Η ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑ ΤΟΥ ΦΤΩΧΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ
Μια φορά και έναν καιρό, σε ένα μικρό χωριό ζούσε ένας φτωχός γέροντας. Ο γέροντας παρά την όμορφη ζωή και τις πολλές γνωριμίες που είχε στο χωριό αντιμετώπιζε μονίμως ένα πρόβλημα, τη φτώχεια. Όλοι οι κάτοικοι του χωριού είχαν προθυμοποιηθεί πολλές φορές να το βοηθήσουν, αλλά αυτός αρνιόταν, καθώς ένιωθε ντροπή. Όλα όμως άλλαξαν μια μέρα που ανακάλυψε δύο μαγικά αντικείμενα σε μία παλιά αποθήκη, λίγο έξω από το χωριό.
Έχοντας επισκεφτεί την εγκαταλελειμμένη αυτή αποθήκη, για να ψάξει να βρει εργαλεία για να επισκευάσει το χαλασμένο πηγάδι του χωριού, με την άκρη του ματιού του είδε κάτι να αστράφτει. Γρήγορα του κινήθηκε το ενδιαφέρον και άρχισε να ψαχουλεύει σε μια μεγάλη στοίβα, ώσπου βρήκε τα δύο αντικείμενα που έλαμπαν ανάμεσα στα σκουριασμένα πράγματα της αποθήκης. Τα σήκωσε στο ύψος των ματιών του και τα παρατήρησε προσεκτικά. Ένας χρυσός πάπυρος τυλιγμένος με μια κόκκινη κορδέλα και μία χρυσή σκούπα αποτελούσαν τα δύο αντικείμενα. Γρήγορα ξετύλιξε τον πάπυρο και διάβασε το περιεχόμενο του. Όταν τελείωσε την ανάγνωση είχε μείνει άφωνος. Στον πάπυρο ήταν γραμμένος ένας χρησμός ο οποίος έλεγε πως σε ένα μακρινό δάσος υπήρχε ένα θησαυροφυλάκιο μέσα σε μια μικρή σπηλιά με άπειρο χρυσό. Με την μαγική σκούπα θα είχε τη δυνατότητα να φτάσει γρηγορότερα εκεί. Ο γέροντας αναφώνησε από τη χαρά του. Χωρίς καμία δεύτερη σκέψη αποφάσισε το επόμενο πρωί να ξεκινήσει το ταξίδι που μπορούσε να του αλλάξει ολόκληρη τη ζωή.
Η επόμενη μέρα, ως μεγάλη τύχη του γέροντα, ήταν ηλιόλουστη και δροσερή. Έχοντας πάρει τα απαραίτητα πράγματα για το ταξίδι, με το χρυσό πάπυρο καλά σφιγμένο στην τσέπη του ταλαιπωρημένου πανωφοριού του και την μαγική σκούπα στο δεξί του χέρι άρχισε το μεγάλο ταξίδι του. Ο γέροντας με ανάμεικτα συναισθήματα ανυπομονησίας και φόβου ανέβηκε πάνω στη μαγική σκούπα που αυτόματα τον κατεύθυνε στο μακρινό δάσος όπου βρισκόταν το θησαυροφυλάκιο. Ύστερα από αρκετή ώρα, η σκούπα σταμάτησε και τον πέταξε το έδαφος. Με τη σκούπα τώρα να έχει εξαφανιστεί ο γέροντας υπέθεσε πως κάπου εκεί κοντά θα βρισκόταν και η σπηλιά με το θησαυροφυλάκιο. Σκέφτηκε για λίγο και έπειτα έβγαλε από την τσέπη του το χρυσό πάπυρο μήπως και υπήρχε στο χρησμό κάποιο στοιχείο που θα τον οδηγούσε πιο κοντά στο θησαυροφυλάκιο. Ξαφνικά, όμως, ένας απρόσμενος ήχος τον έκανε να σταματήσει ό,τι έκανε. Διστακτικά γύρισε πίσω του, σήκωσε τα μάτια του στον ουρανό και αντίκρισε ένα τεράστιο βάτραχο να τον κοιτάζει υποτιμητικά. ο βάτραχος τότε είπε με σοβαρό και αυστηρό ύφος:
«Ποιος είσαι και τι δουλειά έχεις αυτά τα μέρη;» Τρομαγμένος απάντησε ο γέροντας.
«Εγώ είμαι ένας γέροντας φτωχός από ένα μακρινό χωριό. Ήρθα να βρω το θησαυροφυλάκιο του δάσους αυτού, μήπως ξημερώσει άσπρη μέρα και για μένα».
Ο βάτραχος τότε θύμωσε και του είπε πως το θησαυροφυλάκιο αυτό ήταν υπό την επίβλεψη του εδώ και πολλά χρόνια και δεν θα άφηνε κανένα να το πάρει. Ο γέροντας τού εξήγησε τη μεγάλη του ανάγκη για χρήματα, αλλά ο βάτραχος την αγνόησε. Του είπε πως ο μόνος τρόπος για να μπει στο θησαυροφυλάκιο, ήταν να παλέψεις μαζί του. Ο γέροντας παρά τον φόβο του, δέχτηκε την πρόταση.
Η μάχη ξεκίνησε και ο βάτραχος άρχισε να κυνηγάει το γέροντα προσπαθώντας να τον πιάσει. Ύπουλα τότε, ο γέροντας ξετρύπωσε ένα ειδικό φάρμακο από την τσέπη του ρίχνοντας το στο βάτραχο με αποτέλεσμα εκείνος να τυφλωθεί. Ο βάτραχος ακόμα κι αν είχε χάσει την όρασή του, κατάφερε να πιάσει το γέροντα. Προτού να είναι πολύ αργά, ένα ελάφι εμφανίστηκε από πίσω τους. Με τις υπερφυσικές του ικανότητες, ζάλισε το βάτραχο με αποτέλεσμα να χάσει τις αισθήσεις του. Ασφαλής τώρα ο γέροντας, ένιωσε ανακούφιση και ευγνωμοσύνη προς το ελάφι, ονόματι Ηρακλής. Μαζί εξερεύνησαν το θησαυροφυλάκιο και μάζεψαν τον περισσότερο πλούτο του.
Γυρνώντας στο χωριό, τηλεμεταφερόμενοι με τις υπερφυσικές ικανότητες του ελαφιού, μοίρασαν τον πλούτο σε όλους κατοίκους του. Το μικρό χωριό αναβαθμίστηκε σε μικρή κωμόπολη και σε κανέναν πια δεν έλειπε τίποτα. Το μεγάλο πρόβλημα της φτώχειας που αντιμετώπιζε τόσα χρόνια ο φτωχός, λύθηκε. Η περιπέτεια αυτή του έμεινε για πάντα αξέχαστη. Μια ακόμη ευχή είχε πάντα, να αποκτήσει οικογένεια. Παρά την αδυναμία εκπλήρωσης αυτής της ευχής ο Ηρακλής, το μαγικό ελάφι, αποφάσισε να μείνει μαζί του. Κι έτσι έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.
ΕΥΑ ΖΑΦΕΙΡΟΠΟΥΛΟΥ
Στο πλαίσιο της δημιουργικής γραφής στο μάθημα της λογοτεχνίας, της καθηγήτριας Γεωργίας Αλειφέρη, μαθήτριες και μαθητές από την Α’ τάξη, του 3ου Γυμνασίου Γλυφάδας με όργανο τη φαντασία και τον αυθορμητισμό τους έγραψαν τα δικά τους παραμύθια και τις δικές τους ιστορίες, αποσκοπώντας να αφήσουν ένα καλό μήνυμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου