ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗ
Μια φορά κι έναν καιρό, σε δύο χώρες μακρινές, αλλά συνδεδεμένες από τον πόνο του πολέμου, ζούσαν δύο παιδιά που, παρότι δεν γνωρίζονταν, μοιράζονταν τις ίδιες ανησυχίες. Η Ράνια ζούσε στην Παλαιστίνη και ο Ντένις στην Ουκρανία. Αν και τα σπίτια τους απείχαν χιλιάδες χιλιόμετρα, η καθημερινότητά τους ήταν πλεγμένη με τον ήχο των εκρήξεων και τη θέα των κατεστραμμένων δρόμων.
Η Ράνια ζούσε σε ένα μικρό χωριό στους πρόποδες των βουνών, εκεί που οι ελιές άνθιζαν και οι παλιές πέτρινες οικίες είχαν αντέξει για αιώνες. Κάποτε, η ζωή της ήταν γεμάτη με τις μυρωδιές των λουλουδιών και τις φωνές των φίλων της που έπαιζαν στους δρόμους. Όμως τώρα, ο πόλεμος είχε σκιάσει το φως του ήλιου. Κάθε πρωί, η Ράνια ξυπνούσε με έναν κόμπο στο στομάχι, αναρωτώμενη αν θα μπορούσε να φτάσει στο σχολείο της.
Το σπίτι της ήταν κοντά στη γραμμή πυρός, και πολλές φορές έπρεπε να περάσει από δρόμους γεμάτους ερείπια για να πάει στο μάθημα. Το χέρι του μικρού της αδερφού, του Ομάρ, ήταν πάντα σφιχτά δεμένο στο δικό της καθώς περπατούσαν. «Μην ανησυχείς, όλα θα πάνε καλά», του ψιθύριζε, παρόλο που και η ίδια φοβόταν.
Στο σχολείο, η δασκάλα τους, η κυρία Φατιμά, έκανε ό,τι μπορούσε για να κρατήσει τα παιδιά συγκεντρωμένα. «Η γνώση είναι η ασπίδα σας», τους έλεγε. «Μπορεί να μας έχουν πάρει πολλά, αλλά η μάθηση είναι κάτι που δεν μπορούν να μας αφαιρέσουν». Η Ράνια το πίστευε αυτό με όλη της την καρδιά. Κάθε μάθημα ήταν μια διέξοδος από τον φόβο, ένας κόσμος όπου υπήρχε ακόμη ελπίδα.
Στην άλλη άκρη της Ευρώπης, στην Ουκρανία, ο Ντένις ζούσε σε μια πόλη που άλλοτε ήταν γεμάτη ζωή και χρώματα. Τώρα, όμως, τα σπίτια ήταν μισογκρεμισμένα, οι δρόμοι γεμάτοι χαλάσματα, και οι σειρήνες ηχούσαν συχνά. Ο Ντένις είχε συνηθίσει πια το άκουσμα των εκρήξεων, αλλά κάθε φορά που άκουγε μια δυνατή βοή, η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Είχε μάθει να κρύβεται γρήγορα στα καταφύγια με την οικογένειά του, αλλά το σχολείο ήταν το μοναδικό μέρος όπου μπορούσε να αισθανθεί λίγη ηρεμία. Όταν τα πράγματα ήταν ήσυχα, ο Ντένις και οι φίλοι του έτρεχαν στο σχολείο με ενθουσιασμό.
Η δασκάλα τους, η κυρία Άννα, τους ενθάρρυνε να συνεχίσουν να διαβάζουν, να μαθαίνουν, να δημιουργούν. «Πρέπει να θυμάστε», τους έλεγε, «ότι ακόμα κι όταν όλα γύρω σας δείχνουν να καταρρέουν, εσείς έχετε τη δύναμη μέσα σας να χτίσετε έναν καλύτερο κόσμο». Ο Ντένις το κρατούσε αυτό στο μυαλό του κάθε φορά που άνοιγε τα βιβλία του.
Η αγαπημένη του ασχολία ήταν να ζωγραφίζει. Σχεδίαζε έναν κόσμο χωρίς πολέμους, όπου τα παιδιά μπορούσαν να παίζουν ελεύθερα στους δρόμους και να τρέχουν κάτω από τον γαλάζιο ουρανό.
Μια μέρα, στην Παλαιστίνη, η Ράνια άκουσε έναν δυνατό κρότο κοντά στο σπίτι της. Έτρεξε με τον Ομάρ στο καταφύγιο, και καθώς κάθονταν αγκαλιασμένοι, άνοιξε το ημερολόγιό της και έγραψε: «Μακάρι να σταματήσουν όλα αυτά. Θέλω μια μέρα να ξυπνήσω και να ακούω μόνο τις φωνές των πουλιών, όχι τις βόμβες. Θέλω να παίζω ξανά με τους φίλους μου, χωρίς να φοβάμαι». Ο Ομάρ την κοίταξε και της είπε: «Θα έρθει εκείνη η μέρα, Ράνια. Το ξέρω».
Στην Ουκρανία, ο Ντένις, με το τετράδιο ζωγραφικής του, έφτιαχνε τον δικό του κόσμο. Σχεδίαζε σπίτια χτισμένα ξανά, παιδικές χαρές γεμάτες γέλια και λουλούδια που άνθιζαν σε κάθε γωνιά της πόλης του. Κάθε του γραμμή ήταν μια προσευχή για ειρήνη, για την επιστροφή σε μια ζωή χωρίς τον φόβο του πολέμου.
Παρόλο που η Ράνια και ο Ντένις ζούσαν τόσο μακριά, μοιράζονταν την ίδια ελπίδα. Στα όνειρά τους, οι χώρες τους θα ήταν ξανά ειρηνικές. Στα όνειρά τους, τα παιδιά δεν θα χρειάζονταν πια να ανησυχούν για τον πόλεμο, αλλά μόνο για το πώς θα παίξουν και τι θα μάθουν στο σχολείο την επόμενη μέρα. Μια μέρα, στο σχολείο της Ράνιας, η κυρία Φατιμά έδωσε στα παιδιά μια εργασία: «Θέλω να γράψετε για την ειρήνη. Πώς την φαντάζεστε; Τι θα κάνατε για να την φέρετε στον κόσμο μας;» Η Ράνια σήκωσε το χέρι της και είπε: «Η ειρήνη για μένα είναι όταν μπορούμε όλοι να είμαστε μαζί, χωρίς φόβο. Όταν μπορούμε να μοιραζόμαστε τη ζωή, όχι τη βία».
Στην Ουκρανία, ο Ντένις έκανε την ίδια εργασία. «Η ειρήνη», έγραψε, «είναι όταν όλα τα παιδιά μπορούν να πάνε στο σχολείο χωρίς να ανησυχούν για τις βόμβες. Όταν οι άνθρωποι αγαπούν και σέβονται ο ένας τον άλλον». Και τα δύο παιδιά, η Ράνια και ο Ντένις, συνέχισαν να ελπίζουν. Ήξεραν ότι ο κόσμος δεν θα άλλαζε αμέσως, αλλά πίστευαν πως αν όλα τα παιδιά του κόσμου ενώνονταν, αν μεγάλωναν με την επιθυμία να φέρουν την ειρήνη, τότε αυτό το όνειρο θα μπορούσε να γίνει πραγματικότητα. Γιατί, όπως τους έλεγαν πάντα οι δάσκαλοί τους, «η ειρήνη αρχίζει από την καρδιά». Και στις καρδιές της Ράνιας και του Ντένις, η ειρήνη ήταν το πιο δυνατό όπλο από όλα.
ΤΖΩΡΤΖΙΝΑ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου