Ο Αγιος Βασίλης που κλαίει
Του Ασημάκη Γιαλαμά*
του Βασίλη Παπαγεωργίου |
ΤΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ δούλευε γκαρσόνι σ' ένα υπαίθριο εξοχικό κέντρο. Κι όταν χειμώνιασε κι έκλεισε το κέντρο, έψαξε να βρει αλλού δουλιά. Τα χρόνια ήταν δύσκολα και δεν μπόρεσε να βρει, παρά μια κουτσοδουλιά έκτακτου γκαρσονιού σ' ένα γαλατάδικο. Αλλά κι εκεί τον χτύπησε η ατυχία. Το κτίριο, όπου στεγαζόταν το γαλατάδικο, ήταν παλιό και γκρεμίστηκε, για να γίνει στη θέση του πολυώροφο μέγαρο. Κι έτσι έμεινε άνεργος. Κι έρχονταν οι γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς.
-- Μαύρες γιορτές θα περάσουμε, είπε η γυναίκα του, μόλις έμαθε το κλείσιμο του γαλατάδικου.
Σαν να είχε προαίσθηση ότι θα τους έβρισκε η ατυχία, αλλά και από πνεύμα άγριας οικονομίας, η φτωχή γυναίκα είχε φυλάξει λίγα χρήματα από τα μεροκάματα του άντρα της, όταν δούλευε, κι έτσι, τουλάχιστον το φαγητό, πενιχρό βέβαια, δε θα τους έλειπε τις άγιες μέρες.
Αλλά τέτοιες μέρες, σκεφτόταν ο άντρας της, δεν ήταν μόνο το φαγητό. Ηταν και το ζευγάρι οι παντόφλες, που λογάριαζε να πάρει στη γυναίκα του. Δεν μπορούσε πια, να τη βλέπει, να γυρίζει με κάτι πάνινα παλιοπάπουτσα, δικά του, που είχαν χάσει πια κάθε σχήμα και μορφή παπουτσιού.
Ακόμα λογάριαζε να πάρει και στη μικρή του κορούλα, την Ελενίτσα, ένα ζευγάρι παπουτσάκια και ένα παιχνιδάκι. Εκείνο το πρωί την άκουσε να λέει στη μάνα της:
-- Μαμά, πότε θα 'ρθει ο Αϊ - Βασίλης;
-- Γιατί ρωτάς; της απάντησε η μάνα της, με το απότομο ύφος που έχουν οι βασανισμένες γυναίκες.
-- Λένε, ότι φέρνει παιχνίδια στα μικρά παιδιά.
-- Φέρνει εκεί που φέρνει, είπε η γυναίκα με ύφος πάλι απότομο και πικρό αυτή τη φορά.
-- Να του πω, μαμά, να μου φέρει κι εμένα μια κούκλα; ρώτησε η μικρή και κοίταξε τη μάνα της, με τα ματάκια της διεσταλμένα από τη λαχτάρα της αναμονής.
-- Ασε με, παιδάκι μου, δεν έχω όρεξη, της απάντησε η μάνα της.
Η μικρή, μην παίρνοντας, ούτε θετική, ούτε αρνητική απάντηση, σώπασε. Δεν τόλμησε να συνεχίσει τις ερωτήσεις, γιατί είδε τη μάνα της στενοχωρημένη. Ο πατέρας της ετοιμαζόταν εκείνη την ώρα, να βγει, κι έκανε, ότι ήταν απασχολημένος και δεν παρακολουθούσε το διάλογο της κορούλας του με τη μάνα της. Αλλά η καρδιά του είχε σφιχτεί και η ψυχή του φαρμακωθεί. Ετοιμάστηκε και βγήκε να κοιτάξει, μήπως βρει καμιά δουλιά, οποιαδήποτε.
Καθώς βάδιζε στο δρόμο, σκυφτός και σκεφτικός, άκουσε πίσω του, να τον φωνάζουν:
-- Δημητρό!
Γύρισε μονοκόμματος και είδε το Μανώλη, το φίλο του.
-- Πώς στρίβεις έτσι, μωρ' αδελφέ μου, σαν το λύκο; του είπε γελώντας ο Μανώλης.
-- Εχω βγάλει έναν καλόγερο στο σβέρκο, του εξήγησε ο Δημητρός.
-- Κι εσένα βρήκε, να φορτωθεί ο καλόγερος;
-- Ελα, ντε!
-- Και τώρα πού πας;
-- Ούτε κι εγώ ξέρω. Ετσι γυρίζω. Σαν την άδικη κατάρα.
-- Δεν έχει δουλιά;
-- Οχι. Μήπως έχεις υπόψη σου τίποτα;
-- Κάτι έχω.
-- Τι; Για λέγε μου!
-- Θέλεις να κάνεις τον Αϊ - Βασίλη;
-- Τι να κάνω, λέει;
-- Τον Αϊ - Βασίλη, παιδί μου. Εγώ αυτές τις μέρες αυτό κάνω. Ντύνομαι με την κόκκινη φορεσιά, βάζω και γένια από βαμβάκι, και κάνω τον Αϊ - Βασίλη σ' ένα μεγάλο κατάστημα. Ξέρω κι ένα άλλο κατάστημα παιδικών ειδών, που θέλει Αϊ - Βασίλη. Και μάλιστα μου είπαν εμένα να βρω. Θέλεις να πας;
-- Και τι θα κάνω;
-- Δε σου είπα; Θα ντυθείς και θα στέκεσαι στην πόρτα, θα χαμογελάς στα παιδάκια, θα φωτογραφίζεσαι μαζί τους. Θα πληρωθείς καλά. Και θα 'χεις και πουρμπουάρ από κανένα γονιό. Λοιπόν, τι λες; Θέλεις, να πας;
-- Αν θέλω; Ρωτάς; Εχω μεγάλη ανάγκη, Μανώλη. Ο Θεός σ' έστειλε.
-- Ελα, να σε πάω στο κατάστημα.
-- Πάμε γρήγορα, μην πάρουν κάναν άλλον.
Πήγαν στο κατάστημα και ο Μανώλης σύστησε τον Δημητρό, σαν φίλο του και πρόθυμο, να υποδυθεί τον άγιο. Ο καταστηματάρχης έδωσε στον Δημητρό την κόκκινη φορεσιά, που την είχε έτοιμη. Του έδωσε μαζί και βαμβάκι, για τα γένια, και του είπε:
-- Πήγαινε στο υπόγειο να ντυθείς!
Ο Μανώλης του ευχήθηκε καλή επιτυχία κι έφυγε. Κι ο Δημητρός κατέβηκε στο υπόγειο. Εκεί έβγαλε κι άφησε τα ρούχα του. Και φόρεσε την κόκκινη φορεσιά και τα γένια. Και σε λίγο ανέβηκε στο κατάστημα, σωστός Αϊ - Βασίλης.
Τα παιδάκια, που ήταν εκείνη την ώρα στο μαγαζί, έμειναν θαμπωμένα από την εμφάνισή του. Κι αυτός έπαιξε από την πρώτη στιγμή πολύ καλά το ρόλο του. Πήγε κοντά τους, τα χάιδεψε και τους χαμογέλασε.
Επειτα στάθηκε κοντά στην πόρτα. Και τα παιδάκια που περνούσαν απέξω τον έβλεπαν χαρούμενα και παρακαλούσαν τους γονείς τους να τα πάνε κοντά του. Οι περισσότεροι γονείς δεν τους χαλούσαν χατίρι. Και τα παιδάκια έτρεχαν στον Αϊ - Βασίλη. Κι όταν οι γονείς ψώνιζαν από το κατάστημα, τα παιδάκια είχαν το δικαίωμα να φωτογραφηθούν μαζί με τον Αϊ - Βασίλη από το φωτογράφο του καταστήματος.
Ετσι, λοιπόν, πήγαιναν όλα μια χαρά. Κι ο Δημητρός, καθώς σκόρπιζε την αγιοβασιλιάτικη ευφροσύνη στους μικρούς, σκεφτόταν, με ευφροσύνη κι αυτός, τα λεφτά, που θα πληρωνόταν, και ίσως να είχε και μερικά πουρμπουάρ. Ετσι θα μπορούσε να πάρει τα δώρα για την οικογένειά του. Τις παντόφλες της γυναίκας του, τα παπουτσάκια της κορούλας του και την κούκλα. Πρώτα την κούκλα. Θα την έπαιρνε, όχι βέβαια μεγάλη και πολύ ακριβή, αλλά πολύ όμορφη. Και θα την πήγαινε στη μικρή. Κι έτσι θα γινόταν γι' αυτήν ένας πραγματικός Αϊ - Βασίλης.
Αυτά σκεφτόταν. Αλλά πάντα ο δαίμονας του κακού φροντίζει να βάζει την ουρά του, όπου βλέπει άγιο σχήμα. Ετσι έγινε και με το Δημητρό. Το αγιοβασιλιάτικο σχήμα του τράβηξε το δαίμονα, που πήρε, σ' αυτή την περίπτωση, τη μορφή ενός στριμμένου, κακομαθημένου παιδιού μιας πλούσιας κυρίας. Η κυρία αυτή ψώνισε από το κατάστημα ένα σωρό πράματα. Και το διαβολόπαιδό της θέλησε να φωτογραφηθεί... καβάλα στο σβέρκο του Αϊ - Βασίλη!
-- Ο,τι θέλει ο μπέμπης μας, είπε με γλοιώδη προθυμία ο ίδιος ο καταστηματάρχης.
Και σήκωσε το μικρό ψηλά. Και χωρίς προειδοποίηση, το έβαλε στην πλάτη του ανύποπτου Δημητρού. Ο Δημητρός όμως είχε στο σβέρκο του τον καλόγερο. Και μόλις το διαβολόπαιδο ήρθε σ' επαφή με τον καλόγερο, έγινε το κακό. Τινάχτηκε από τον πόνο ο Δημητρός και παραλίγο να πέσει το παιδί από τη ράχη του.
Πρόφτασαν και το 'πιασαν. Αλλά ο καταστηματάρχης έγινε θηρίο. Η κυρία τσίριζε από την τρομάρα της. Κι όσο τσίριζε αυτή, τόσο αγρίευε ο καταστηματάρχης κι έβριζε τον ταλαίπωρο Δημητρό:
-- Απρόσεχτε! Αχαϊρευτε!
Ο Δημητρός επιχείρησε να δώσει εξηγήσεις για τον καλόγερο. Αλλά ποιος τον άκουγε; Τσίριζε η κυρία, έβριζε ο καταστηματάρχης:
-- Κτήνος! Αλήτη! Δολοφόνε!
Έχασε και ο Δημητρός την ψυχραιμία του και ύψωσε τη φωνή του, για να υπερασπιστεί το δίκιο του και την αξιοπρέπειά του. Τότε ο καταστηματάρχης έκανε να τον χτυπήσει, αλλά ο Δημητρός πρόφτασε και τον έσπρωξε. Κι ο καταστηματάρχης, που ήταν ηλικιωμένος, έπεσε καταγής. Χωρίς ευτυχώς να πάθει τίποτε το σοβαρό. Έτρεξαν οι υπάλληλοί του κι έπιασαν τον Δημητρό, ειδοποίησαν την Αστυνομία και ο φτωχός Αϊ - Βασίλης κατέληξε στο Αυτόφωρο.
Ο δικαστής άκουσε την απολογία του, παραδέχτηκε τις εξηγήσεις του κι επειδή ήταν και οι μέρες τέτοιες, τον απάλλαξε. Ετσι ο Δημητρός ξέμπλεξε, όταν πια κόντευαν μεσάνυχτα. Τα μαγαζιά είχαν, φυσικά, κλείσει και δεν μπορούσε να επιστρέψει την αγιοβασιλιάτικη φορεσιά και να πάρει τα ρούχα του. Τράβηξε λοιπόν όπως ήταν για το σπίτι του. Μπήκε με προφύλαξη στο μοναδικό δωμάτιο, που κρατούσε με νοίκι. Η γυναίκα του κοιμόταν. Στη γωνιά αχνόφεγγε το καντήλι κι έριχνε ένα αδύνατο, μυστηριακό φως. Καθώς ετοιμαζόταν να ξεντυθεί αθόρυβα, για να πλαγιάσει, άκουσε τη μικρή του κόρη να λέει με αδύνατη φωνίτσα, που έτρεμε από την ταραχή και τη συγκίνηση:
-- Μανούλα, ήρθε ο Αϊ - Βασίλης!
Στράφηκε προς το κρεβάτι και είδε τη μικρή, να τον κοιτάει με μάτια γεμάτα έκσταση και χαρά. Τα 'χασε. Η γυναίκα του εξακολουθούσε να κοιμάται, κουρασμένη από τις δουλιές της ημέρας. Θέλησε να πάει κοντά στη μικρή και να της μιλήσει. Αλλά τι να της έλεγε; Κι έτσι καθώς στεκόταν αμήχανος, την άκουσε να λέει με τη γλυκιά εκείνη, χαρούμενη προσμονή της παιδικής ηλικίας:
-- Μου 'φερες την κούκλα;
Η καρδιά του ράγισε κι ένιωσε τα μάτια του να βουρκώνουν. Εστρεψε αλλού το πρόσωπό του και βγήκε αθόρυβα από το δωμάτιο. Πήγε στην κουζίνα κι έβγαλε την κόκκινη φορεσιά και τα γένια. Κι εκεί πέρασε τη νύχτα.
Το πρωί φόρεσε ένα παλιό παντελόνι κι ένα παλιό αδιάβροχο. Τύλιξε τη φορεσιά σε μια εφημερίδα, για να την πάει στο Μανώλη. Θα τον παρακαλούσε, να την πάει στο κατάστημα και να του φέρει τα ρούχα του.
Βγήκε από την κουζίνα και προχώρησε προς το δωμάτιο. Πριν μπει, στάθηκε στο άνοιγμα της ενδιάμεσης πόρτας, γιατί άκουσε την κορούλα του, να μιλάει με τη μάνα της.
-- Μαμά, ήρθε σου λέω.
-- Ποιος, βρε παιδάκι μου;
-- Ο Αϊ - Βασίλης.
-- Στον ύπνο σου τον είδες;
-- Οχι, μαμά. Ημουν ξύπνια. Ηρθε και τον ρώτησα για την κούκλα.
-- Α, τον ρώτησες κιόλας!
-- Και τι σου είπε;
-- Τίποτε. Δεν είχε κούκλα. Και τον είδα, να κλαίει. Γιατί μαμά;
Η γυναίκα στράφηκε στον άντρα της, που τον είδε, να στέκεται στο άνοιγμα της πόρτας, και είπε:
-- Αυτό το παιδί δεν είναι στα καλά του. Ονειρεύεται ξύπνιο.
Ο Δημητρός έκανε να χαμογελάσει και κατέβασε, όσο μπορούσε, το κεφάλι. Τα μάτια του είχαν πάλι βουρκώσει.
Πηγή: ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
……………………….
Ο Ασημάκης Γιαλαμάς (Ανω Μέλπεια Μεσσηνίας, 19 Ιανουαρίου 1909 – Αθήνα, 19 Οκτωβρίου 2004), ήταν δημοσιογράφος, συγγραφέας, θεατρικός συγγραφέας και σεναριογράφος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου