Η ΩΡΑΙΟΤΕΡΗ ΤΟΥ ΣΤΙΓΜΗ
Του Κώστα Ουράνη*
Θυμάμαι πάντα, κι έτσι σαν να τις ζω στο ενεστώς, τις στιγμές εκείνες του πρωινού της 28ης Οκτωβρίου 1940 που ξύπνησα ξαφνισμένος από τους διάτορους γόους της σειρήνας για να πληροφορηθώ από το γέρο θυρωρό μου, σαν μου ανέβασε την εφημερίδα, ότι η Ιταλία μας είχε κηρύξει τον πόλεμο.
Άκουσα την είδηση, διάβασα τις λεπτομέρειες στην εφημερίδα - κι' απόμεινα σιωπηλός. Όχι αποσβολωμένος. Σιωπηλός - και ακίνητος, και με τα μάτια στυλωμένα στο πρωινό φως.
Δεν είχα καμμία από τις συνηθισμένες αντιδράσεις που φέρνει, αυτόματα, μια τέτοια είδηση, δεν έκανα καμμία από τις σκέψεις που προκαλεί. Δεν κόχλασε μέσα μου άξαφνο μίσος εναντίον των Ιταλών για την τόσο άδικη (και τόσο δειλή από μέρους μιάς Μεγάλης Δύναμης) επίθεση. Δεν με κατέλαβε φοβισμένη ταραχή για το άνισο του πολέμου αυτού, για τις πιθανότητες της ήττας και τις συνέπειές της. Δεν με κέντρισε τυφλό πολεμικό μένος. Τίποτα. Ο,τι ένιωθα έτσι που είχα απομείνει σιωπηλός κι' ακίνητος, δεν το είχα νιώσει ποτέ άλλοτε στη ζωή μου και σε κανένα, πριν, άλλο πόλεμο. Ήταν σαν να είχα μπεί σε μία «κατάσταση Χάριτος». Η ψυχή μου ήταν γεμάτη κατάνυξη - σαν μια ψυχή που απογυμνώνεται από κάθε τι το γήινο και γίνεται έτοιμη να πλουτισθεί με το Θείο. Και μέσα σ' αυτήν την κατάνυξη, ευαγγελίστηκα την Ελλάδα.
Δεν ήταν η αφηρημένη της έννοια, η η συμβολική της παράσταση, η κι' αυτό ακόμα το όραμά της, πούύ είχε εισχωρήσει μέσα μου, που γέμιζε το είναι μου και ξεχείλιζε. Ήταν η Ελλάδα αυτούσια, στη ζωντανή της υπόσταση: με τα βουνά και τους κάμπους της, τις θάλασσες και τα ποτάμια της, τα δάση και τα λουλούδια της - και μ' όλους τους ανθρώπους που ζούσαν σ' αυτήν. Ο ίδιος εγώ είχα γίνει Ελλάδα. Όλα της ήταν μέσα μου - κι' εγώ ήμουν μέσα σ' όλα. Όλα της μου ανήκαν - και τους ανήκα. Δεν υπήρχε τίποτα που να μην το γνώριζα και να μην τ' αγαπούσα. Τίποτα που να μη με θέρμαινε και που να μην το θέρμαινα. Η ψυχή μου ξεχείλιζε από τρυφερότητα για ο,τι ελληνικό, από αδελφωσύνη για κάθε Έλληνα. Χάιδευε απαλά τα πάντα, χαμογελούσε ήρεμα σε όλους. Κι' η πνοή του αέρα, κι' ο ρόχθος των θαλασσών, κι' οι μυρωδιές των λουλουδιών και των θυμαριών, και το μουρμούρισμα των τρεχούμενων νερών, και το τραγούδι των πουλιών μου ανταποδίδαν το χάδι. Κι' οι άνθρωποι, νέοι και γέροι, γυναίκες και παιδιά, από πολιτείες, από βουνά, από κάμπους κι' από νησιά μου ανταποδίδαν το χαμόγελο. Κι' ένα φως αναστάσιμο έλουζε κι' εξωράιζε όλους και όλα...
Τον «ευαγγελισμό» αυτόν τον ένιωσαν όλοι οι Έλληνες την ημέρα εκείνη γιατί μόνο αυτός εξηγεί και φωτίζει την προσφυγή τους στα όπλα χωρίς τίποτα το σαστισμένο, η το σκυθρωπό, η το μοιρολατρικό, η και το πολεμόχαρο, αλλά με μια ήρεμη και ήμερη απόφαση να πολεμήσουν μ' όλες τους τις δυνάμεις - τεντωμένες έως το άκρο. Αυτός και διαφοροποιεί τον πόλεμο τούτον από κάθε άλλο πόλεμο στην ιστορία των λαών γιατί κι' άλλοι λαοί πολέμησαν από «Χρέος προς την πατρίδα», η «υπέρ βωμών και εστιών», η για να προασπίσουν την ελευθερία τους (κι' όταν ακόμα είχαν ν' αντιμετωπίσουν πολύ δυνατότερους εχθρούς), ενώ δεν συνέβηκε ποτέ σε λαό να πάρει τα όπλα όπως οι Έλληνες το 1940: έχοντας, ο κάθε ένας τους, μοναδικό κίνητρο την Αγάπη, - μιάν απέραντη, τρυφερή κι' αφιλοκερδή αγάπη που αγκάλιαζε, με χάδι και με χαμόγελο, τον τόπο τους όλο κι' όλους τους ανθρώπους του τόπου τους.
Κι' είναι γι' αυτό - κι' όχι για τον ηρωισμό που έδειξε η και για τη νίκη που κατήγαγε στον πόλεμο - που η 28η Οκτωβρίου θα μείνει στην Ιστορία ως «η ωραιότερη στιγμή» του ελληνικού λαού σ' όλη, τη μακραίωνη, ζωή του.
…………………………
Ο Κώστας Ουράνης, πραγματικό όνομα: Κλέαρχος Νιάρχος ή Νεάρχου, (Κωνσταντινούπολη, 12 Φεβρουαρίου 1890 – Μελίσσια Αττικής, 12 Ιουλίου 1953) ήταν ποιητής, πεζογράφος, κριτικός λογοτεχνίας, μεταφραστής, δοκιμιογράφος και δημοσιογράφος. Διετέλεσε πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Λογοτεχνών. Το άρθρο του δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Νέα Ἑστία», τεύχος 536, 1 Νοεμβρίου 1949, σελ. 1374-1375.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου