Παρασκευή 14 Μαΐου 2021

Σκοτεινές σελίδες

Ήρωες «προδότες»!
του  Μάριου Πλωρίτη*

ΤΩΡΑ που τέλειωσαν οι πανηγυρισμοί και οι πανηγυρικοί για την 25η Μαρτίου, δεν θα ήταν άσκοπο να θυμηθούμε μερικές σκοτεινές σελίδες του Αγώνα και της συνέχειάς του -όχι υπακούοντας στη μόδα του μεταμοντερνισμού, της «αποδόμησης», της «απομυθοποίησης», αλλά γιατί και οι μελανές πτυχές της Ιστορίας είναι τόσο «διδακτικές» όσο και οι περίλαμπρες ώρες της. Επειδή τα αλλοτινά αμαρτήματα, μίση, εγκλήματα, είχαν κίνητρο τον φαρμακερό πόθο για δύναμη, εξουσία και τα συνακόλουθα οφέλη – πόθο που δεν έπαψε ποτέ και ποτέ δε θα πάψει να σπιρουνίζει, να διχάζει, ν’ αφανίζει τους ανθρώπους, ακόμα και σε ώρες μεγάλες, όπως το ’21.
Όσοι, τις προάλλες, στέφανε τους ανδριάντες και τις προτομές των ηρώων της Επανάστασης, θυμήθηκαν άραγε ποιες στάθηκαν οι τύχες πολλών απ’ αυτούς; Πώς ηγετικές μορφές του Αγώνα, συκοφαντήθηκαν, κατατρέχτηκαν, καταδικάστηκαν σαν «προδότες», ακόμα και δολοφονήθηκαν από συμπατριώτες και συμπολεμιστές, μόνο και μόνο επειδή το μέγεθος εκείνων φόβιζε ετούτους, εμπόδιζε τις βλέψεις τους ή «απειλούσε» την εξουσία τους;
Θα περιοριστώ σε μερικά ακραία παραδείγματα.
Στην παθιασμένη αντιπαλότητα στρατιωτικών-πολιτικών, όπου ο Γεώργιος Καραϊσκάκης βρέθηκε αντιμέτωπος με τον γλειχόμενο απόλυτης εξουσίας Αλ. Μαυροκορδάτο, ο τελευταίος δεν δίστασε να στήσει εναντίον του ολόκληρο ψευτοδικαστήριο. Κι αυτό, στηριγμένο σε ψευδομάρτυρες, εξέδωσε εκείνη την επαίσχυντη «Προκήρυξη των εγκλημάτων του Καραϊσκάκη», που τον κατηγορούσε πως «είχε κρυφήν ανταπόκρισιν με τους εχθρούς της πίστεως και της Πατρίδος», τον χαρακτήριζε «επίβουλον και προδότην», τον καθαιρούσε από όλους τους βαθμούς και αξιώματα, και καλούσε τους Έλληνες «να τον στοχασθούν εχθρόν»!
Κι η προκήρυξη αυτή, καθώς και ο διορισμός του Άγγλου Τσώρτς σαν αρχιστράτηγου, «τον έκαναν (τον Καραϊσκάκη) περισσότερον να πάγει να σκοτωθεί», καταπώς λέει ο Μακρυγιάννης.[1] Και είναι γνωστή η άποψη πως, στη μοιραία μάχη του Φαλήρου (23.4.1827), τον «γιο της καλόγριας» δεν τον σκότωσε βόλι τούρκικο αλλά ελληνικό.[2]
Η δολοφονία του Οδυσσέα Ανδρούτσου δεν αποτελεί εικασία αλλά ιστορικό γεγονός. Του ήρωα της Γραβιάς και τόσων άλλων μαχών, αντίπαλος ήταν ο I. Κωλέττης που, με διακήρυξή του (13.10.1822), τον χαρακτήριζε «εθνοκατάρατον» με «ολέθρια φρονήματα και εχθρόν της πατρίδος». Δυο χρόνια αργότερα, ο Κωλέττης τον κατηγόρησε και πάλι για «συνεννοήσεις με τον εχθρό», έστειλε εναντίον του τον Γιάννη Γκούρα (άλλοτε πρωτοπαλίκαρο του Οδυσσέα, που τον είχε διορίσει φρούραρχο της Ακρόπολης), ο Ανδρούτσος του παραδόθηκε πιστεύοντας στη φιλία του, αλλά ο Γκούρας τον φυλάκισε στον πύργο Γούλα του ιερού βράχου. Και, στις 5.6.1825, τρία ενεργούμενα του Γκούρα, αφού τον βασάνισαν, τον γκρέμισαν απ’ τα τείχη της Ακρόπολης, για να φανεί πως ο «κακούργος προδότης της πατρίδος» σκοτώθηκε προσπαθώντας να δραπετεύσει.
 
Και ο Γέρος του Μοριά… Στον απαίσιο εμφύλιο του 1824, φυλακίστηκε στο Ναύπλιο (επειδή ήταν «άρπαξ, κακούργος και αφιλότιμος», κατά τους Κουντουριώτηδες), «αμνηστεύθηκε» όμως, ύστερα από έξι μήνες, για ν’ αντιμετωπίσει την επιδρομή του Ιμπραήμ στον Μοριά.
Αλλά τα χειρότερα ήρθαν δέκα χρόνια αργότερα – όταν η χώρα ήταν πια «ελληνικόν βασίλειον». Τότε, η βαυαρική αντιβασιλεία, οργισμένη για την αντίθεση του Κολοκοτρώνη στα έργα της, τον συνέλαβε (7.9.1833) και τον έκλεισε για 6 μήνες σε «μυστική φυλακή», όπου «δεν έβλεπε άνθρωπον εκτός του δεσμοφύλακα». Τελικά, σκάρωσαν κι οι Βαυαροί δικαστήριο, που δίκασε τον Κολοκοτρώνη και τον Δημ. Πλαπούτα για «συνωμοσία επί σκοπώ να ταράξουν την κοινήν ησυχίαν, καταφέρουν τους υπηκόους της Αυτού Μεγαλειότητος εις ληστείαν και εμφύλιον πόλεμον και καταργήσουν το καθεστώς πολίτευμα».
Και μ’ όλο που ο πρόεδρος Αναστ. Πολυζωίδης και ο δικαστής Γ. Τερτσέτης αντιτάχθηκαν, το βαυαροδικαστήριο καταδίκασε τους υπόδικους σε θάνατο «ως ενόχους εσχάτης προδοσίας» (6.6.1834). Όμως ο σεπτός άναξ μετάτρεψε την θανατική καταδίκη σε ισόβια, και οι δυο «προδότες» κλείστηκαν στο φοβερό Ιτς-Καλέ του Ναυπλίου. Έντεκα μήνες έμειναν σ’ εκείνα τα λαγούμια (ο Κολοκοτρώνης ήταν 64 χρόνων) και ελευθερώθηκαν όταν ο Όθων, στην ενηλικίωσή του, τους έδωσε «χάρη».[3]
Αλλά κι ο ανιψιός του Κολοκοτρώνη, ο Νικηταράς, γνώρισε τις εξουσιαστικές θωπείες: τον συλλάβανε (Δεκέμβρης 1839) σαν αντιοθωνικό, δικάστηκε, αλλά, τυχερότερος αυτός, αθωώθηκε. Όχι και τόσο τυχερός, όμως, αφού, κατά διαταγή του Όθωνα, μπήκε σε περιορισμό στην Αίγινα για 14 μήνες. Οχτώ χρόνια αργότερα, ο «Τουρκοφάγος», τυφλός πια, πέθαινε πάμπτωχος στον Πειραιά.
Σε έσχατη πενία δεν πέθανε και η Μαντώ Μαυρογένους, η «ηρωίδα της Μυκόνου», που ξόδεψε όλη τη μεγάλη περιουσία της για τον Αγώνα κι έγινε θρύλος στη φιλελληνική Ευρώπη; Αλλά οι αισθηματικές και πολιτικές σχέσεις της με τον Δημ. Υψηλάντη υπαγόρευσαν στον «ηθικότατο» Κωλέττη να την απελάσει στη Μύκονο, όπου έζησε απ’ την ευσπλαχνία των συγγενών της, για να πεθάνει στα 44 μόλις χρόνια της.
Θα τελειώσω με -ποιον άλλον;- τον Μακρυγιάννη. Έντονα επικριτικός κάθε καταπιεστικής εξουσίας και ένας απ’ τους πρωταγωνιστές της παραχώρησης Συντάγματος, ο Μακρυγιάννης κατηγορήθηκε για «συνωμοσία κατά της ζωής των Αυτών Μεγαλειοτήτων, θέλων να μεταβάλη το καθεστώς πολίτευμα διά βιαίων μέσων» και «έδειξε περιφρόνησιν προς τους Βασιλείς, εξυβρίσας το ιερόν πρόσωπον Αυτών». Εφ’ ω και, τον Μάρτιο 1853, καταδικάστηκε σε «θάνατον επί εσχάτη προδοσία».[4] η ποινή μετατράπηκε σε ισόβια και, ύστερα, σε 10 χρόνια, μ’ όλο που η κατάσταση της υγείας του ήταν άθλια. Δεν αποφυλακίστηκε παρά τον Σεπτέμβρη του 1854 και, από τότε, απομονώθηκε στο σπίτι του, ώς την Έξωση του Όθωνα, οπότε νεαροί πανηγυριστές τον μεταφέρανε θριαμβευτικά στους ώμους τους, στους δρόμους της Αθήνας.
Μπορεί μερικοί να θεωρήσουν πως αυτή η αναδρομή στα ανοσιουργήματα που στιγμάτισαν τον Αγώνα και τη γέννηση του ελληνικού κράτους, είναι «άτοπη», «άπρεπη», γιατί όχι και «αντεθνική». Αντίθετα, πιστεύω πως η υπενθύμισή τους αποτελεί «μέγιστον μάθημα» σε μια χώρα που οι εμφύλιες συγκρούσεις και οι αυταρχικές εξουσίες, την έχουν ποτίσει με τόσο αίμα και έχουν τόσο τραγικά ανασχέσει την πορεία της.
…………………………………
* Ο Μάριος Πλωρίτης (πραγματικό όνομα: Μάριος Παπαδόπουλος, 19 Ιανουαρίου 1919 – 29 Δεκεμβρίου 2006) ήταν δημοσιογράφος-επιφυλλιδογράφος, κριτικός, μεταφραστής, λογοτέχνης, και θεατρικός σκηνοθέτης. Το άρθρο του δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ στις 31 Μαρτίου 2002.

 [1] Απομνημονεύματα, εκδ. Β’,τόμ. Α’,σελ.312.
[2] Βλ. συνοπτικά σε Δημ. Φωτιάδη, Καραϊσκάκης, Ετ. Λογοτεχν. Εκδόσεων, 1956, σελ. 452 επ.
[3] Αν. Πολυζωίδη, Η δίκη του Θ. Κολοκοτρώνη και Α. Πλαπούτα, 1843. Και Θ. Κολοκοτρώνη, Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής. Καταγραφή Γ. Τερτσέτης, 1846, σελ. 288-89. Επιμέλ. Τ. Βουρνά, Τολίδης, χ.χ.
[4] Η δίκη του στρατηγού Μακρυγιάννη. Επιμ. Ε. Πρωτοψάλτη, Πυρφόρος. 1963.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου