ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΙΑ ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ
Μια φορά και έναν καιρό, ζούσαν σε ένα χωριό ένας βασιλιάς μαζί με την βασίλισσα. Ήταν τόσο πλούσιοι που ποτέ τους δεν είχαν στερηθεί τίποτα και είχαν όλα τα αγαθά που υπήρχαν.
Μια μέρα ο βασιλιάς αποφάσισε να πάρει ένα δώρο στην γυναίκα του για τα γενέθλια της. Διέταξε τους υπηρέτες του να ψάξουν να βρουν ένα όμορφο δώρο για την βασίλισσα. Έτσι και έγινε, μετά από δύο ημέρες επέστρεψαν σχεδόν όλοι χωρίς τίποτα να έχουν βρει.
Ο βασιλιάς είχε αρχίσει να χάνει τις ελπίδες του, ώσπου ο τελευταίος υπηρέτης έφτασε με ένα ζευγάρι πανάκριβες κόκκινες μπότες. Ο βασιλιάς, χαρούμενος πλέον που βρήκε δώρο, έδωσε 100 λίρες στον υπηρέτη και έδωσε τις μπότες στην βασίλισσα. Μόλις έγινε αυτό, η βασίλισσα χάρηκε πάρα πολύ και έβαλε το δώρο της στην ντουλάπα της.
Πέρναγαν οι μέρες, όμως οι μπότες είχαν χρησιμοποιηθεί, ώσπου μια μέρα είπε ι μία μπότα είπε στην άλλη: «Βαρέθηκα εδώ μέσα». «Τι εννοείς;», τη ρώτησε ή άλλη. «Δεν βλέπεις τι γίνεται, η βασίλισσα από την ημέρα που μας πήρε δεν μας έχει χρησιμοποιήσει. Από ότι φαίνεται δεν μας εκτιμά καθόλου, αφού έχει άλλα 20 ζευγάρια σαν και μας. Πολύ φοβάμαι ότι θα μείνουμε μες την ντουλάπα για πάντα», απάντησε η πρώτη μπότα. «Έχεις δίκιο», συνέχισε η δεύτερη, «καλύτερα να μας χρησιμοποιούσαν κάποιοι που θα μας είχαν πραγματική ανάγκη και μόχι να μας αγοράζουν και να μας κοιτούν».
Μετά από ένα δεκάλεπτο η πρώτη μπότα σκέφτηκε μια ιδέα. «Τι θα έλεγες να πάμε και να παρακαλέσουμε την βασίλισσα να μας δώσει σε κάποιον που μας έχει ανάγκη πραγματικά;». «Τέλεια ιδέα» απάντησε η άλλη μπότα. Το επόμενο πρωί πήγαν και βρήκαν την βασίλισσα. Μόλις τις είδε τρόμαξε αλλά εκείνες την καθησύχασαν και της εξήγησαν το το παράπονο και το σχέδιό τους. Εκείνη συμφώνησε και την επόμενη μέρα διοργάνωσε έναν διαγωνισμό στον οποίο θα έπαιρναν μέρος γυναίκες, με το μεγάλο έπαθλο να είναι οι μπότες.
Την ημέρα του διαγωνισμού είχαν μαζευτεί πάρα πολλές γυναίκες οι οποίες κρατούσαν από έναν αριθμό η κάθε μια. Ανάμεσα στις γυναίκες υπήρχε μια φτωχή κοπέλα η οποία δεν είχε παπούτσια και τα ρούχα της ήταν μπαλωμένα και σχισμένα. Ήξερε πως η ελπίδα για να κερδίσει ήταν απειροελάχιστη, όμως πήγε να δοκιμάσει την τύχη της. Είχε το νούμερο 53 ενώ υπήρχαν τουλάχιστον άλλες 2.000 γυναίκες εκτός από αυτήν.
Παρ’ όλα αυτά όταν η βασίλισσα ανακοίνωσε τον αριθμό έτυχε να είναι ο δικός της. Η κοπέλα χάρηκε πολύ που θα κέρδιζε τις μπότες, το ίδιο και εκείνες αφού πλέον δεν θα ένιωθαν άχρηστες και θα φοριόντουσαν κάθε μέρα!
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΠΕΝΕΤΟΣ
ΣΣ. Το κείμενο αυτό αποτελεί εργασία του μαθητή στο πλαίσιο του μαθήματος της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της καθηγήτριας Ζαφειρίας Παπαδημητρίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου