Η εικόνα στο τζάκι στους παλιούς χειμώνες του χωριού…
Του Νίκου Τσούλια*
Χειμώνα καιρό, το τζάκι ήταν το κέντρο της ζωής του φτωχικού σπιτιού, η εστία της εστίας ή μάλλον η πραγματική εστία. Όλοι περιστρεφόμαστε γύρω από αυτό. Το χειμώνα αυτά, γιατί τις άλλες εποχές το τζάκι ήταν αόρατο κανένας δεν το έβλεπε, κανένας δεν ασχολείτο μαζί του, απλά το φόρτωναν και κανένα κουζινικό και γινόταν ανύπαρκτο…
Σκοτωνόμασταν τα παιδιά ποιος θα πρωτοπιάσει τις επάνω θέσεις αριστερά και δεξιά, με τις κουρελούδες στρωμένες, που ήταν και κοντά στον μουτζούρη και θα βλέπαμε καλύτερα για να διαβάσουμε και δεν θα μας ενοχλούσε κανένας γιατί κάθε φορά όλο και κάτι θα έκαναν με την αναμμένη φωτιά. Ο ανταγωνισμός άρχιζε από το απόγευμα που προσδιορίζονταν οι τελευταίες δουλειές της ημέρας και όλα τα αδέλφια θέλαμε να αποφύγουμε τις πιο βαριές, που έτρωγαν και περισσότερο χρόνο. Δύσκολα γίνονταν συμφωνίες για να τηρηθεί κάποια σειρά, δεν υπήρχε εμπιστοσύνη.
Τριζοβολούσαν τα κούτσουρα, οι γλώσσες της φωτιάς συναγωνίζονταν μεταξύ τους ποια θα κάνει τα πιο παράξενα σχήματα, ποια θα πάει πιο ψηλά να βουτήξει ματιές και θαυμασμό, ποια θα θερμάνει σώματα και ψυχές. Τα σκαμνιά στο κεντρικό μέρος σχεδόν κολλούσαν κοντά στο τζάκι – κοπανιόμαστε στο κεφάλι από καμιά γωνία του -, γιατί θέριζε το κρύο από παντού, σπίτια χαμοκέλες, πλινθόκτιστα, φτωχικά, τα πάντα σε αυτά σκεπές, πόρτες, παράθυρα, φτιαγμένα από τους μαστόρους του χωριού. «Μπρος πύρα, πίσω κλαδευτήρα», έλεγαν οι παλιότεροι, που ‘ξεραν να λένε πολλά με λίγα λόγια… Εδώ θα στέγνωναν τα ρούχα και τα παπούτσια που ήταν πάντα βρεγμένα και λασπωμένα.
Μια γωνιά στο τζάκι ήταν η εικόνα για όλο τα χειμώνα. Ενοχλούσε ο τέντζερης ή η κατσαρόλα που έμπαιναν για μαγείρεμα και σαν έφευγαν από την πυροστιά, οι φωτεινές αναλαμπές γέμιζαν τα βλέμματά μας με ζέστη και χαρά. Το τζάκι δεν φιλοξενούσε μόνο το φαγητό. Εδώ γινόταν το πανηγύρι με τις καψαλισμένες φέτες – μεγάλες φέτες, μπορεί και από άκρη σε άκρη του καρβελιού κομμένες, με λάδι καλά αλειμμένες και με ρίγανη “πασπαλισμένες”, τι και αν είχαν στάχτη στο κάτω μέρος και κανένα καρβουνάκι, ό,τι έφευγε με το τίναγμα καλώς – και τα καμένα μέρη ξύνονταν με το μαχαίρι – τρώγονταν με γεμάτα τα μάγουλα.
Ας ήταν μπαγιάτικο το ψωμί η φωτιά το μεταμόρφωνε σε θεϊκή τροφή. Φτωχικό και το φαγητό, όσπρια συνήθως και χόρτα, όχι χόρτα συνοδευτικό αλλά κύριο φαγητό – ραδίκια, αντίδια, τζοχιά, λαψάνες είχαν τη μερίδα του λέοντος – απλωνόταν όλη η φτώχεια στο σοφρά ή στα γόνατα για όσους δεν χωρούσαν. Τα χόρτα το κύριο φαγητό και οι ελιές και το τυρί τα συνοδευτικά και με μπόλικο ζουμί και με λάδι για το βούτηγμα του ψωμιού – παντού προσφάισμα.
Μα και το πρωί το τζάκι ήταν και πάλι το σημείο συγκέντρωσης, όλοι βιαστικοί μα το πρωινό – άσπρος τραχανάς, γάλα, χαμομήλι – και πάλι δίπλα στη φωτιά, για να κλέψουμε ζεστασιά για τους χειμώνες που ξύλιαζαν τα χέρια και μούσκευαν ανθρώπους και ζώα από τις ασταμάτητες βροχές. Η εικόνα της οικογένειας γύρω από το τζάκι ήταν η εμβληματική εικόνα για τα χρόνια της φτώχειας και της μεγάλης ελπίδας: να μάθεις γράμματα, να φύγεις από τις λάσπες…
ΠΗΓΗ: anthologio.wordpress.com
----------------------------------------------------------------------
* Ο Νίκος Τσούλιας είναι εκπαιδευτικός στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Διετέλεσε Πρόεδρος της ΟΛΜΕ από το 1996 έως το 2003
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου