Τρίτη 13 Ιουλίου 2021

ΠΑΡΑΜΥΘΟ…ΛΟΓΕΙΑ (3/21)

ΜΙΑ ΦΙΛΙΑ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ

Μια φορά κι έναν καιρό, στους πρόποδες ενός βουνού, υπήρχε ένα όμορφο χωριουδάκι. Θα μπορούσε να είναι σαν όλα τα άλλα χωριουδάκια, αλλά είχε κάτι το ξεχωριστό. Στην κορυφή του βουνού υπήρχε ένας πύργος, όπου κατοικούσε ένας γίγαντας.
Στο χωριό ζούσε και μια οικογένεια που είχε ένα κοριτσάκι, την Ελπίδα. Η Ελπίδα δεν είχε φίλους να παίξει, γιατί ήταν η πιο μικρά από τα άλλα παιδιά, και δεν την  έκαναν παρέα, έτσι ήταν μόνη της. Συνήθιζε να πηγαίνει σε μια παιδική χαρά που ήταν εγκαταλελειμμένη, γιατί αν και είχε πολλά παιχνίδια, ήταν όλα σκουριασμένα και χαλασμένα. Της άρεσε να ανεβαίνει πάνω στο τρενάκι που είχε σταματήσει πάνω ψηλά, και έβλεπε τον πύργο.
Σκεφτόταν αν πραγματικά υπάρχει ο γίγαντας, πώς να είναι; Τι θα γινόταν αν τον συναντούσε, μήπως και αυτός νιώθει μόνος του; Και τότε πήρε την μεγάλη απόφαση, θα πήγαινε να τον βρει!
Την άλλη μέρα ξεκίνησε για το βουνό. Περπάτησε αρκετή ώρα, ώσπου κάποια στιγμή αντίκρισε τον πύργο που ήταν περιτριγυρισμένος από πολλά δέντρα και φυτά. Άνοιξε την μεγάλη πόρτα και μπήκε μέσα. Στεκόταν εκεί και θαύμαζε όλα αυτά που απλώνονταν μπροστά της, όταν κάποια στιγμή, άκουσε μια φωνή να τη ρωτάει: «Θέλεις κάτι; Έχεις χαθεί;» Γύρισε και αντίκρισε τον «γίγαντα». Ήταν ένας ψηλός γεροδεμένος άντρας που της χαμογελούσε.
-Πιστεύω να μην σε τρόμαξα, της είπε. Απλώς δεν έχω συνηθίσει σε επισκέψεις και μου φάνηκε περίεργο που σε είδα εδώ.
Η Ελπίδα, του εξήγησε το λόγο που την είχε κάνει να έρθει, και του είπε, ότι αν ήθελε και αυτός, θα μπορούσαν να γίνουν φίλοι.
Ο Γίγαντας δεν σκέφτηκε για πολύ και της είπε ότι είναι μια πολύ όμορφη ιδέα και ότι είναι τιμή του να γίνει φίλος της. Κάθισαν κάτω και συζήτησαν για όλα αυτά που θα μπορούσαν να συζητήσουν οι δύο τους.
Η Ελπίδα του είπε, γιατί δεν είχε φίλους και ήθελε να μάθει,  γιατί αυτός ζούσε μόνος του. Ο γίγαντας τής εξήγησε ότι, επειδή ήταν διαφορετικός από τους άλλους, οι άνθρωποι τον απέφευγαν και αν έκανε ότι πήγαινε να κατέβει στην πόλη, όλοι έτρεχαν να κρυφτούν. Έτσι προτιμούσε να μείνει μόνος του, τότε η Ελπίδα τού είπε την ιδέα που είχε. Ο γίγαντας αφού την άκουσε, της είπε ότι άξιζε να προσπαθήσουν!
Και πράγματι την άλλη μέρα το πρωί, ο γίγαντας έφτασε στο χωριό όπου τον περίμενε η Ελπίδα. Οι κάτοικοι φοβισμένοι έτρεξαν να κρυφτούν, παρακολουθώντας πίσω από τις κουρτίνες για να δουν τι θα γίνει. Όμως έκπληκτοι  είδαν τον γίγαντα να παίρνει μέσα στην παλάμη του τη μικρή Ελπίδα και να την αφήνει απαλά δίπλα στο χαλασμένο τρενάκι. Με την δύναμη που είχε άρχισε να φτιάχνει τις στραβές γραμμές του, να τρίβει την σκουριά, για να φύγει και τότε ένας-ένας έπαιρνε θάρρος και πήγαινε κοντά, για να βοηθήσει. Μέχρι το βράδυ τα παιχνίδια είχαν πάρει μια άλλη όψη, και όλοι συμφώνησαν να συνεχίσουν την άλλη μέρα. Όλοι αισθάνονταν ένα συναίσθημα χαράς, και όλοι σκέφτονταν ότι στην πραγματικότητα δεν υπήρχε κάποιος διαφορετικός ανάμεσά τους, γιατί και τον γίγαντα τώρα τον έβλεπαν, απλώς λίγο πιο ψηλό!

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑ ΛΥΚΟΓΕΩΡΓΟΥ

 ΣΣ. Το κείμενο αυτό αποτελεί εργασία της μαθήτριας στο πλαίσιο του μαθήματος της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Α' τάξης, της καθηγήτριας Γεωργίας Αλειφέρη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου