ΜΙΑ ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΕΥΚΑΙΡΙΑ
Μία φορά και έναν καιρό σε ένα ορεινό χωριό υπήρχε ένας φούρνος ξακουστός που έφτιαχνε το πιο νόστιμο και λαχταριστό ψωμί του κόσμου. Η ψίχα του αφράτη, η κόρα του τραγανιστή και η γεύση του μοναδική. Ήταν ο φούρνος της οικογένειας Καραμολέγκου. Ντόπιοι, περαστικοί και κάτοικοι γειτονικών χωριών γεύονταν καθημερινά το ψωμί αυτού του φούρνου.
Μία μέρα έτυχε να περνάει από το χωριό ο βασιλιάς μιας μακρινής χώρας. Μόλις γεύτηκε το ψωμί του μοναδικού φούρνου που υπήρχε στο χωριό, ζήτησε αμέσως να γνωρίσει τον παρασκευαστή του.
- Καλημέρα σας μεγαλειότατε! Έμαθα πως ζητήσατε να με γνωρίσετε! Τιμή μου!
- Καλημέρα! Ναι, πράγματι το ζήτησα. Ξέρετε είμαι λάτρης του ψωμιού, μα ομολογώ πως νοστιμότερο ψωμί δεν έχω ξαναφάει στη ζωή μου.
- Σας ευχαριστώ πολύ. Με τιμά η γνώμη σας. Μήπως θα θέλατε κάτι άλλο, γιατί με όλο το σεβασμό έχω πολλά ψωμιά να ζυμώσω μέχρι τη δύση του ηλίου.
- Ναι, θα ήθελα. Έμαθα ότι έχετε οικογένεια, κύριε φούρναρη και μάλιστα πολυμελή. Σας έχω λοιπόν μία πρόταση, αρκετά δελεαστική,
- Πρόταση; Μα δεν καταλαβαίνω…
- Θέλω να έρθετε στο βασίλειο μου και να ζυμώσετε ψωμί για τους υπηκόους μου. Ασφαλώς μαζί με την οικογένειά σας.
-Τι πράγμα; Μα πως… Εδώ είναι ο τόπος μας, οι συγχωριανοί μας. Εδώ έχουμε χτίσει τη ζωή μας. Πώς θα την εγκαταλείψουμε;
- Κύριε φούρναρη, κατανοώ τον δισταγμό σας. Όμως τι θα λέγατε να σας προσέφερα έναν υψηλό μισθό, πολυτελή κατοικία με κήπο να παίζουν τα παιδιά σου και ένα φούρνο τριπλάσιο από αυτόν στον οποίο εργάζεστε τώρα;
- Μα ο φούρνος αυτός είναι η κληρονομιά μας. Περνάει από πατέρα σε γιο γενιές ολόκληρες. Πώς θα τον εγκαταλείψω;
- Σκέψου Σε τι άνεση θα ζείτε εσύ και η οικογένειά σου. Ούτε φτώχεια, ούτε μιζέρια. Συζήτησέ το με τη γυναίκα σου και θα περάσω αύριο το πρωί την ίδια ώρα για να μου δώσεις την τελική σου απάντηση.
Την επόμενη μέρα ο βασιλιάς ήρθε πάλι στο φούρνο και η απόφασή του φούρναρη τον δυσαρέστησε. Πίστευε πως με τόσα που του είχε τάξει, αν τον ακολουθούσε στο βασίλειο του, θα τον έπειθε. Όμως γελάστηκε. Ο φούρναρης και η γυναίκα του είχαν αξίες που δεν τις καταπατούσαν για κανένα πλούτο στον κόσμο. Αγαπούσαν τον τόπο τους, τους συγχωριανούς τους και σέβονταν την οικογενειακή επιχείρηση που κληρονόμησαν και που κάποια μέρα θα κληρονομούσαν οι απόγονοί τους. Ήταν ευτυχισμένοι με όσα είχαν.
Έτσι ο βασιλιάς συγκινημένος από την εξήγηση που του έδωσε ο φούρναρης, για να δικαιολογήσει την άρνηση του, του έδωσε ένα ξύλινο κουτί, που είχε μέσα πολλά χρυσά νομίσματα. Ήταν η ανταμοιβή για την πίστη του στον τόπο του και την οικογένειά του. Ο βασιλιάς πήρε το δρόμο της επιστροφής για το βασίλειο του και ο φούρναρης γεμάτος χαρά γύρισε στο σπίτι και έδειξε το κουτί στη γυναίκα του. Αποφάσισαν από κοινού να μοιραστούν τα νομίσματα με τους συγχωριανούς τους, κι έτσι έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα!
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΚΑΡΑΜΟΛΕΓΚΟΥ
ΣΣ. Το κείμενο αυτό αποτελεί μαθητική εργασία που έγινε με αφορμή την παρουσίαση, από την καθηγήτρια Γεωργία Αλειφέρη, παραμυθιών που ανθολογούνται στο σχολικό εγχειρίδιο της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Α’ Γυμνασίου, όπου οι μαθητές και οι μαθήτριες δοκίμασαν τις δυνάμεις τους στη συγγραφή παραμυθιών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου