ΦΑΝΤΑΣΤΙΚΗ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
Το πλοίο ξεκίνησε, αν και ο καιρός ήταν πολύ κακός! Από την πρώτη στιγμή άρχισα να φοβάμαι. Κοιτούσα γύρω μου τα κύματα που έσκαγαν με ορμή στην πλώρη του μικρού ταχύπλοου.
«Είσαι σίγουρη πως είναι ασφαλές;» ρώτησα την μητέρα μου.
«Απολύτως. Αυτό το εύρημα είναι μοναδικό, δεν μπορούμε να το αναβάλουμε. Μην ανησυχείς, λίγη φουρτούνα είναι, δεν θα πάθεις τίποτα!»
Την κοίταξα αβέβαιη. Δεν πρόλαβα, όμως, να συμπληρώσω κάτι, γιατί ένας άνδρας του πληρώματος ήρθε και μας είπε:
«Εδώ είναι το σημείο Δόκτωρ Μπράουν. Θα θέλατε να κατεβείτε πρώτη; Οι στολές κατάδυσης είναι στο κουτί, στο ντουλάπι με τα εργαλεία».
Η μαμά μπήκε στην καμπίνα και βγήκε κουβαλώντας ένα μεγάλο κουτί. Αυτή και μερικοί συνάδελφοί της φόρεσαν τις στολές και βούτηξαν στα φουρτουνιασμένα νερά. Κάθε τόσο αναδύονταν, αφήνοντας στο κατάστρωμα διάφορα αντικείμενα, όπως κλειδιά, κοσμήματα, πυξίδες και ένα μουλιασμένο ύφασμα, που κάποτε πρέπει να ήταν ρούχο ή σεντόνι.
«Το ναυάγιο έχει διατηρηθεί πολύ καλά», παρατήρησε ο ίδιος ο άνδρας που είχε έρθει να μας ειδοποιήσει στο κατάστρωμα. Πράγματι, τα πιο πολλά αντικείμενα που είχα δει, φαίνονταν να είναι σε σχετικά καλή κατάσταση.
Εμένα από την άλλη, δεν με ενδιέφεραν όλα αυτά.
Καθόμουν σε μιαν άκρη κι έπαιζα μ’ ένα στυλό στα χέρια μου. Η μητέρα μου, γνωστή αρχαιολόγος, πολλές φορές ήταν αναγκασμένη να με παίρνει σε ανασκαφές. Περίμενα να τελειώσουν και να γυρίσουμε στο σπίτι μας, στα ζεστά μας κρεβάτια.
Κάποια στιγμή η μαμά μου βγήκε στην επιφάνεια κρατώντας ένα παράξενο μεταλλικό αντικείμενο.
«Δείτε τι βρήκα», μας είπε
Όλοι μαζευτήκαμε γύρω της με περιέργεια. Το αντικείμενο που κρατούσε έμοιαζε με παράξενο μηχάνημα. Είχε πάνω του διάφορους μοχλούς και κουμπιά.
Μία νεαρή γυναίκα, συνάδελφος της μαμάς, με σκούρα κόκκινα μαλλιά γύρισε με επιφύλαξη έναν από τους μοχλούς. Τίποτα δεν έγινε. πίεσε παραξενεμένη μερικά κουμπιά. Πάλι τίποτα. Ο άνδρας που προηγουμένως είχε πάει να μας φωνάξει πάτησε κι αυτός μερικά κουμπιά.
«Χαλασμένο θα είναι», συμπέρανε.
Πάτησε άλλο ένα κουμπί και ξάφνου ένα εκτυφλωτικό φως μας τύλιξε όλους.
Ένιωσα το δάπεδο να χάνεται κάτω απ’ τα πόδια μου. Άρχισα να πέφτω, να πέφτω…
Ξάφνου όλα γύρω μου καθάρισαν κι επανήλθα απότομα στην πραγματικότητα. Οι άλλοι γύρω μου έδειχναν επίσης να έχουν ζήσει την ίδια παράξενη εμπειρία.
«Τ…τι;» τραύλισε η μητέρα μου.
Ξαφνικά η γυναίκα με τα κόκκινα μαλλιά τσίριξε! Εμείς γυρίσαμε πίσω κι αντικρίσαμε ένα τρομακτικό θέαμα! Μέσα από τα κύματα ερχόταν ένα μεγάλο ιστιοφόρο. Παρά την ομίχλη, κατάφερα να ξεχωρίσω μία μαύρη σημαία με νεκροκεφαλή.
«Που είμαστε;» ψέλλισα.
ΜΕΛΙΝΑ ΛΑΓΓΟΥΣΗ
ΣΣ. Το κείμενο αυτό αποτελεί εργασία της μαθήτριας στο πλαίσιο του μαθήματος της Νεοελληνικής γλώσσας, της καθηγήτριας Ζαφειρίας Παπαδημητρίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου