Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2024

Νιώθω μόνο

ΤΑ ΔΑΚΡΥΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Ρουτίνα, άγχος, ευθύνες, καθημερινότητα. Σε αυτή την ιστορία ο αφηγητής δεν έχει ένα πρόσωπο. Είναι ένας από εμάς. Είναι εγώ, είναι εσύ, είναι εμείς. 
Η αφύπνιση είναι η ηλιαχτίδα της ελπίδας ακόμα και όταν όλα έχουν χάσει το χρώμα τους.

Ημέρα 1η

Μια βαριά βροχή πρόσφατα κάλυψε τον τόπο, μια καταιγίδα. Μια ομίχλη κρύβει τον ορίζοντα. Οι μετεωρολόγοι δεν ανέφεραν τίποτα παρόμοιο. Η βροχή έχει περιορίσει σε μεγάλο βαθμό την ανθρώπινη δραστηριότητα. Τα αυτοκίνητα δεν δουλεύουν, το τηλεοπτικό σήμα έχει εξασθενίσει και οι περισσότεροι άνθρωποι μένουν μες στα σπίτια τους, προστατευμένοι από τον έντονο καιρό. Αυτοί οι περισσότεροι, δεν αποτελούν εμένα. Είμαι από τους λίγους που βγαίνουν έξω, λες και όλη η ανθρωπότητα είναι στη πλάτη μου, ή λες και είμαι εγώ η ανθρωπότητα. Δε βλέπω κανέναν στον δρόμο στην διαδρομή μου για τον χώρο εργασίας. Εγώ έξω, λουσμένος, πόδι-κεφάλι, κάθε σταγόνα της βροχής να περνάει μέσα από την ομπρέλα μου. Χωρίς ξεκούραση, βαδίζω, ένα χέρι, πάνω από το κεφάλι μου, να εγκλωβίζει το καπέλο μου, να μην φύγει στον ουρανό, το άλλο, μοβ από το κρύο κάτω από τα γάντια μου, κολλημένο στον χαρτοφύλακα μου. Η καμπαρτίνα, επηρεασμένη από τον γοργό άνεμο, πετούσε από πίσω μου σαν μπέρτα, σαν ουρά. Αντιθέτως, η γραβάτα μου, παρέμενε στον λαιμό μου, επειδή ήταν θαμμένη κάτω από το σακάκι μου. 
Αλλά δεν σταματάω, συνεχίζω, βαδίζω, δουλεύω. Ποιος είμαι εγώ να ρωτήσω το σύστημα, να αναρωτηθώ και να αναζητήσω την αλήθεια. Δε πιστεύω σε συγκεκριμένο Θεό, μόνο στον κύκλο του έργου και του κέρδους. Άμα κάνω αυτό που με βάζουν να κάνω παίρνω το ψωμί μου. Εργάζομαι, κερδίζω. Έτσι έχει συναρμολογηθεί η κοινωνία και έτσι τηρείται. Η βροχή με κρατάει ξύπνιο, όπως θα έπρεπε για ιδανική απόδοση.
Η μονή στιγμή που μπορώ να χαλαρώσω είναι όταν βρίσκομαι σπίτι μου, στην καρέκλα μου, στιγμές στις οποίες η βροχή δεν είναι τίποτα παρά μια σκέψη. Όσο και αν χτυπάει το παράθυρο, όσο και αν μπαίνει μέσα, όσο και αν μου το θυμίζει ο εγκέφαλος μου τότε και μόνο τότε ηρεμώ.

Ημέρα 2η

Η βροχή έγινε πιο βαριά σήμερα. Δυστυχώς, δεν διστάζω, δεν μπορώ. Έξω, η μέρα είναι ίδια, κρατάω το καπέλο μου, έχω γαντζωθεί στον χαρτοφύλακα, η καμπαρτίνα πετάει, και η γραβάτα προσπαθεί. Η ομπρέλα δεν με προστατεύει από τη βροχή όπως θα έπρεπε, κάθε σταγόνα χτυπάει το σκυμμένο κεφάλι μου.
Ένα μόνο πράγμα ξεχώριζε την ημέρα αυτήν από χθες: είδα ένα δέντρο. Αντίθετα με την άλλη βλάστηση της περιοχής, ήταν πράσινο, υγειές, ζωντανό. Το είδα όσο περπατούσα να φτάσω στη δουλειά. Το συνειδητοποίησα όταν ξαφνικά, σταμάτησε η βροχή, οι σταγόνες εξαφανίστηκαν, και ο ήχος που δημιουργούν, θόλωσε. Για πρώτη φορά, ένιωσα γαλήνη και ηρεμία. Κοίταξα πάνω, και το είδα, το δέντρο, ο μόνος παράγοντας χρώματος που αντανακλά από τα θολωμένα γυαλιά μου στα ματιά μου. Πράσινο, ανακουφιστικό, δε μπορώ να περιγράψω εκείνη τη στιγμή. Πάγωσα στα πόδια μου, αυτή τη φορά από έκπληξη και όχι από τη θερμοκρασία. Το μυαλό μου ήδη απελπισμένο, αλλά συνηθισμένο στη μονοχρωμία της γειτονίας, δεν μπορούσε να σκεφτεί πως να αντιμετωπίσω το ένα πράγμα σε αυτόν τον κόσμο που ακόμα μας προστατεύει από την βροχή.
Ακίνητος στην πόζα μου, πήρα τον χρόνο μου να βρω μια σωστή αντίδραση. Αφού ξύπνησα, ύψωσα το χέρι μου, να νιώσω το δέντρο και το χρώμα του, να σιγουρευτώ πως δεν ονειρεύομαι, πως δεν είναι άγγελος που έφτασε να μας διασώσει. Έβγαλα το γάντι μου και εστίασα στη βαλίτσα στο δάπεδο, και τέντωσα το χέρι μου, τα πόδια μου ήταν στις μύτες. Τη στιγμή που το χέρι μου έκανε επαφή με το ξύλο, το δέντρο κατέρρευσε. Τα φύλλα μαύρισαν και μαράθηκαν, τα κλαδιά έσπασαν και έκαναν σύγκρουση με το έδαφος, και ο κορμός, απογοητευμένος, αηδιασμένος, σκίστηκε. Η βροχή, τώρα στα γυαλιά μου, έκανε ξανά την είσοδο της στις σκέψεις μου, προσκαλεσμένη μέσα μόνο από την ίδια.

Ημέρα 3η

Η βροχή δεν παίρνει χρόνο να ηρεμίσει, μεγαλώνοντας την πίεσή της βαθμιαία μέρα με τη μέρα. Έχω αρχίσει να σκέφτομαι. Η δουλειά και η αποτελεσματικότητα μου μπορεί να ελαττωθεί, αλλά επεξεργάζομαι σιγά-σιγά τη λογική που είμαι αναγκασμένος να ακολουθώ. 
Έμφαση στη λέξη “αναγκάζομαι”. Δεν έχω επιλογή, βγαίνω έξω από το σπίτι μου και έρχομαι σε άμεση επαφή με τη βροχή και τα προϊόντα της. Εκτός από τα προϊόντα της βροχής, στην ημέρα αυτήν πήραν μέρος και τα προϊόντα του ψιλικατζή. Είναι φίλος μου ο ψιλικατζής, δεν τον ανέφερα προηγουμένως αλλά τον βλέπω καθημερινώς και δίνουμε χαιρετισμούς ο ένας στον άλλον και στους συγγενείς μας. Εδώ και καιρό μιλάμε και κάποιες φορές έχουμε αρχίσει συζητήσεις. Γνωστοί από την καλή και την ανάποδη.
Ο ψιλικατζής είναι παράξενος. Κυρίως επειδή είναι ξύλινος. Μια μαριονέτα. Μια μαριονέτα με ένα μεγάλο στόμα και ένα μεγάλο χαμόγελο, ένα μουστάκι και γουρλωτά μάτια, μια γραβάτα και κοστούμι, όλα μόνιμα καλύπτουν το σώμα του. Όπως θα καταλάβαινε κανείς από το πρόσωπο του, είναι φιλικός και γελαστός, σου ανεβάζει τη διάθεση. Το πιο απίθανο του χαρακτηριστικό, είναι το γεγονός πως δεν έχει κλωστές, όχι νήμα, όχι χορδές, τίποτα.
Σπάνια αγοράζω κάτι, με εξαίρεση το εβδομαδιαίο πακέτο τσιγάρα, το οποίο είχε ήδη καθυστερήσει, οπότε ήταν ώρα να το πάρω, επιτέλους, να μουδιάσω τον πόνο και το κρύο, να κάψω το εσωτερικό μου χωρίς προειδοποίηση. Τα τσιγάρα τα παίρνω με το ευρώ το πακέτο, αλλά φαίνεται η απελπισία της βροχής ανέβασε την τιμή. Το πήρα 6 ευρώ. Από τον ψιλικατζή. Χωρίς πολυλογία, απογοητεύτηκα.

Ημέρα 4η

Σπίτι κάθομαι πριν τη δουλειά, χαράματα, χτυπώντας ένα στυλό στο γραφείο ρυθμικά, ξανασκέφτομαι και κάνω επανάληψη, στη λογική μου. Δε μπορεί να είναι λάθος, αν είναι αναγκαία. Με πληρώνει και με κρατάει ζωντανό. Η βροχή, όμως, είναι πιο έντονη μέσα στο κτήριο όπου εργάζομαι. Αλλά χωρίς χρόνο να συνεχίσω τη σκέψη είναι ώρα να φύγω.
Έξω το μυαλό μου θα σκεφτότανε ότι σκέφτεται στο σπίτι, επειδή ο έντονος θόρυβος, που δημιουργούσε η βροχή, με αποσπούσε. Σήμερα, η ημέρα πέρασε κανονικά, τίποτα περίπλοκο, το περίεργο στο δρόμο είναι ή στη δουλειά. Όταν γύρισα σπίτι νύχτα, πήρα τον χρόνο να κοιτάξω το σπίτι μου. Ακόμα και αν ξενύχτησα, κατάφερα να ρίξω μια καθαρή ματιά στην κατάσταση του διαμερίσματος μου. Ήταν καλυμμένο σε ιστούς, σκόνη, σκουπίδια. Άρχισα να αγνοώ προσωρινά τον καθημερινό κύκλο, την εκτέλεσή του και τα θεόρατα σφάλματά του ώστε να καθαρίσω. Χρησιμοποιούσα μια σκούπα, φαράσι, να διώξω τα μικρόβια όσο πιο γρήγορα γίνεται. Αυτά χρησιμοποιούσα μέχρι που άνοιξα ένα ντουλάπι, και βρήκα ένα τεχνητό χημικό κατασκευασμένο για την καταστροφή των βακτηρίων. Τουλάχιστον, αυτό υπέθεσα. Δεν περίμενα να γίνει κάτι όταν το χρησιμοποίησα.
Με ένα πανί και το χημικό, ψέκαζα γύρω. Βαθμιαία ένιωθα ένα βήχα να αυξάνεται με την στιγμή. Υστέρα από κάμποση ώρα ξεσκονίσματος, κατάλαβα ότι κάθε φορά που ψέκαζα ο βήχας γινόταν βαθύτερος, βαρύτερος. Αποφάσισα, τελικά, να ψεκάσω λίγο στην παλάμη μου. Το σημείο που ψεκάστηκε μαύρισε σαν πετρέλαιο. Ένιωσα την κυκλοφορία του αίματός μου να μειώνεται σε αυτό το σημείο. Κοίταξα την άλλη πλευρά του μπουκαλιού, ώστε να μάθω τα υλικά που είχαν χρησιμοποιηθεί για να δημιουργηθεί αυτό το μείγμα. Όλα τα υλικά ήταν αδιάβαστα, όχι επειδή ήταν μουτζουρωμένα, ή σβησμένα, απλώς λέξεις που δεν καταλάβαινα, συνδυασμοί λέξεων που δεν έβγαζαν νόημα. Γύρισα το μπουκάλι να δω την μπροστινή πλευρά, και ένιωσα λες και το μπουκάλι, το χημικό γελούσαν, λες και με κορόιδευαν. Δεν ξέρω πώς κάτι κατάφερε να δημιουργήσει κάτι τέτοιο. Η αίσθηση που είχα όταν ήρθα σε επαφή με το χημικό, ήταν ακριβώς σαν τη βροχή.

Ημέρα 5η

Καθημερινά προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου πως ο κύκλος έχει δίκιο και ότι εγώ είμαι παράλογος. Αν και έχω αρχίσει να χάνω την ηρεμία μου προσπαθώντας να τη διατηρήσω. Ελπίζω η βροχή να τελειώσει σύντομα, αλλιώς θα αναγκαστώ να τελειώσω εγώ.
Σήμερα, τα παπούτσια μου ήταν πιο βαριά από συνήθως, φέρνοντας δυσκολία στο κάθε μου βήμα. Δεν είμαι σίγουρος πια αν ο λόγος είναι η λάσπη που τα έχει γεμίσει, και το νερό που τα καλύπτει, ή αν είναι η ξαφνική αμφιβολία μου που με επιβραδύνει. 
Το βραδύ, ξανασπατάλησα τα σκοτεινά ξενυχτώντας, με σκοπό να ανακαλύψω επιτέλους την αλήθεια. Άνοιξα την τηλεόραση ώστε να θολώσω τον ήχο του χτύπου της βροχής στα παράθυρα μου με τον στατικό ήχο της οθόνης. Με αποτέλεσμα την έκπληξη μου, το προηγούμενο εξασθενημένο σήμα είχε επιστρέψει, οπότε την ενεργοποίησα στη μέση μιας τηλεοπτικής μετάδοσης. Αποφάσισα να καθίσω να ρίξω μια ματιά στην τρεχούμενη εκπομπή. Ήταν ψυχαγωγική αλλά θα προτιμούσα να είχα σκεφτεί παρά να είχα δει. Πέρασα λίγο χρόνο στον καναπέ, απορροφημένος στο μπλε φως που αντλούσε η οθόνη. Προσπαθούσα να σκεφτώ τι να κάνω όσο έπαιζα, αλλά ήταν λες και το φως διέκοπτε την δραστηριότητα του εγκέφαλου μου.
Με τη συνείδηση της στιγμής κατέβαλα λιγοστή ώρα σπαταλημένη στην οθόνη. Όταν κοίταξα ένα ρολόι είχε περάσει η ώρα. Ήταν αργά, πολύ αργά για να πάω για ύπνο. Ήταν η στιγμή που ξυπνάω καθημερινά, για να ετοιμαστώ να φύγω. Ο μόνος λόγος που σηκώθηκα ήταν επειδή κόπηκε το σήμα. 
Το φως του ήταν ίδιο με τη βροχή.

Ημέρα 6η

Η βροχή με έχει φέρει σε θέση ανακάλυψης. Έχω αρχίσει να μαθαίνω τη μια πληροφορία που δε θα ήθελα να ξέρω. Η εργασία αξίζει παραπάνω από ό,τι μου εξασφαλίζει. Οι συνθήκες που επικρατούν εκεί, και το περιβάλλον του χώρου δεν μας χρεώνει όσο μας λένε. Αυτό το γεγονός έχει φέρει ανισορροπία στην ημέρα μου. Νιώθω την ζωή μου να καταρρέει λες και ήταν όλη ψέμα.
Σχετικά παράλληλα με αυτό, νομίζω πως η περιοχή έχει μπει σε πόλεμο με γειτονικές. Μεγάλη αλλαγή στη διάθεση γραφής. Όσο είμαι έξω και βρέχομαι για να φτάσω εκεί που πρέπει όταν πρέπει, μια βροντή ακούγεται. Όχι από κεραυνό, αστραπή, αλλά από πυροβολισμό, μάλλον ένα ουρλιαχτό μια στο τόσο, εισερχόμενο από τον ορίζοντα, κρυμμένο από την πυκνή ομίχλη. Εγώ είμαι αφοσιωμένος μόνο στις σκέψεις μου. Το μόνο που πρόσεξα ήταν πως με κάθε βροντή και ταρακούνημα η βροχή γίνονταν πιο βαριά και δυνατή, πιο καταθλιπτική. 
Οταν βγήκα από τον χώρο εργασίας μου, πρόσεξα πως οι δρόμοι ήταν λιγότερο σαν κανονικό στρώμα αλλά πιο όμοιοι σε ποταμό. Το νερό έφτανε μέχρι τους αστράγαλους μου, και ένιωθα το κρύο να σκαρφαλώνει την σπονδυλική μου στήλη κόκκαλο με κόκκαλο, μέχρι που έφτασε την κορυφή του κεφαλιού μου. 
Στην επιστροφή οι ίδιες συνθήκες συνέβησαν. Μόνο που η βροχή ήταν διπλάσια, μάλλον και παραπάνω. Βαδίζοντας προς το ένα μέρος που είμαι προστατευμένος, ένιωθα πιο παγωμένος, πιεσμένος και αγχωμένος από πάντα.

Ημέρα 7η

Έχει περάσει μια βδομάδα και μόνο τόσο πήρε για να μπει η βροχή στο σπίτι μου. Η βροχή έχει παρατραβήξει. Αλλά εγώ δεν μπορώ να σταματήσω. Βγήκα έξω, η βροχή ήταν πιο βαριά από πάντα. Λουσμένος, πόδι-κεφάλι, κάθε σταγόνα της βροχής να περνάει μέσα από την ομπρέλα μου. Χωρίς ξεκούραση, βαδίζω, ένα χέρι, πάνω από το κεφάλι μου, να εγκλωβίζει το καπέλο μου, να μην φύγει στον ουρανό, το άλλο, μοβ από το κρύο, κολλημένο στον χαρτοφύλακα μου. Η καμπαρτίνα, επηρεασμένη από τον γοργό άνεμο, πετούσε από πίσω μου σαν μπέρτα, σαν ουρά. Αντιθέτως η γραβάτα μου, παρέμενε στον λαιμό μου, επειδή ήταν θαμμένη κάτω από το σακάκι μου. Πέρασα πάνω από μια στοίβα ξεραμένα κλαδιά και φύλλα στο έδαφος, πέρασα από τον ψιλικατζή, χωρίς να χαιρετίσω αυτή τη φορά. Είχα ξεχάσει τα γάντια μου σπίτι, όχι πως τα χρειαζόμουν πια. Το ένα χέρι ήταν μοβ και το άλλο μαύρο.
Αποφάσισα ότι δεν χρειάζεται να το αντέξω πια, μόνο να το καταλάβω και να το σταματήσω. Κάθισα σε ένα παγκάκι, έκλεισα την ομπρέλα, η οποία δε με προστάτευε καν ούτως ή άλλως, άφησα την φεντόρα μου να πετάξει, και κοίταξα πάνω. Μέσα από τα πυκνά σύννεφα, πίσω από την άγρια ομίχλη, και πάνω από την έντονη βροχή, που έριχνε καρεκλοπόδαρα, μπορούσα να τον δω. Τα μάτια του έδιναν μια καταθλιμμένη όψη, η οποία αποκάλυπτε τη διάθεση του, πολύ στενάχωρη και απελπιστική. Τα χέρια του έτρεμαν, από τη δύστυχη θέα που ήταν αναγκασμένος να παρακολουθεί κάθε του στιγμή. Κοιτώντας τον, από αυτή την εικόνα αμέσως κατάλαβα την οδυνηρή του έλλειψη στιγμής ευχαρίστησης ή ικανοποίησης. Και αυτή η περιγραφή, που θα θεωρούταν μόνιμη από κάποιους, και από εμένα λίγες μέρες πριν, είχε ένα λόγο για τον οποίο είναι έτσι. Νωρίτερα θα είχα κατηγορήσει τα συμβάντα τις περασμένης εβδομάδας, αλλά τώρα που έχω σκεφτεί την περασμένη βδομάδα, ξέρω ότι αυτό το προκάλεσα εγώ και μόνο εγώ. Τώρα που ξέρω, τώρα που γνωρίζω, τώρα που κατάλαβα, δε νιώθω τη βροχή πια, νιώθω μόνο, τα Δάκρυα του Θεού...

ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΡΜΕΝΑΚΗΣ

ΣΣ. Το διήγημα αποτελεί μαθητική εργασία στο πλαίσιο του μαθήματος της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας Β' τάξης, της καθηγήτριας Νίκης Κυριαζή, και έλαβε μέρος στο διαγωνισμό διηγήματος του Ιδρύματος Λασκαρίδη.
 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου