Η ιστορία μέσα από μια εικόνα
Για πολλές μέρες ακουγόντουσαν πυροβολισμοί και βομβαρδισμοί στην πόλη. Όλοι είχαν αναστατωθεί. Από στιγμή σε στιγμή οι άνθρωποι περίμεναν το τέλος τους. Τα σχολεία είχαν κλείσει. Η οικογένεια του Αχμέτ συζητούσε:
-Τι θα κάνουμε; Δεν μπορούμε να ζήσουμε άλλο εδώ μέσα! Πρέπει να φύγουμε! έλεγε η μητέρα
-Μα τώρα που βολευτήκαμε… πήγε να αντιμιλήσει ο πατέρας
-Μας βομβαρδίζουνε καταλαβαίνεις; Πρέπει να βρούμε σχέδιο σωτηρίας. Δεν μπορούμε να καθόμαστε άλλο έτσι. Τελείωσε. Αύριο φεύγουμε για την Ελλάδα. Εκεί τουλάχιστον δεν κινδυνεύουμε,είπε η μητέρα
(πατέρας)-Όχι εγώ δεν θα έρθω, δεν θέλω να φύγω.
(μητέρα)-Μην κάνεις σαν μωρό
Ο Αχμέτ ακούγοντας την μαμά του να φωνάζει ξυπνάει αγριεμένος. «Τι έγινε;»
(Μητέρα) Άκου ,πυροβολισμοί
(Αχμέτ) Πρέπει να φύγουμε,μαμά φοβάμαι
(Μητέρα) Ορίστε, ακόμα και το παιδί είναι πιο έξυπνο από εσένα, λέει στον πατέρα
(Πατέρας) Καλά, μαζεύουμε και αύριο μπαίνουμε στην πρώτη λέμβο και φεύγουμε
Το επόμενο πρωί με μαυρισμένο ουρανό, χαράματα ακόμα ,ξύπνησε η οικογένεια, πήρε τα απολύτως απαραίτητα και πήγε στο λιμάνι ώστε να φύγει με τους υπόλοιπους ανθρώπους.
Ξεκίνησαν το ταξίδι τους και μετά από λίγο μια τεράστια τρικυμία ξέσπασε. Ο Αχμέτ κρατούσε πολύ σφιχτά την μητέρα του. Φοβάμαι , ψέλλισε
Να μην φοβάσαι, να είσαι θαρραλέος και ψύχραιμος στη ζωή σου, του είπε ο πατέρας του.
Η τρικυμία δυνάμωσε και ο τρόμος και η απελπισία ήταν ζωγραφισμένα στα πρόσωπα των επιβατών. Ένα τεράστιο κύμα αναποδογύρισε τη λέμβο και όλοι προσπαθούσαν με τα σωσίβια και τις δυνάμεις τους να σωθούν. Ο πατέρας του Αχμέτ του είπε: «Να θυμάσαι ότι πάντα θα υπάρχουν εμπόδια στη ζωή. Σκοπός είναι να βρίσκεις πάντα τρόπο να τα ξεπερνάς. Αντίο μικρέ πολεμιστή». Με αυτά τα λόγια ένιωσε τις δυνάμεις του να τον εγκαταλείπουν. Η μητέρα προσπάθησε να τον σώσει αλλά δεν τα κατάφερε. Πήγε κι αυτή μαζί του στον πάτο της θάλασσας. Ο Αχμέτ συνέχισε το ταξίδι του έχοντας πάντα στο μυαλό του τα λόγια του πατέρα του. Έχοντας πιει πολύ νερό, νιώθοντας πείνα και εξάντληση, αφού κολυμπούσε δύο μερόνυχτα, έφτασε στην ακτή. Χαρούμενος, παραξενεμένος και αισιόδοξος. Κατάλαβε ότι ήταν μόνος ανάμεσα στους ξένους. Κοιμήθηκε το βράδυ σε μια ξαπλώστρα και το επόμενο πρωί ξεκίνησε να δει που βρισκόταν. Άκουγε γύρω του μια γλώσσα ξένη. Πήρε τον δρόμο, προχώρησε και βρήκε το φούρνο. Χαρούμενος μπήκε μέσα αλλά ο φούρναρης κατάλαβε ότι ήταν ξένος και τον έδιωξε.
Βλέποντας τους άλλους να τον κοιτάζουν περίεργα ένιωσε πολύ άσχημα. Μετά από λίγες μέρες βρέθηκε μια γυναίκα η οποία τον γνώριζε, τόν είχε ξαναδεί. Αφού μιλήσανε για λίγο, ο Αχμέτ έμαθε ότι αυτή η γυναίκα ήταν μια παλιά φίλη της μητέρας του. Είχε φτάσει στην Ελλάδα πριν από 3 χρόνια. Έπειτα ο Αχμέτ τής είπε την δικιά του ιστορία. Η γυναίκα άλλοτε λυπήθηκε κι άλλοτε άκουγε εντυπωσιασμένη. Έτσι του είπε να πάει να μείνει μαζί της. Ο Αχμέτ δίστασε στην αρχή αλλά μετά δέχτηκε. Η γυναίκα αυτή τον έγραψε στο σχολείο και τον πρόσεχε σαν δικό της παιδί. Ο Αχμέτ αποδείχτηκε ένας πάρα πολύ καλός μαθητής ο οποίος στο δημοτικό έγινε σημαιοφόρος. Οι συμμαθητές του, αφού άκουσαν την ιστορία του έπαψαν να τον ζηλεύουν. Αντίθετα τον θεώρησαν ήρωα…
Μαρία Σιαπατόρη
ΣΣ. Το κείμενο αυτό αποτελεί εργασία της μαθήτριας στο πλαίσιο του μαθήματος της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Β' τάξης της καθηγήτριας Ζαφειρίας Παπαδημητρίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου