«Κερδισμένος είναι αυτός που αγαπάει, όχι
αυτός που αγαπιέται»
Συντέντευξη στην Μυρτώ Λοβέρδου*
Η ποιήτρια της διπλανής πόρτας: Αυτό είναι η Κική Δημουλά.
Μια γυναίκα οικεία, καθημερινή, που θα μπορούσε να είναι η μάνα σου, η γιαγιά
σου, αλλά είναι ποιήτρια, ακαδημαϊκός και πολυβραβευμένη. «Γράφω κάτι
ποιήματα», λέει η ίδια για τον εαυτό της. Και ψάχνει λέξεις, τις κατάλληλες,
για να τις βάλει στη σειρά και να εκφράσει το μέσα της που ταυτίζεται με το
μέσα μας. Τόσο απλά...
«Δεν ξέρω πως ζουν οι ποιητές. Δεν ξέρω πως
ζουν οι άλλοι ποιητές. Δεν έχω συστηματική επαφή με ποιητές, παρά με λίγους
φίλους που συμπίπτει να είναι ποιητές.

Από τα δικά μου παιδικά χρόνια, κρατάω μόνο την απουσία των γονιών μου. Ο καιρός εκείνος δεν ήταν πολύ ευνοϊκός για τα νιάτα. Ηταν μάλλον στερημένος. Εβγαινα ως τα σκαλάκια του σπιτιού μου γιατί ήταν πάρα πολύ αυστηρό το καθεστώς των γονιών μου. Δεν πήγα πουθενά, εκδρομή, δεν έζησα καθόλου νεανικά χρόνια. Ο,τι έγινε, έγινε στο Γυμνάσιο. Είναι γλυκύτατα όλα αυτά να τα σκέφτομαι τώρα κι ας ήταν τότε ενοχλητικά και δυσάρεστα. Τώρα αν μου δινόταν η ευκαιρία να ξαναζήσω τα ίδια και χειρότερα, θα το ήθελα πολύ».

Τις λέξεις δεν τις διαλέγω, μάλλον με διαλέγουν. Κι
εγώ είμαι αυστηρή. Οι λέξεις είναι το όπλο μου για κάθε ποίημα. Νομίζω ότι
προϋπόθεση είναι να εξασφαλίσω τις καλές λέξεις, τις κατάλληλες. Ναι,
παιδεύομαι αρκετά. Παίρνει χρόνο. Παιδεύομαι γιατί έχω μια ανασφάλεια. Πάντοτε
οφείλει να αμφιβάλλει κανείς γι΄αυτό που κάνει.
Ούτε το προφέρω, ούτε μέσα μου, ποτέ δεν λέω “είμαι ποιήτρια”, ποτέ, ποτέ. Γράφω κάτι ποιήματα, λέω. Αυτό είναι. Κι είναι πολύ αυτό.
Ούτε το προφέρω, ούτε μέσα μου, ποτέ δεν λέω “είμαι ποιήτρια”, ποτέ, ποτέ. Γράφω κάτι ποιήματα, λέω. Αυτό είναι. Κι είναι πολύ αυτό.


Δεν είναι φυσικό να υπάρχουν επικριτές στην ποίησή μου; Φυσικό είναι.
Όταν θυμάμαι το θέμα που είχε προκύψει με μένα και τον ρατσισμό, πολύ ταράζομαι. Ηταν το πιο άδικο πράγμα που έγινε ποτέ σε άνθρωπο. Και πιστεύω ότι με κυνηγάνε οι ατυχίες επειδή είμαι γυναίκα. Δεν είναι εύκολο, όσοι αιώνες κι αν περάσουν οι άνδρες να δεχτούν ότι οι γυναίκες είναι ίσες με αυτούς ή και καλύτερες. Γιατί συμβαίνει να υπάρχουν καλύτερες ποιήτριες από ποιητές, από κάποιους άνδρες ποιητές. Το νοιώθω ως ασυγχώρητο.

Δεν μπορώ να συμφωνήσω στην άποψη ότι η τέχνη δεν μπορεί παρά να είναι αριστερή. Μπορεί να μην είναι αριστερή αλλά ούτε και δεξιά. Με το να μην είναι αριστερή, δεν σημαίνει ότι είναι δεξιά. Να είναι απολιτική.

Τώρα δεν μπορώ να συλλάβω κάποια πράγματα. Μου έτυχε να διαβάσω πρόσφατα ποιήματα πολιτικού περιεχομένου για την τωρινή κρίση. Δεν είναι όλα τα θέματα για να γίνουν ποίηση. Νομίζω ότι έχει πολύ κακό αντίκτυπο. Πρέπει να την ρίξεις κάτω την ποίηση, να την αδικήσεις. Το "πεινάμε" είναι μια έννοια τόσο τραγική που δεν επιτρέπεται να την κάνεις ποίημα. Είναι ασέβεια απέναντι στα δεινά. Αλλο τα ερωτικά και τα άλλα βάσανα... Οταν βλέπω έναν πεινασμένο ξαπλωμένο στον δρόμο, το να τον κάνω ποίημα, είναι ιεροσυλία».

Το μόνο που δεν έχω καταλάβει από τη ζωή είναι γιατί πεθαίνουμε. Μόνο αυτό. Και επιμένω ότι θα υπάρχει κάποια εξήγηση, αλλά εγώ δεν θα τη δεχτώ όποια κι αν είναι. Τι άλλο θα μπορούσε να γίνει; Αυτό βέβαια είναι ένα ερώτημα πολύ σωστό που με κολλάει στον τοίχο. Αλλά όπως έγινε αυτό, θα μπορούσε να γίνει κάτι άλλο. Και θεωρείται αμετακίνητο. Τώρα βέβαια η φύση θα μπορούσε να μας κρατήσει όλους πάνω στη γη; Για πάντα; Εάν δεν πεθαίναμε, θα υπήρχε το για πάντα. Οχι στα αισθήματα. Εκεί για πάντα δεν υπάρχει. Ούτε η αγάπη, εκτός από την αγάπη της μάνας για τα παιδιά, αυτή είναι για πάντα. Η άλλη, όταν μιλάμε για φιλίες, για δεσμούς, όψει δεν υπάρχει για πάντα...

Ο έρωτας είναι «του ενός βασανισμού...» Ετσι είναι αλλά είναι και κέρδος αυτουνού που αγαπάει. Αυτός που αγαπιέται μπορεί να μην τον ενδιαφέρει να αγαπιέται. Αλλά αυτός που αγαπάει έχει μεγάλη ανάταση, έστω και χωρίς ανταπόκριση μεγάλη.

Μόνον ο θάνατος με φοβίζει -μια μεγάλη αρρώστια.
Επειδή έμεινα απ΄έξω και δεν επλήγην ακόμα ούτε από πόλεμο ούτε από φανατικούς,
έχω μια ήρεμη ζωή και ο φόβος μου είναι ο θάνατος. Δεν μπορώ να σκεφτώ ότι
θα υπάρξει ένα στάδιο χωρίς ζωή. Αγαπάω τη ζωή πάρα πολύ. Οχι δεν είναι
αισιόδοξο, είναι λάθος γιατί υποφέρω στην σκέψη του θανάτου αφάνταστα. Βέβαια
έχω και τις αντιφάσεις μου. Δεν θέλω να πεθάνω, αλλά κανπίζω, ενώ δεν μου επιτρέπεται.


Οχι, δεν γράφω πάντα. Μετά το τελευταίο βιβλίο, μάλλον τελείωσα. Κουράστηκα πολύ. Δεν νομίζω ότι έχω άλλο. Δεν ξέρω τώρα, αν ζήσω, πολύ θα ήθελα να γράψω. Οχι ότι χόρτασα. Οχι. Δεν έχω χορτάσει. Είμαι αχόρταγη».
ΠΗΓΗ:www.bovary.gr
ΑΝΘΟΛΟΓΙΟΝ ΠΟΙΗΣΗΣ
Ο ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΑΡΙΘΜΟΣ
Ὁ ἔρωτας,
ὄνομα οὐσιαστικόν,
πολὺ οὐσιαστικόν,
ἑνικοῦ ἀριθμοῦ,
γένους οὔτε θηλυκοῦ, οὔτε ἀρσενικοῦ,
γένους ἀνυπεράσπιστου.
Πληθυντικὸς ἀριθμὸς
οἱ ἀνυπεράσπιστοι ἔρωτες.
Ὁ φόβος,
ὄνομα οὐσιαστικὸν
στὴν ἀρχὴ ἑνικὸς ἀριθμὸς
καὶ μετὰ πληθυντικὸς
οἱ φόβοι.
Οἱ φόβοι
γιὰ ὅλα ἀπὸ δῶ καὶ πέρα.
Ἡ μνήμη,
κύριο ὄνομα τῶν θλίψεων,
ἑνικοῦ ἀριθμοῦ
μόνον ἑνικοῦ ἀριθμοῦ
καὶ ἄκλιτη.
Ἡ μνήμη, ἡ μνήμη, ἡ μνήμη.
Ἡ νύχτα,
Ὄνομα οὐσιαστικόν,
Γένους θηλυκοῦ,
Ἑνικὸς ἀριθμός.
Πληθυντικὸς ἀριθμὸς
Οἱ νύχτες.
Οἱ νύχτες ἀπὸ δῶ καὶ πέρα.
,,,,,,,,,,,,,,,
Ὁ ἔρωτας,
ὄνομα οὐσιαστικόν,
πολὺ οὐσιαστικόν,
ἑνικοῦ ἀριθμοῦ,
γένους οὔτε θηλυκοῦ, οὔτε ἀρσενικοῦ,
γένους ἀνυπεράσπιστου.
Πληθυντικὸς ἀριθμὸς
οἱ ἀνυπεράσπιστοι ἔρωτες.
Ὁ φόβος,
ὄνομα οὐσιαστικὸν
στὴν ἀρχὴ ἑνικὸς ἀριθμὸς
καὶ μετὰ πληθυντικὸς
οἱ φόβοι.
Οἱ φόβοι
γιὰ ὅλα ἀπὸ δῶ καὶ πέρα.
Ἡ μνήμη,
κύριο ὄνομα τῶν θλίψεων,
ἑνικοῦ ἀριθμοῦ
μόνον ἑνικοῦ ἀριθμοῦ
καὶ ἄκλιτη.
Ἡ μνήμη, ἡ μνήμη, ἡ μνήμη.
Ἡ νύχτα,
Ὄνομα οὐσιαστικόν,
Γένους θηλυκοῦ,
Ἑνικὸς ἀριθμός.
Πληθυντικὸς ἀριθμὸς
Οἱ νύχτες.
Οἱ νύχτες ἀπὸ δῶ καὶ πέρα.
,,,,,,,,,,,,,,,
ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΤΙ ΝΑ ΧΑΣΕΙΣ
Καλὰ τὰ βγάζει πέρα ἡ μοναξιὰ
φτωχικὰ ἀλλὰ τίμια.
Ἀλλοῦ κοιμᾶται αὐτὴ
κι ἀλλοῦ τὸ ἐγκρατὲς σκεπτικὸ ἐάν.
Μόνο καμιὰ φορὰ
σὲ πειραματισμοὺς τὴν παρασύρει
ἡ περιέργεια
- ὄφις προγενέστερος
καὶ πιὸ φανατικὸς
ἀπ᾿ τὸν νερόβραστον ἐκεῖνον τῆς μηλέας.
Δοκίμασε τῆς λέει, μὴ φοβᾶσαι
δὲν ἔχεις τί νὰ χάσεις
καὶ τὴν πείθει
νὰ κουλουριάζεται πνιχτὰ
νὰ τρίβεται σὰ γάτα ἀνεπαίσθητη
πάνω στὸν διαθέσιμο ἀέρα
ποῦ ἀφήνεις προσπερνώντας.
Ἀπόλαυση πολὺ μοναχικότερη
ἀπὸ τὴ στέρησή της.
φτωχικὰ ἀλλὰ τίμια.
Ἀλλοῦ κοιμᾶται αὐτὴ
κι ἀλλοῦ τὸ ἐγκρατὲς σκεπτικὸ ἐάν.
Μόνο καμιὰ φορὰ
σὲ πειραματισμοὺς τὴν παρασύρει
ἡ περιέργεια
- ὄφις προγενέστερος
καὶ πιὸ φανατικὸς
ἀπ᾿ τὸν νερόβραστον ἐκεῖνον τῆς μηλέας.
Δοκίμασε τῆς λέει, μὴ φοβᾶσαι
δὲν ἔχεις τί νὰ χάσεις
καὶ τὴν πείθει
νὰ κουλουριάζεται πνιχτὰ
νὰ τρίβεται σὰ γάτα ἀνεπαίσθητη
πάνω στὸν διαθέσιμο ἀέρα
ποῦ ἀφήνεις προσπερνώντας.
Ἀπόλαυση πολὺ μοναχικότερη
ἀπὸ τὴ στέρησή της.
,,,,,,,
ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΜΕΝΑ ΚΑΙ ΣΕ ΜΕΝΑ
Σοῦ εἶπα:
- Λύγισα.
Καὶ εἶπες:
- Μὴ θλίβεσαι.
Ἀπογοητεύσου ἥσυχα.
Ἤρεμα δέξου νὰ κοιτᾷς
σταματημένο τὸ ρολόι.
Λογικὰ ἀπελπίσου
πῶς δὲν εἶναι ξεκούρδιστο,
ὅτι ἔτσι δουλεύει ὁ δικός σου χρόνος.
Κι ἂν αἴφνης τύχει
νὰ σαλέψει κάποιος λεπτοδείκτης,
μὴ ριψοκινδυνέψεις νὰ χαρεῖς.
Ἡ κίνηση αὐτὴ δὲν θά ῾ναι χρόνος.
Θά ῾ναι κάποιων ἐλπίδων ψευδορκίες.
Κατέβα σοβαρή,
νηφάλια αὐτοεκθρονίσου
ἀπὸ τὰ χίλια σου παράθυρα..
Γιὰ ἕνα μήπως τ᾿ ἄνοιξες.
Κι αὐτοξεχάσου εὔχαρις.
Ὅ,τι εἶχες νὰ πεῖς,
γιὰ τὰ φθινόπωρα, τὰ κύκνεια,
τὶς μνῆμες, ὑδροροὲς τῶν ἐρώτων,
τὴν ἀλληλοκτονία τῶν ὠρῶν,
τῶν ἀγαλμάτων τὴν φερεγγυότητα,
ὅ,τι εἶχες νὰ πεῖς
γι᾿ ἀνθώπους ποὺ σιγὰ-σιγὰ λυγίζουν,
τὸ εἶπες.
- Λύγισα.
Καὶ εἶπες:
- Μὴ θλίβεσαι.
Ἀπογοητεύσου ἥσυχα.
Ἤρεμα δέξου νὰ κοιτᾷς
σταματημένο τὸ ρολόι.
Λογικὰ ἀπελπίσου
πῶς δὲν εἶναι ξεκούρδιστο,
ὅτι ἔτσι δουλεύει ὁ δικός σου χρόνος.
Κι ἂν αἴφνης τύχει
νὰ σαλέψει κάποιος λεπτοδείκτης,
μὴ ριψοκινδυνέψεις νὰ χαρεῖς.
Ἡ κίνηση αὐτὴ δὲν θά ῾ναι χρόνος.
Θά ῾ναι κάποιων ἐλπίδων ψευδορκίες.
Κατέβα σοβαρή,
νηφάλια αὐτοεκθρονίσου
ἀπὸ τὰ χίλια σου παράθυρα..
Γιὰ ἕνα μήπως τ᾿ ἄνοιξες.
Κι αὐτοξεχάσου εὔχαρις.
Ὅ,τι εἶχες νὰ πεῖς,
γιὰ τὰ φθινόπωρα, τὰ κύκνεια,
τὶς μνῆμες, ὑδροροὲς τῶν ἐρώτων,
τὴν ἀλληλοκτονία τῶν ὠρῶν,
τῶν ἀγαλμάτων τὴν φερεγγυότητα,
ὅ,τι εἶχες νὰ πεῖς
γι᾿ ἀνθώπους ποὺ σιγὰ-σιγὰ λυγίζουν,
τὸ εἶπες.
,,,,,,,
ΕΠΙΣΚΕΥΑΣΤΙΚΑ ΔΑΝΕΙΑ
Ἐκκλησάκι ἔρημο ἐγκαταλειμμένο πιστευτό.
Θαρρεῖς ὅτι τὸ ἔχτισε ἐρείπωση.
Τὰ κεραμίδια στὸν τροῦλο
τρύπιο σάλι ριγμένο
στὴ γηραιὰ καμπούρα τῆς ἀνάτασης.
Τὰ μικρὰ παράθυρα κρέμονται
κάπως στραβὰ στὸν τοῖχο
σὰν εἰκονίτσες ποὺ σεισμὸς τὶς μετακίνησε
ἀπὸ τῆς πίστης τὸ ἴσιο.
Βιτρὸ στὰ τζάμια συνθεμένα
μὲ πολυκαιρινῆς βροχῆς σταγόνες ραγισμένες.
Ἄραγε νὰ ζεῖ μέσα ἡ ἁγιότης
τρεφόμενη μὲ σβηστὰ κεράκια μόνο;
Κλειδωμένη ἡ ἀμφίβια πόρτα
- καὶ στὸ μέσα σκότος βυθισμένη ζεῖ
καὶ στὸ φῶς ἔξω κολυμπάει.
Ἐπάνω της τὴν πλάτη του ἀκουμπώντας
ἕνα σκαλοπατάκι
ζητιανεύει λίγην ἐπισκευή. Ἔχει σπάσει.
Καὶ ἡ φύση ποὺ ὅλα τὰ καλοπιάνει
καὶ τὴν ἀκμὴ λατρεύει
καὶ στὴ φθορὰ χατίρι δὲ χαλάει
ἐπισκευάζει τὴ ρωγμὴ στὸ σκαλοπάτι
πολύχρωμα γεμίζοντάς την μὲ τσουκνίδες,
γαϊδουράγκαθα, μολόχες, δαφνόφυλλα
καὶ πικροπαπαροῦνες.
Καὶ γίνεται αἴφνης ἀνοιξιάτικος εὐδιάθετος
γραφικὸς αἰσιόδοξος ὁ τρόμος
γιὰ τὴν ἐρείπωση τῆς ἐγκατάλειψής μας.
Θαρρεῖς ὅτι τὸ ἔχτισε ἐρείπωση.
Τὰ κεραμίδια στὸν τροῦλο
τρύπιο σάλι ριγμένο
στὴ γηραιὰ καμπούρα τῆς ἀνάτασης.
Τὰ μικρὰ παράθυρα κρέμονται
κάπως στραβὰ στὸν τοῖχο
σὰν εἰκονίτσες ποὺ σεισμὸς τὶς μετακίνησε
ἀπὸ τῆς πίστης τὸ ἴσιο.
Βιτρὸ στὰ τζάμια συνθεμένα
μὲ πολυκαιρινῆς βροχῆς σταγόνες ραγισμένες.
Ἄραγε νὰ ζεῖ μέσα ἡ ἁγιότης
τρεφόμενη μὲ σβηστὰ κεράκια μόνο;
Κλειδωμένη ἡ ἀμφίβια πόρτα
- καὶ στὸ μέσα σκότος βυθισμένη ζεῖ
καὶ στὸ φῶς ἔξω κολυμπάει.
Ἐπάνω της τὴν πλάτη του ἀκουμπώντας
ἕνα σκαλοπατάκι
ζητιανεύει λίγην ἐπισκευή. Ἔχει σπάσει.
Καὶ ἡ φύση ποὺ ὅλα τὰ καλοπιάνει
καὶ τὴν ἀκμὴ λατρεύει
καὶ στὴ φθορὰ χατίρι δὲ χαλάει
ἐπισκευάζει τὴ ρωγμὴ στὸ σκαλοπάτι
πολύχρωμα γεμίζοντάς την μὲ τσουκνίδες,
γαϊδουράγκαθα, μολόχες, δαφνόφυλλα
καὶ πικροπαπαροῦνες.
Καὶ γίνεται αἴφνης ἀνοιξιάτικος εὐδιάθετος
γραφικὸς αἰσιόδοξος ὁ τρόμος
γιὰ τὴν ἐρείπωση τῆς ἐγκατάλειψής μας.
,,,,,,
ΚΟΝΙΑΚ ΜΗΔΕΝ ΑΣΤΕΡΩΝ
Χαμένα πᾶνε ἐντελῶς τὰ λόγια τῶν δακρύων.
Ὅταν μιλάει ἡ ἀταξία ἡ τάξη σωπαίνει
-ἔχει μεγάλη πεῖρα ὁ χαμός.
Τώρα πρέπει νὰ σταθοῦμε στὸ πλευρὸ
τοῦ ἀνώφελου.
Σιγὰ σιγὰ νὰ ξαναβρεῖ τὸ λέγειν της ἡ μνήμη
νὰ δίνει ὡραῖες συμβουλὲς μακροζωϊας
σὲ ὅ,τι ἔχει πεθάνει.
Ἂς σταθοῦμε στὸ πλευρὸ ἐτούτης τῆς μικρῆς
Φωτογραφίας
ποὺ εἶναι ἀκόμα στὸν ἀνθὸ τοῦ μέλλοντός της:
νέοι ἀνώφελα λιγάκι ἀγκαλιασμένοι
ἐνώπιον ἀνωνύμως εὐθυμούσης παραλίας.
Ναύπλιο Εὔβοια Σκόπελος;
Θὰ πεῖς
καὶ ποὺ δὲν ἦταν τότε θάλασσα.
Ὅταν μιλάει ἡ ἀταξία ἡ τάξη σωπαίνει
-ἔχει μεγάλη πεῖρα ὁ χαμός.
Τώρα πρέπει νὰ σταθοῦμε στὸ πλευρὸ
τοῦ ἀνώφελου.
Σιγὰ σιγὰ νὰ ξαναβρεῖ τὸ λέγειν της ἡ μνήμη
νὰ δίνει ὡραῖες συμβουλὲς μακροζωϊας
σὲ ὅ,τι ἔχει πεθάνει.
Ἂς σταθοῦμε στὸ πλευρὸ ἐτούτης τῆς μικρῆς
Φωτογραφίας
ποὺ εἶναι ἀκόμα στὸν ἀνθὸ τοῦ μέλλοντός της:
νέοι ἀνώφελα λιγάκι ἀγκαλιασμένοι
ἐνώπιον ἀνωνύμως εὐθυμούσης παραλίας.
Ναύπλιο Εὔβοια Σκόπελος;
Θὰ πεῖς
καὶ ποὺ δὲν ἦταν τότε θάλασσα.
,,,,,,,,,,,,,,,,
ΥΠΟ ΤΗΝ ΑΠΕΙΛΗ ΤΟΥ ΘΕΛΩ
Σοῦ ἔτεινα προσέγγιση
ἀλλὰ ἤδη χαιρετισμὸ μοῦ ἔστελνε τὸ χέρι σου
ἀπογειωμένο σὲ ὕψος ἀσφαλείας του
πάνω ἀπὸ δυὸ χιλιάδες πόδια ὑπολογίζω.
Ἄξιον ἀπορίας τὰ κατάφερα
τηλαισθαντικὸς ἀεροπειρατὴς νὰ μπῶ
στὸν ἐναέριο χῶρο του
καὶ σημαδεύοντας τὸ μὲ μακρύκανο
κυνηγετικὸν αἰφνιδιασμὸ
νὰ χάσει ὕψος τὸ ἀνάγκασα
καὶ μὲς στὸ χέρι μου νὰ προσγειωθεῖ.
ἀλλὰ ἤδη χαιρετισμὸ μοῦ ἔστελνε τὸ χέρι σου
ἀπογειωμένο σὲ ὕψος ἀσφαλείας του
πάνω ἀπὸ δυὸ χιλιάδες πόδια ὑπολογίζω.
Ἄξιον ἀπορίας τὰ κατάφερα
τηλαισθαντικὸς ἀεροπειρατὴς νὰ μπῶ
στὸν ἐναέριο χῶρο του
καὶ σημαδεύοντας τὸ μὲ μακρύκανο
κυνηγετικὸν αἰφνιδιασμὸ
νὰ χάσει ὕψος τὸ ἀνάγκασα
καὶ μὲς στὸ χέρι μου νὰ προσγειωθεῖ.
,,,,,,,,,,,,,,,,,
ΣΤΟΝ ΧΩΡΙΣΜΟ ΜΗΤΕ ΑΝΤΙΟ ΜΗΤΕ ΦΙΛΙ
Παράξενο πολύ,
γιατί όσο ένα ανοιξιάτικο σύννεφο έμεινε,
όσο χρειάζεται για να ειπωθεί ένα αντίο.
Υπέροχο μνημείο.
Διάχυτος σαν μυρουδιά,
απροσδιόριστος σαν το άπειρο,
βλέμμα σάμπως σ’ ατέλειωτη νύχτα.
Μπροστά μας ένα σταχτοδοχείο
όπου τινάζαμε μια τεφρωμένη ολοκλήρωση.
Το ρολόγι του σχεδίαζε με το χρόνο
κάποιο ξεκίνημα πικρό.
Και τότε εγώ
σήκωνα το ποτήρι
και πίναμε μαζί κάποιο σαλπάρισμα
ανάκατο με μια σιγή.
Στον χωρισμό μήτε αντίο
μήτε φιλί.
γιατί όσο ένα ανοιξιάτικο σύννεφο έμεινε,
όσο χρειάζεται για να ειπωθεί ένα αντίο.
Υπέροχο μνημείο.
Διάχυτος σαν μυρουδιά,
απροσδιόριστος σαν το άπειρο,
βλέμμα σάμπως σ’ ατέλειωτη νύχτα.
Μπροστά μας ένα σταχτοδοχείο
όπου τινάζαμε μια τεφρωμένη ολοκλήρωση.
Το ρολόγι του σχεδίαζε με το χρόνο
κάποιο ξεκίνημα πικρό.
Και τότε εγώ
σήκωνα το ποτήρι
και πίναμε μαζί κάποιο σαλπάρισμα
ανάκατο με μια σιγή.
Στον χωρισμό μήτε αντίο
μήτε φιλί.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Τά Πάθη τῆς Βροχῆς
Ἐν μέσῳ λογισμῶν καί παραλογισμῶν
ἄρχισε κι ἡ βροχή νά λιώνει τά μεσάνυχτα
μ' αὐτόν τόν νικημένο πάντα ἦχο
σί, σί, σί.
Ἦχος συρτός, συλλογιστός, συνέρημος,
ἦχος κανονικός κανονικῆς βροχῆς.
Ὁμως ὁ παραλογισμός
ἄλλη γραφή κι ἄλλην ἀνάγνωση
μοῦ 'μαθε γιά τούς ἤχους.
Κι ὅλη τή νύχτα ἀκούω καί διαβάζω τή βροχή,
σίγμα πλάι σέ γιῶτα, γιῶτα κοντά στό σίγμα,
κρυστάλλινα ψηφία2 πού τσουγκρίζουν
καί μουρμουρμίζουν ἕνα ἐσύ, ἐσύ, ἐσύ.
Κάθε σταγόνα κι ἕνα ἐσύ,
ὅλη τή νύχτα
ὁ ἴδιος παρεξηγημένος ἦχος,
ἀξημέρωτος ἦχος,
ἀξημέρωτη ἀνάγκη ἐσύ,
βραδύγλωσση βροχή,
σάν πρόθεση ναυαγισμένη
κάτι μακρύ νά διηγηθεῖ
καί λέει μόνο ἐσύ, ἐσύ,
νοσταλγία δισύλλαβη,
ἔνταση μονολεκτική,
τό ἕνα ἐσύ σά μνήμη,
τό ἄλλο σάν μομφή
καί σάν μοιρολατρία,
τόση βροχή γιά μιά ἀπουσία,
τόση ἀγρύπνια γιά μιά λέξη,
πολύ μέ ζάλισε ἀπόψε ἡ βροχή
μ' αὐτή της τή μεροληψία
ὅλο ἐσύ, ἐσύ, ἐσύ,
σάν ὅλα τ' ἄλλα νά 'ναι ἀμελητέα
καί μόνο ἐσύ, ἐσύ, ἐσύ.
ἄρχισε κι ἡ βροχή νά λιώνει τά μεσάνυχτα
μ' αὐτόν τόν νικημένο πάντα ἦχο
σί, σί, σί.
Ἦχος συρτός, συλλογιστός, συνέρημος,
ἦχος κανονικός κανονικῆς βροχῆς.
Ὁμως ὁ παραλογισμός
ἄλλη γραφή κι ἄλλην ἀνάγνωση
μοῦ 'μαθε γιά τούς ἤχους.
Κι ὅλη τή νύχτα ἀκούω καί διαβάζω τή βροχή,
σίγμα πλάι σέ γιῶτα, γιῶτα κοντά στό σίγμα,
κρυστάλλινα ψηφία2 πού τσουγκρίζουν
καί μουρμουρμίζουν ἕνα ἐσύ, ἐσύ, ἐσύ.
Κάθε σταγόνα κι ἕνα ἐσύ,
ὅλη τή νύχτα
ὁ ἴδιος παρεξηγημένος ἦχος,
ἀξημέρωτος ἦχος,
ἀξημέρωτη ἀνάγκη ἐσύ,
βραδύγλωσση βροχή,
σάν πρόθεση ναυαγισμένη
κάτι μακρύ νά διηγηθεῖ
καί λέει μόνο ἐσύ, ἐσύ,
νοσταλγία δισύλλαβη,
ἔνταση μονολεκτική,
τό ἕνα ἐσύ σά μνήμη,
τό ἄλλο σάν μομφή
καί σάν μοιρολατρία,
τόση βροχή γιά μιά ἀπουσία,
τόση ἀγρύπνια γιά μιά λέξη,
πολύ μέ ζάλισε ἀπόψε ἡ βροχή
μ' αὐτή της τή μεροληψία
ὅλο ἐσύ, ἐσύ, ἐσύ,
σάν ὅλα τ' ἄλλα νά 'ναι ἀμελητέα
καί μόνο ἐσύ, ἐσύ, ἐσύ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου