Τετάρτη 10 Ιουλίου 2024

Σε εμπόλεμη περιοχή

ΜΙΑ “ΑΛΗΘΙΝΗ” ΙΣΤΟΡΙΑ…

Ένας πολύ όμορφος χειμώνας γεμάτος χιονισμένα τοπία, βρίσκονταν σε εξέλιξη στην πόλη μου. Το Ντονμπάς υποδέχθηκε με το άσπρο του πέπλο τη νέα χρονιά, το 2022.
Σαν εχθές θυμάμαι, που ενώ βρισκόμουν στην αυλή του σπιτιού μου συνεπαρμένος από το παιχνίδι του χιονοπόλεμου με την παρέα μου, άκουσα τη μαμά μου να ουρλιάζει. Παρότι ήμουν μόνο 11 χρονών, ένιωσα την ανάγκη να συμπεριφερθώ ως ενήλικας και να τρέξω για βοήθεια. Μπαίνοντας στο σαλόνι, αντίκρυσα τους γονείς μου έντρομους να παρακολουθούν τις ειδήσεις. Η μαμά μου έκλαιγε και προσευχόταν ταυτόχρονα. Χωρίς να χάσω λεπτό, απευθύνθηκα στον πατέρα μου, που φαινόταν πιο ψύχραιμος.
- Μπαμπά, τι συμβαίνει;
- Γιάννη μου, ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν, απειλεί ότι θα ξεκινήσει πόλεμο κατά της Ουκρανίας. 
- Δεν μπορεί να είναι αλήθεια, έτσι μπαμπά; ρώτησα με τρεμάμενη φωνή.
- Αγόρι μου, δυστυχώς φαίνεται πολύ αποφασισμένος. 
- Ας φύγουμε τότε, ας γυρίσουμε πίσω στην Ελλάδα, αναφώνησα όλο ενθουσιασμό θεωρώντας ότι βρήκα τη λύση.
Σιωπή. Ήμασταν οικονομικοί μετανάστες από την Ελλάδα και τα τελευταία χρόνια, είχαμε εγκατασταθεί σε μια ελληνόφωνη περιοχή στο Ντονμπάς. Ήμασταν όλοι στη συνοικία σαν οικογένεια. Οι παππούδες μου έμεναν στην Κέρκυρα. Σίγουρα θα ήταν μια καλή επιλογή να γυρίσουμε πίσω σε εκείνους. Οι γονείς μου το σκέφτονταν για πολλές μέρες. Συνέχιζα να τους πιέζω να εγκαταλείψουμε την Ουκρανία, μέχρι που απελπισμένος ο πατέρας μου, μου ανακοίνωσε ότι θα παραμείνουμε. Γιατί; Γιατί να ρισκάρουμε τις ζωές μας; Αφού υπάρχει επιλογή. Με αυτά τα ερωτήματα να τριγυρνούν στο μυαλό μου, αποκοιμήθηκα.
Το πρωινό της 24ης Φεβρουαρίου θα μου έμενε αξέχαστο. Άκουγα το διάγγελμα του Ρώσου προέδρου που ξεκίνησε περίπου στις 4:00 το πρωί, όταν ανακοίνωσε ότι ξεκινά ο πόλεμος. Λίγα δευτερόλεπτα μετά ακούστηκαν ήχοι εκρήξεων κοντά στην πόλη. Ήταν ρουκέτες και οβίδες του πυροβολικού που εκτοξεύονταν από την πλευρά των περιοχών που είχαν υπό τον έλεγχό τους οι αυτονομιστές. Παντού ακούγονταν ουρλιαχτά, επικρατούσε ένα χάος. Θυμάμαι έντονα να κατεβαίνουμε οικογενειακώς στο υπόγειο, όπου υπήρχαν κάποιες προμήθειες και να ενημερωνόμαστε από ένα παλιό ραδιόφωνο. 'Ένιωθα απαίσια, οι σειρήνες ηχούσαν διαρκώς και με ζάλιζαν. Κάθε φορά που ξεκινούσε η ανταλλαγή πυρών ένιωθα ημιλιπόθυμος.
- Θα πάνε όλα καλά, Γιάννη μου, τραύλιζε η μητέρα μου.
Δεν την πίστευα, είχα αυτό το κακό προαίσθημα που προκαλεί τον κόμπο στο στομάχι.
Μείναμε μία εβδομάδα κλεισμένοι στο υπόγειο. Οι προμήθειες εξαντλήθηκαν. Ψάχναμε τρόπο να επιβιώσουμε. Ένα πρωινό, ο πατέρας μου μάζεψε τα λιγοστά υπάρχοντα μας και κινήσαμε για τη Μαριούπολη. Είχαμε ακούσει ότι διανέμουν δωρεάν φαγητό και νερό εκεί. Μπαίνοντας στο αμάξι, διαπιστώσαμε ότι η βενζίνη μας ήταν ελάχιστη. Θα το ρισκάρουμε. Ούτως ή άλλως όλα τα πρατήρια καυσίμων ήταν εκτός λειτουργίας.
Οδηγούσαμε μέσα σε ένα θολό ομιχλώδες τοπίο. Οι χτύποι της καρδιάς μου αυξάνονταν ολοένα και περισσότερο. Ξαφνικά, ένα ρωσικό στρατιωτικό όχημα μας σταμάτησε για έλεγχο. Αυτό ήταν, σκέφτηκα. Θα μας σκοτώσουν ή θα μας πάρουν ομήρους. Δεν υπάρχουν περιθώρια για θετικές σκέψεις.
Πώς μπορεί όλη η ζωή σου να περάσει σε μερικά κλάσματα δευτερολέπτου μπροστά από τα μάτια σου; Η μητέρα με αγκάλιασε σφιχτά, δεν έχω νιώσει πιο ζεστή αγκαλιά. Αυτή η ζεστασιά της μητρότητας, καταπολεμάει κάθετι ψυχρό ακόμα και τον πόλεμο. Το βλέμμα των στρατιωτών διαπεραστικό και απειλητικό. Ο πατέρας ικέτευε να μας αφήσουν να περάσουμε. Ύστερα από σκληρές διαπραγματεύσεις, μας άνοιξαν το δρόμο. Δεν ξέρω αν ανακουφίστηκα. Δεν έχω ιδέα τι ένιωθα.
Φτάσαμε.
- Θεέ μου, τι γίνεται εδώ; αναρωτήθηκα μέσα μου.
Χιλιάδες άνθρωποι, γυναίκες, άνδρες και παιδιά θρηνούσαν ή αναζητούσαν τους οικείους τους. Δρόμοι αιματοβαμμένοι. Συντρίμμια παντού. Σειρήνες, ουρλιαχτά και κλάματα. Αυτό ήταν. Χτυπήθηκε και η Μαριούπολη… Η νύχτα μας βρήκε να κοιμόμαστε στις ράγες του μετρό, μαζί με χιλιάδες άλλους κατοίκους. Μπροστά μου ένας κύριος με κομμένο πόδι, να φώναζε:
- Μη φοβάστε, θα τα καταφέρουμε. Μην λυγίζετε.
Το επόμενο πρωί ξύπνησα από τις φωνές παιδιών και γυναικών. Άνοιξα τα μάτια.
- Που είναι ο μπαμπάς; ουρλιάζω.
Η μητέρα μου αδυνατούσε να μου εξηγήσει. Τα δάκρυα έτρεχαν σαν νερό, είχε κοκκινίσει το πρόσωπό της και μετά δυσκολίας ανάσαινε. Με τρεμάμενη φωνή μου είπε ότι τον πήραν στον πόλεμο να πολεμήσει υπέρ της Ουκρανίας. Θόλωσα. Δεν ήταν μόνο ο δικός μου πατέρας. Είχαν στρατολογήσει όλους του άντρες.
Κάθε μέρα το ραδιόφωνο ήταν δίπλα στο αυτί μου, μήπως μάθω κάποιο νέο του. Οι μέρες περνούσαν και φαίνονταν χρόνια. Πάει και η μητέρα. Αποδυναμώθηκε από το κλάμα.
Απαρνιόταν και το λιγοστό φαγητό που της έφερνα από το συσσίτιο. 
Βγήκα έξω να μάθω νέα του και της υποσχέθηκα να γυρίσω για να την φροντίσω. Τρεις μέρες τριγυρνούσα ανάμεσα σε στρατιώτες και ρωτούσα για εκείνον παντού. Δεν είχα ιδέα σε ποιο μέτωπο του πολέμου βρίσκονταν. Ένας γείτονας μας, ο κύριος Αλέκος μετανάστης από Ελλάδα και αυτός, αχνοφάνηκε μέσα στο πλήθος. Έτρεξα να τον προλάβω, ήταν ντυμένος στρατιωτικά. Ορμώντας πάνω του, του φώναξα:
- Έχετε δει τον μπαμπά μου; 
Με κοίταξε στα μάτια και με αγκάλιασε σφιχτά. Στο αυτί μου ψιθύρισε: «Θα σας προσέχει για πάντα από εκεί ψηλά». 
Δεν απάντησα. Δεν ένιωσα πόνο, δεν ξέσπασα… Μα τι μου συνέβη; 
Έπρεπε να είμαι δυνατός, να σταθώ στη μάνα μου. Με χρειάζεται. Θα τα καταφέρουμε και οι δυο μας. Είμαι σίγουρος. Έτρεξα στο μετρό, η μαμά κοιμόνταν τόσο γαλήνια, θα της το πω όταν ξυπνήσει.
Η ώρα είναι 5 το πρωί, φεύγω για την Ελλάδα, με τη βοήθεια της Ελληνικής Πρεσβείας στα ορφανά πολέμου … 

ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΩΣΤΑΡΑΣ

ΣΣ. Το διήγημα αποτελεί μαθητική εργασία στο πλαίσιο του μαθήματος της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β' τάξης, της καθηγήτριας Νίκης Κυριαζή, και έλαβε μέρος στο διαγωνισμό διηγήματος του Ιδρύματος Λασκαρίδη.

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου