτσο του Άντερσεν |
Ο ποιητής, γράφει ο Άντερσεν, «μπορεί να τραγουδήσει, ο ζωγράφος να δώσει αυτόν τον πλούτο σε εικόνες, μα το άρωμα της πραγματικότητας, που διαπερνά και ριζώνει μια για πάντα στις σκέψεις του προσκυνητή, δεν εκφράζεται με τίποτε.» Ο ίδιος δίνει τον λόγο σ’ έναν μοναχικό Έλληνα βοσκό που συνάντησε στους Δελφούς:
«Ανάβαμε φωτιά στη μέση της καλύβας κι όταν o σωρός της πυρωμένης χόβολης φλόγιζε πια, ψήναμε πάνω το ψωμί. Και όταν το πυκνό χιόνι σκέπαζε σχεδόν το καλύβι, η μητέρα μου ήταν τόσο χαρούμενη. Κρατούσε το κεφάλι μου τότε στα χέρια της, φιλούσε το μέτωπό μου κι έλεγε εκείνα τα τραγούδια που δεν τα τραγουδούσε πριν, γιατί δεν άρεσαν στους Τούρκους, τους αφέντες μας:
Πέρα κει στον Όλυμπο,
κει στα κοντοέλατα,
κάθονταν γεράλαφος.
Κι ούλο κλαιν τα μάτια του,
χύνουν δάκρυα κόκκινα,
κόκκινα και πράσινα
κι όλο καταγάλαζα.
Ζάρκαδος επέρναγε,
στέκει και τον ρώταγε:
Τι έχεις, βρε γεράλαφε
κι ούλο κλαιν τα μάτια σου,
χύνουν δάκρυα κόκκινα,
κόκκινα και πράσινα,
κι ούλο καταγάλαζα;
Ήρθαν Τούρκοι στο χωριό,
έχουν και λαγωνικά,
εβδομήντα δυο σκυλιά.
Γω το παίρνω στο κοντό
και το ρίχνω στα νησιά,
στα νησιά και πέλαγα.
Ίσα με το δειλινό,
πιάσανε τον Ζάρκαδο
κι ίσα με το θάμπωμα,
πιάσαν τον γεράλαφο.»[3]
Πηγές και παραπομπές
[1] Χανς Κρίστιαν Άντερσεν. Οδοιπορικό στην Ελλάδα. Μετάφραση από τα δανέζικα, εισαγωγή και σχόλια: Allan Lund. Συνεργάτης για την απόδοση στα ελληνικά: Λουκία Θεοδώρου. Εκδ. Εστία. 1974.
[2] Ο στίχος αυτός, σύμφωνα με υποσημείωση του επιμελητή της έκδοσης, είναι από το ποίημα του Ρήγα «Εγερτήριον προς τους Μανιάτας»· ωστόσο, η Εφημερίς των Παίδων (Δεκέμβριος 1882) αναφέρει ότι πρόκειται για στίχους του λόρδου Μπάιρον: «Σπάρτα, Σπάρτα, τι κοιμάσαι υπό λήθαργον βαθύν; / Ξύπνησον, κράξον Αθήνας, φίλη σου παντοτινήν. / Ενθυμήσου Λεωνίδα, ήρωός του ξακουστού, / του ανδρός επαινομένου, θαυμαστού και ξακουστού.»
[3] Το ίδιο λαϊκό κλέφτικο τραγούδι, με το τίτλο «Γεράλαφος», συμπεριλαμβάνεται στη συλλογή «Τραγούδια ρωμαίικα. Popularia carmina Graeciae recentioris / edidit Arnoldus Passow. Lipsiae: In Aedibus B. G. Teubneri, 1860.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου