Σάββατο 1 Μαΐου 2021

Η Πασχαλιά της λευτεριάς

Χρήστος Χρηστοβασίλης* 
Η Πασχαλιά της λευτεριάς 

πασχαλιάτικο φαγητό Constantin Stahi 1916
Τελείωνε η εκκλησιά. Ο παπάς στεκόταν μπροστά στην Ωραία Πύλη  κι αντί  «Δι’ ευχών των αγίων πατέρων ημών…» έλεγε «Χριστός Ανέστη εκ νεκρών, θανάτω…»
Όλο το χωριό σταυροκοπιόταν και διπλή χαρά ζωγραφιζόταν στο πρόσωπό του. Τέτοια χαρούμενη Λαμπρή δε θυμόταν κανείς να έχει δει εκεί πέρα. Τελειώνοντας ο παπάς το τελευταίο του «Χριστός Ανέστη», είπε:
– Χριστός Ανέστη, χωριανοί! Και του χρόνου να είμαστε καλά. Κι ο Μεγαλοδύναμος να μας φέρει καλά τ΄ αδέρφια μας που πολεμούν στο γεφύρι της Πλάκας, στον Λούρο, στην Πρέβεζα και στα Πέντε Πηγάδια…
Την τελευταία του φράση την πρόφερε με δάκρυα• κι όλο το χωριό, άντρες και γυναίκες, έκλαψαν μέσα στην εκκλησία, αλλά έκλαψαν από χαρά κι από αγαλλίαση, και φιλιόνταν εγκάρδια ο ένας με τον άλλο για την Ανάσταση του Χριστού και για την ανάσταση, που νόμιζαν, της σκλαβωμένης Πατρίδας.
Ο παπάς ξαναμπήκε στο Ιερό για να αποτελειώσει τη λειτουργία και το χωριό άρχισε να βγαίνει από την εκκλησιά φαμίλιες φαμίλιες. Πρώτα έβγαιναν οι μεγαλύτερες οι φαμίλιες κι ύστερα οι μικρότερες, κι από τις φαμίλιες πάλι πρώτοι έβγαιναν οι γέροντες με τις γριές και παραπίσω οι νιοι και οι νιες και τα παιδιά.
Πρώτος πρώτος βγήκε ο προεστός του χωριού, ο γερο-Λιόλιος, γέρος μ΄ εβδομήντα πέντε χρόνια και παραπάνω στη ράχη του και με κάτασπρα μαλλιά και με κάτασπρα μακριά μουστάκια, κρατώντας με το αριστερό χέρι την άσπρη του λαμπάδα κι ακουμπώντας με το άλλο σε μια ροζιάρικη και χοντρή πατερίτσα.
Από πίσω έρχονταν δυο παιδιά του, πάνω από σαράντα ή σαράντα πέντε χρόνων το καθένα, δυο παντρεμένα εγγόνια, εφτά νυφάδες από παιδιά και δυο εγγονονύφες, και καμιά εικοσαριά εγγόνια από είκοσι χρόνων και κάτω. Απ’ τα υπόλοιπα πέντε παιδιά του γερο-προεστού, που δεν ήτανε στην εκκλησιά, δυο ήταν πεθαμένα και τρία ξενιτεμένα, κι από τα τρία πάλι το ένα ήταν εθελοντής στον ελληνικό στρατό.
Τραβούσε μπροστά ο γερο-προεστός, σαν αρχηγός κοπαδιού, κι ερχόταν όλο το χωριό κοντά του, με τα κεριά στα χέρια αναμμένα. Ήτανε νύχτα βαθιά κι ο αυγερινός δεν είχε ξεπροβάλει ακόμα από την κορυφή των Τζουμέρκων. Αλλά μια φωτεινή αυλακιά , απλωμένη από το κορφοβούνι του Περιστεριού ως απάνω στα Γιάννενα, έδειχνε πως τ’ αστέρι αυτό, που τ’ ονομάζουν οι πιο πολλοί «λαμπρό», δεν θ’ αργούσε να βγει.
Ανάμεσα στην εκκλησιά και το χωριό είναι ένα μεγάλο δεντρόφυτο πλάτωμα. Εκεί σταμάτησαν όλοι κι έκαμαν ένα μεγάλο κύκλο να μιλήσουν για τον πόλεμο.
Ένα ψιλό αεράκι, που τραβούσε απ’ το χωριό, έφερνε τη μοσχομυρωδιά των αρνιών που ψήνονταν στις αυλές των σπιτιών.
– Τα μάθατε;
– Τι καινούργια;
– Αληθινά πως τους τσάκισαν τ’ αδέλφια μας τους Τούρκους;…..
– Όλο και καλά. Νικήθηκαν οι Τούρκοι στης Άρτας το γεφύρι. Τους τσάκισε ο Κίτσος ο Μπότσαρης.
– Τρεις μέρες και τρεις νύχτες πόλεμο…
– Καημένο Σούλι, να μην πεθάνεις ποτέ με τα παλικάρια που βγάζεις!… Εσύ στα παλιά χρόνια, εσύ και τώρα!
– Πόσοι αρχηγοί ήτανε στην Άρτα;
– Δυο. Ο Κίτσος ο Μπότσαρης κι ο Κώστας ο Σέχος.
Η σημαία των Μποτσαραίων
Ο Μπότσαρης κλείστηκε στην Άρτα κι ο Σέχος πέρασε το ποτάμι και πήρε τα πλευρά των Τούρκων. Τότε οι Τούρκοι βάρεσαν μ’ όλα τους τα δυνατά να πάρουν την Άρτα, για να κλείσουν τον Σέχο μέσα στο τούρκικο, αλλά τους τσάκισε το Μποτσαράκι, κι έτσι σκόρπισαν, κι όπου φύγει φύγει…
Τότε ο δικός μας ο στρατός πέρασε το γεφύρι της Άρτας κι έπιασε τα Λέχοβα, την Κανέτα και τα Πέντε Πηγάδια.
– Σκοτώθηκαν πολλοί Τούρκοι;
– Σαν πόσοι έπεσαν απ’ τους δικούς μας;
Μετριούνται οι Τούρκοι τρεις φορές και λείπουν τρεις χιλιάδες,
μετριούνται τα Ελληνόπουλα και λείπουν τρεις λεβέντες!
– Σαν τι άνθρωποι να’ ναι ο Κίτσος ο Μπότσαρης κι ο Κώστας ο Σέχος;
– Ο ένας μια πιθαμή άνθρωπος, μικρός μα θαυμαστός, κι ο άλλος θεριό σωστό: δυο Τούρκους μπορείς να κρεμάσεις από τα μουστάκια του!
– Χαρά στις μάνες που τους έκαμαν!
Ο γερο-προεστός, που είχε σταθεί κι αφουγκραζόταν τι έλεγαν οι χωριανοί, φώναξε:
– Ωρέ παιδιά! Ποιος σας τις έφερε τις κουβέντες; Μη μιλάτε, μωρέ παιδιά μου, όπως θέλει η καρδιά σας, και σας δοκιμάσει ο Θεός!
– Είναι αλήθεια, μπάρμπα, αυτά που λέμε! Είναι αλήθεια! Ήταν κάτι Τσάμηδες στην Άρτα, και με την καταστροφή των Τούρκων πέρασαν κι αυτοί δώθε χωρίς διαβατήρια και τράβηξαν για τα χωριά τους!
– Τους είδες με τα μάτια σου εσύ; τον ρώτησε ο γερο-προεστός με δυσπιστία.
– Τους είδα και μίλησα μαζί τους και μου τα είπαν όλα!
– Ποια μέρα φύγαν από την Άρτα οι Τσάμηδες;
– Τη Μεγάλη Παρασκευή. Ήρθαν από τα Λακκοχώρια, πέρασαν από τον Καλαμά χτες το σουρούπωμα και τράβηξαν νύχτα για τα χωριά τους…
– Ωρέ, δεν έχει κανένας από σας άρματα; βροντοφώνησε ο γερο-προεστός πνιγμένος από τη χαρά του. Η Πασχαλιά θέλει αρνιά, ο ‘Αϊ-Γιώργης κατσίκια, ο γάμος κριάρια κι η λευτεριά ντουφέκια! Δεν έχει κανένας από σας άρματα για να ρίξουμε και να χαιρετίσουμε τη λευτεριά; Πεντακόσια χρόνια δούλοι, ωρέ παιδιά, και να μην έχουμε σήμερα ένα ντουφέκι να ρίξουμε και να καλωσορίσουμε τη λευτεριά μας;
– Αμ τι ρωτάς; του απολογήθηκε ένας. Δεν μας τα μάζεψαν όλα τ’ άρματα οι Τούρκοι; Ποιανού άφησαν ντουφέκι ή πιστόλα; ξαναρώτησε.
– Ωρέ, δεν έχει κανένας ένα παλιοντούφεκο, μια παλιοπιστόλα; ξαναρώτησε.
– Αμ τώρα, γερο-μπάρμπα, του είπε ένας, θα πλακώσουν ντουφέκια όσα θέλεις! Όρεξη να ‘χεις να ντουφεκάς. Ντουφέκια και φισέκια χάρισμα.
– Mωρέ, εγώ το θέλω αυτή τη στιγμή, δεν το θέλω ύστερα! Τι να το κάμω ύστερα; Αχ, ανάθεμά τους τους αντίχριστους που μας τα μάζεψαν όλα τ’ άρματα! Ανάθεμά τους και τρισανάθεμά τους τους αντίχριστους! Έχει, ωρέ, κανένας σας κανένα παλιοντούφεκο για μια φορά,  και του το γυρίζω πίσω! Ένα αρνί διαλεχτό δίνω για ένα παλιοντούφεκο  γεμάτο.
– Δίνεις τ’ αρνί;
– Μωρ΄ έχεις άρματο , γερο-Τόλαινα;
– Μα το ξύλο που ‘χω φάει απ’ τους αντίχριστους για να μην τους το μαρτυρήσω!
– Ντουφέκι είναι;
– Ναι, ντουφέκι, του μακαρίτη!
Και η γριά άρχισε να κλαίει τον μακαρίτη της.
– Άφησε τα κλάματα, γριά, και σύρε να μου φέρεις το ντουφέκι στο σπίτι,  να σου δώσω τ΄ αρνί….
Όλο το χωριό ήταν τρελό από τη χαρά του. Από τα λόγια, από τα φερσίματα, από το περπάτημα, νόμιζε κανείς πως όλος εκείνος ο κόσμος είχε φάει το ζουρλόχορτο. Ως κι αυτά τα λιανοπαίδια, που δεν μπορούσανε να καταλάβουν καλά καλά τι θα πει λευτεριά, φώναζαν ψαλμωδικά:
– Έγινε ρωμαίικο! Καλημέρα σας! Έγινε ρωμαίικο! Καλημέρα σας!
– Μωρέ, Πασχαλιά μας την έστειλε ο Μεγαλοδύναμος τη χαρά της λευτεριάς μας, έλεγε ο ένας.
– Τέτοιο καλό δεν μπορούσε να ‘ρθει άλλη μέρα παρά Πασχαλιά, απαντούσε ο άλλος.
– Δυο Πασχαλιές!
– Αλήθεια, δυο Πασχαλιές. Η μια του Χριστού και η άλλη της σκλαβωμένης Πατρίδας!
– Τι μεγάλη μέρα!
– Δοξασμένος να ΄ναι ο Κύριος!
Με τέτοιες κουβέντες ο κόσμος όλος μπήκε στο χωριό  και κάθε φαμίλια πήγαινε στο σπίτι της. Οι αυλές των σπιτιών φεγγοβολούσαν από τις ψησταριές των αρνιών που στριφογύριζαν πάνω στη θράκα.
Όταν ο γερο-προεστός έφτασε στο σπίτι του, βρήκε στην αυλόθυρα τη γριά με το ντουφέκι στα χέρια να περιμένει. Μόλις την είδε, ρίχτηκε πάνω της να της το πάρει.
– Τ΄ αρνί πρώτα! του φωνάζει η γριά.
– Μωρέ, ένα αρνί μονάχα γυρεύεις, κουτή, της λέει ο προεστός. Εγώ τέτοια μέρα σφάζω όλο το κοπάδι και καίω και το σπίτι μου ακόμα!
Και, σαν να προσβλήθηκε από την απάντηση της γριάς, έκραξε ένα εγγόνι του που είχε ανεβεί στο σπίτι:
– Ωρέ, Κίτσο! Κίτσο, ωρέ!
– Όρισε, παππού! του απολογήθηκε το παιδί, παλικάρι ως δεκατεσσάρων -δεκαπέντε χρόνων.
– Να πεταχτείς, ωρέ, στη στάνη και να ξεκόψεις δεκαπέντε ως είκοσι αρνιά καλά. Γρήγορα! Ακόμα εδώ είσαι!
Το παιδί λάκισε σαν ελάφι στη στάνη , αλλά ο γερο-προεστός, θέλοντας να δείξει όλη τη χαρά της καρδιάς του, φώναξε τον διαλαλητή του χωριού:
– Ωωωωρέ Νάσο! Νάσο ωρεεεέ!
– Έφτασα, μπάρμπα, απολογήθηκε μια φωνή εκεί γύρω από τα σπίτια.
– Να βγεις, ωρέ, στη ράχη και να διαλαλήσεις στο χωριό πως όποιος δεν έχει αρνί, να ‘ρθει στο σπίτι μου να πάρει!…
Η γριά όμως, μ’ όλα αυτά που γίνονταν, κρατούσε το ντουφέκι με τα δυο της χέρια και δεν το ‘δινε πριν της φέρουν πρώτα τ’ αρνί.
– Δε το δίνω ακόμα, έλεγε, θέλω τ’ αρνί πρώτα!
Του Νάσου η φωνή ξεχύθηκε σ’ όλο το χωριό σαν δυνατός βοριάς κι όσοι δεν είχαν αρνί έτρεξαν στο σπίτι του προεστού. Έτρεξαν ακόμα κι εκείνοι που είχαν, όχι για να ζητήσουν κι αυτοί, αλλά για να δουν με τα μάτια τους το ψυχικό του προεστού.
Δεν πέρασε πολλή ώρα και, να σου, έφτασε κι ο Κίτσος μ’ ένα κοπάδι αρνιά.
– Το καλύτερο της γριάς! φώναξε ο προεστός, και στη στιγμή ο πιστικός  που ερχόταν μαζί με τον Κίτσο άρπαξε απ’ τον λαιμό ένα μαύρο αρνί με μια βούλα άσπρη στο μέτωπο σαν τον αυγερινό, που ήταν μια οργιά βγαλμένος εκείνη την ώρα.
Η γριά με το ένα χέρι άρπαξε τ’ αρνί και με τ’ άλλο τρεμάμενο έδινε το ντουφέκι στου προεστού τα χέρια, από φόβο μην ήτανε ψέμα το τάξιμο. Ύστερ’ από τη γριά πήραν από ένα αρνί όσοι δεν είχαν κι ο προεστός, παίρνοντας το ντουφέκι στο χέρι του, είπε στη γριά:
-Γεμάτο είν’, ωρή;
-Γεμάτο! όπως το ΄χει αφήσει ο μακαρίτης.
-Μωρέ, είν΄ ακέρια πέντε χρόνια από τότε. Φοβάμαι μη δεν πάρει φωτιά και ντροπιαστώ!
Σηκώνει το λύκο και λέει:
– Χριστός  Ανέστη,  ωρ’ αδέρφια! Χριστός Ανέστη! Καλώς μας ήρθε η λευτεριά!
Το παλιοντούφεκο βρόντηξε και τράνταξε το χωριό. Και με το βρόντημά του σωριάστηκε ο προεστός άψυχος!
Ρίχνονται απάνω του οι δικοί και ξένοι, φέρνουν αναμμένα δαδιά, του ρίχνουν νερό, τίποτε. Είχε ξεψυχήσει. Τον είχε σκοτώσει η χαρά.
....................................

Χρήστος Χρηστοβασίλης (1861-1937) συγγραφέας και δημοσιογράφος. Ο ηθογράφος της Ηπείρου. Στα διηγήματά του ξεχώριζε για την ζωντάνια της γλώσσας, το χιούμορ και τη δημιουργική αξιοποίηση των λαϊκών παραδόσεων. Φλογερός πατριώτης, αναμείχθηκε με ποικίλους τρόπους στην προσπάθεια απελευθέρωσης των σκλαβωμένων περιοχών του Ελληνισμού, ενώ καταδικάστηκε σε θάνατο σε νεότατη ηλικία από τους Τούρκους το 1882 για την επαναστατική του δράση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου