Στοχασμοί για τους Έλληνες και τον Ελληνισμό
Δίχως εκείνο τάσβεστο το πάθος που έβραζε μέσα μας στον τόπο του πεθαμένου μας πατριωτισμού, η Ρωμιοσύνη θα ήτανε φραγκοφαγωμένη χρόνια πριν να την αρπάξουν οι Τούρκοι.
Στα λίγα κεφάλαια που ως την ώρα περάσαμε είδαμε τον αρχαίο Ελληνισμό βυθισμένο σε λυπητερά ξεμωράματα, άναντρο, φαφλατάδικο, σαχλό, έτοιμο να πέση με την πρώτη ανεμοζάλη. Ζύγωναν οι ανεμοζάλες, που λες και βούιζαν από μακριά. Ζύγωναν κι ως τόσο ξεφάντωνε και μωρολογούσε ο ευγενικός ο γέρος αναπαμένα κι ανυποψίαστα. Ξέσπασαν οι μπόρες κατόπι από Βοριά κι απ’ Ανατολή κι από Νότο. Καταχωνιάζουνταν το λοιπό στον κατακλυσμό κι ο Ελληνισμός, κι έλεγες πνιγότανε μέσα στα βαρβαρικά κύματα του. Κι ως τόσο, ας το πούμε θάμα και τούτο, -αυτός που ως την ώρα μήτ’ ο ίδιος δε σήκωσε χέρι να διαφεντέψη το είναι του, μήτ’ από ξένον προστάτη άλλη βοήθεια δεν έλαβε παρά χάδια και καλοπιάσματα, πρόβαλαν άξαφνα τώρα δυο πρωτοφανέρωτες δύναμες και τονέ γλύτωσαν, και μάλιστα τονέ δόξασαν. Η μια πνεματική, που τον ξανάνιωσε κιόλας, η άλλη υλική, που λες και τονέ στέριωσε ανάμεσα, στα μανιασμένα τα κύματα. Η πρώτη θεϊκή, ανθρώπινη η δεύτερη. Ο Χριστιανισμός κι ο Μεγάλος ο Κωσταντίνος.
Μα ίσως τρέχουμε. Ίσως, πριν να παραστήσουμε τι λογής ο γέρικος ο Ελληνισμός μεταμορφώθηκε σε νέα και πεντάψυχη Ρωμιοσύνη, πρέπει να σταθούμε μια στιγμή, και να ρίξουμε στερνή ματιά στην ετοιμοθάνατη αρχαιότητα.
Ο Ελληνισμός ποτές του δεν ήτανε πραχτικός. Αν ήτανε, θα καταχτούσε τον κόσμο με τάρματα μονάχα, καθώς έκαμαν οι Ρωμαίοι. Θάκουγε και με κάποια υπακοή τους μεγάλους του αρχηγούς, πάλε καθώς οι Ρωμαίοι. Τον κυρίεψε όμως τον κόσμο με τη δύναμη της τέχνης, της επιστήμης, της ιδέας. Βάσταξε, είναι αλήθεια, η εξουσία του αιώνες κ’ αιώνες, πότε με τη μια, πότε με την άλλη μορφή, πότε σ’ ένα, πότε σάλλο Έθνος, ως που τώρα πια βασιλεύει και πάει σε κάθε χώρα που παινιέται πως έχει πολιτισμό και τέχνη. Επειδή της ιδέας οι αλυσίδες εύκολα δε σπάνουν, και μήτε θέλει ο υποταγμένος της να τις σπάνη, μια και καλοδεθή. Μα η δύναμη αυτή του Ελληνισμού, που σκόρπισε ατέλειωτη ζωή και καλοτυχιά στην οικουμένη, που βάφτισε τον κόσμο μέσα σταθάνατο νερό της αλήθειας, άφηνε σαπίλα και θάνατο μέσα στη μεγάλη καρδιά του. Σ’ ακατάπαυη θεωρητικότητα βυθισμένος, δεν μπορούμε καλά καλά να πούμε μήτε μισόν αιώνα πως κάθισε να νοιαστή και τα μελλούμενα του, και να συστήση κάποιον πολιτικό και στρατιωτικόν οργανισμό, για να διαφεντευτή μια μέρα από τον αχάριστο κόσμο. Και το πιο χερώτερο, που όλα εκείνα τα θεωρητικά του στοιχεία, τα δοξασμένα και τα μυριοκαμάρωτα, έγιναν ύστερα γάγγραινες φοβερές μέσα στ’ αρρωστιάρικα σπλάχνα του. Καθώς δα είδαμε τη Σοφιστική.
Θεωρητικός λοιπόν και με καλά, θεωρητικός και με κακά ο Ελληνισμός. Με τα καλά του φωτίζει τον κόσμο και δοξάζεται. Με τα κακά του σκοτεινιάζεται και ταπεινώνεται.
Σκοτεινιασμένος και ταπεινωμένος θα βυθιζότανε μέσα στη φρίκη που τοίμαζε στον κόσμο η πλημμύρα της βαρβαρωσύνης, και θαφανιζότανε σαν τόσα και τόσα άλλα έθνη που ήρθαν και διάβηκαν, μόνο που πρόβαλε ταστέρι της ΒηΘλεέμ, και μας περέχυσε νέα ζωή· η δύναμη κ’ η χάρη που ως και τη σοφιστική μας αρρωστιά τηνέ γύρισε σε καλό, και σαν είδος φρύγανα την πήρε για νανάψη τη θρησκευτική φλόγα που της είχε μεγάλη ανάγκη ο απελπισμένος ο κόσμος.
Και για να γίνη τέλειο και πιο σταθερό το θρησκευτικό αυτό ξαναγέννημα, για να δώση γερούς καρπούς η θεόσταλτη η επανάσταση, βρέθηκε ξένος Καίσαρας, που σα να πρόβλεπε όλα τα δεινά που φοβέριζαν τον κόσμο, και σα να τον οδηγούσε αθώρητο χέρι, αφήνει τη δοξασμένη του Ρώμη, και με σταυρό στο χέρι και στην καρδιά κατεβαίνει και στήνει άλλη, πιο δυνατή και πιο δυσκολόπαρτη Ρώμη στην καταφρονεμένη μας την Ανατολή.
Κ’ έτσι, αν έγινε ο Ελληνισμός όργανο του Χριστιανισμού, έγινε όμως κι ο Χριστιανισμός, καθώς κι όσα έκαμε ο Μέγας ο Κωσταντίνος για να στεριώση το κράτος του, αφορμή να ξαναγεννηθή ο Ελληνισμός. Επειδή τότες μαζεύτηκαν τα παλιά και νέα συστατικά που και ζύμωσαν κ έπλασαν την καθαυτό Ρωμιοσύνη.
Αυτά τα συστατικά τώρα θα δούμε και θα μελετήσουμε. Εκεί μέσα θα βρούμε το υλικό κάθε δόξας που μας στεφάνωσε και κάθε συφοράς που μας ταπείνωσε. Κι απ’ τις δόξες όμως περνώντας κι από τις ταπείνωσες ένα πράμα θα βρίσκουμε πάντα, και πολλές φορές αναπάντεχα, τη ζωή.
Η ζωή αυτή βαστάχτηκε από πολλές αιτίες που αργότερα θα τις ξετυλίξη ο λόγος. Μια όμως αιτία πρέπει ναναφερθή από τώρα, και σαν κυριώτερη που είναι, κ’ επειδή έχει στενή συγγένεια με το χριστιανικό κίνημα που θα ιστορηθή όπου κι αν είναι. Δηλαδή η δύναμη που σήμερα τη λέμε Πίστη, μα όχι κι όλως διόλου σωστά, επειδή Πίστη καθώς ο Παύλος την εννοούσε, και καθώς μερικοί από τους τωρινούς Ευρωπαίους την έχουν, τέτοια πίστη ο Ρωμιός δεν την πολυένοιωσε. Ο Ρωμιός αγάπησε στην αρχή αρχή τα δόγματα, και τα ψιλοχτένισε μάλιστα και τα ξεδιάλυνε με τρόπο που ως τα σήμερα έχουν κύρος σ’ Ανατολή και Δύση.
Κατόπι, όταν τα στολίδια της διαλεχτικής του τέχνης τα θάμπωσαν οι αιώνες, η θρησκεία του κατάντησε σεβασμός και λατρεία της Παναγιάς του και του Χριστού του. Καλοτυχούσε; Δόξαζε ταγαπημένα του αυτά όντα. Δυστυχούσε; τα παρακάλειε και τους πρόσπεφτε ζητώντας βοήθεια. Παρακείθε δεν πήγαινε η ψυχή του. Το φυσικό του, το σκαρί του δεν ήτανε, καθώς λένε σήμερα, πουριτανικό· κι απόδειξη, που δεν έπιασε ρίζα μήτε καν των εικονομάχων το μεγάλο το κίνημα. Η αγάπη εκείνη, η λατρεία εκείνη του Χριστού, της Θεομητέρας και των Αγίων, ο ορθόδοξος ο τύπος που την περιτύλιγε αυτή τη λατρεία σαν ιερός πέπλος υφασμένος με το πολύτιμο νήμα της εθνικής μας ζωής, όλ’ αυτά τόσο βαθιά ριζοβολήσανε μέσα στην καρδιά μας, που κατάντησαν πάθος, -σήμερα θα τονέ λέγαμε φανατισμό, -και θα ήταν ίσως άκαρπος φανατισμός, αν δε δούλευε για μεγάλο σκοπό: να γλυτώση το έθνος από τον φοβερώτερο κατακλυσμό που πλάκωσε το μεσαίωνα, τον κατακλυσμό της Δύσης. Δίχως εκείνο τάσβεστο το πάθος που έβραζε μέσα μας στον τόπο του πεθαμένου μας πατριωτισμού, η Ρωμιοσύνη θα ήτανε φραγκοφαγωμένη χρόνια πριν να την αρπάξουν οι Τούρκοι. Μα και να μη χάνουνταν αμέσως, και νάφηναν τους Τούρκους να πάρουν το δρόμο τους, πάλι θάβρισκαν τρόπο οι Δυτικοί να σπείρουν το σπόρο τους σε κάθε κόχη του τόπου, και μήτ’ εθνισμός δε θα μας έμνησκε, μήτε γλώσσα εθνική της προκοπής, μήτε ρουθούνι καθάριο ρωμαίικο δα θάνασαινε σήμερα.
Για δαύτα, κατά την ταπεινή μου γνώμη, η Ρωμαίικη η Πίστη είναι το μεγαλύτερο αίτιο που έκαμε τη Ρωμιοσύνη και ζη, κακά ψυχρά ως τα σήμερα. Κι όσο υπάρχει ζωή, υπάρχει κι ελπίδα.
…………………………….
Το κείμενο του Αργύρη Εφταλιώτη -με λίγες ορθογραφικές προσαρμογές στην σύγχρονη κοινή νεοελληνική γλώσσα- είναι από τον πρώτο τόμο του βιβλίου «Ιστορία της Ρωμιοσύνης», που εκδόθηκε στην Αθήνα από το Τυπογραφείο της Εστίας (1901).
*Ο Αργύρης Εφταλιώτης (Μήθυμνα Λέσβου, 1 Ιουλίου 1849 – Αντίμπ (Γαλλία), 25 Ιουλίου 1923) (φιλολογικό ψευδώνυμο του Κλεάνθη Μιχαηλίδη) ήταν ποιητής και πεζογράφος
ΠΗΓΗ: ΕΡΑΝΙΣΤΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου