ΠΑΤΡΩ ΚΙΤΡΩ ΛΕΜΟΝΙΑ
Μία φορά και έναν καιρό ήταν ένας πατέρας και είχε τρεις όμορφες κόρες. Η γυναίκα του είχε πεθάνει όταν γέννησε την τελευταία κόρη και έτσι ο πατέρας τις μεγάλωνε μόνος του. Ήταν πολύ φτωχός και για αυτό δούλευε στα χωράφια από το πρωί μέχρι το βράδυ, για να μην τους λείψει τίποτα. Και τα κορίτσια, όμως, εκτός από όμορφες ήταν και πολύ προκομένες.
Μία μέρα ήρθε στο σπίτι τους ο Ήλιος και ζήτησε να παντρευτεί την πρώτη κόρη. Ο πατέρας δεν ήθελε να τη δώσει, γιατί έμεινε μακριά και δεν ήθελε να την αποχωριστεί. Ο Ήλιος, όμως, του υποσχέθηκε ότι θα του την φέρνει τακτικά, για να τη βλέπει και έτσι τον έπεισε να του τη δώσει. Δεν πέρασε πολύς καιρός και πήγε στο σπίτι του πατέρα το Φεγγάρι και ζήτησε να παντρευτεί τη δεύτερη κόρη. Και αυτή τη φορά ο πατέρας δεν ήθελε να του τη δώσει, γιατί και αυτός έμεινε μακριά και δεν ήθελε την αποχωριστεί. Το Φεγγάρι του είπε ότι θα τη φέρνει τακτικά να τη βλέπει και έτσι ο πατέρας πείστηκε πάλι να τη δώσει.
Ο καιρός πέρασε και ο πατέρας ήταν πολύ στεναχωρημένος, γιατί είχε πολύ καιρό να δει τις κόρες του. Ευτυχώς του είχε απομείνει η μία κόρη, η πιο μικρή και είχε τουλάχιστον μία παρηγοριά. Οι μέρες περνούσαν και ένα πρωινό ήρθε στην πόρτα του ο Αυγερινός και ζήτησε να παντρευτεί την τελευταία κόρη. Ο πατέρας απογοητευμένος και στεναχωρημένος με τους δύο προηγούμενους γαμπρούς του που του είχαν υποσχεθεί ότι θα έβλεπε συχνά τις κόρες του και δεν κράτησαν την υπόσχεσή τους, θυμωμένος αρνήθηκε να του τη δώσει και τον έδιωξε. Ο Αυγερινός έφυγε στεναχωρημένος, καθώς την αγαπούσε πολύ την κοπέλα.
Λίγο καιρό αργότερα, ο πατέρας αποφάσισε να παντρέψει την κόρη του με ένα πλούσιο προύχοντα του χωριού, πιστεύοντας ότι η κόρη του θα είχε μία πολύ καλή και πλούσια ζωή και θα ήταν κοντά του να τη βλέπει. Δυστυχώς, όμως, ο προύχοντας πήρε την κόρη και την πήγε σε άλλο χωριό, μακριά από τον πατέρα της και το χειρότερο ήταν ότι αυτός είχε μία πολύ κακιά και άσχημη αδερφή, που ζήλευε πολύ το κορίτσι. Τόσο πολύ το ζήλευε που μία μέρα που ο αδερφός της έλειπε σε ταξίδι, της έκανε μάγια, τη μετέτρεψε σε λεμόνια στον κήπο του σπιτιού και είπε ότι πνίγηκε στο ποτάμι, όταν είχαν πάει για βόλτα. Το άμοιρο κορίτσι δεν ήξερε τι να κάνει και όλο έκλαιγε και στεναχωριόταν.
Μία μέρα αυγερινός αποφάσισε να ξαναπάει στο χωριό και να ξαναζητήσει από τον πατέρα να του δώσει την κόρη του, καθώς δεν γνώριζε ότι την είχε ήδη παντρέψει. Στον δρόμο του βρήκε μία γερόντισσα, η οποία του είπε ότι αν θέλει να παντρευτεί το κορίτσι, θα πρέπει να πάει στον κήπο του σπιτιού του προύχοντα και να απελευθερώσει από τα μάγια την «Πάτρω Κίτρω Λεμονιά». Ο Αυγερινός ρώτησε: «Πώς θα το κάνω αυτό;» και τότε γερόντισσα του είπε: «Θα πρέπει να σκοτώσεις το μεγάλο φίδι που φυλάει το δέντρο και μετά να κόψεις τα τρία λεμόνια από το δέντρο». Αυτά είπε η γερόντισσα και μετά εξαφανίστηκε.
Προχώρησε, λοιπόν, ο Αυγερινός, βρήκε τον κήπο του προύχοντα και είδε την όμορφη λεμονιά που του είχε περιγράψει η γερόντισσα. Όταν πλησίασε, πετάχτηκε μπροστά του το μεγάλο φίδι. Με δύο κινήσεις με το σπαθί του κατάφερε γενναία να το σκοτώσει και αμέσως ανέβηκε στο δέντρο και έκοψε τα τρία λεμόνια που υπήρχαν. Αν και είχε κάνει όλα όσα του είχε πει η γερόντισσα δεν έβλεπε πουθενά το κορίτσι. Αφού περίμενε πολλή ώρα και χωρίς να ξέρει τι άλλο έπρεπε να κάνει, πήρε το δρόμο της επιστροφής νομίζοντας ότι τον είχε κοροϊδέψει η γριά. Στο δρόμο που πήγαινε, όμως, δίψασε. Μιας και δεν είχε νερό, έβγαλε το σπαθί του και έκοψε το ένα λεμόνι. Μόλις το έκοψε ακούστηκε μία φωνή να λέει: «Αχ! μ’ έκοψες». Χωρίς να ξέρει από που ήρθε η φωνή, ήπιε το χυμό και συνέχισε το δρόμο του. Μετά από αρκετή ώρα, ξαναδίψασε. Έβγαλε πάλι το σπαθί του και έκοψε το δεύτερο λεμόνι. Τότε ξανάκουσε «Αχ! μ’ έκοψες». Τρομαγμένος, αφού ήπιε το χυμό για να ξεδιψάσει, συνέχισε πιο γρήγορα να προχωρά. Αρκετή ώρα μετά, διψασμένος και πάλι ο Αυγερινός, κόβει και το τρίτο λεμόνι. Τότε με μιας εμφανίζεται από μέσα από το λεμόνι το όμορφο κορίτσι, ή Πάτρω Κίτρω Λεμονιά.
Ο Αυγερινός είχε καταφέρει να λύσει τα μάγια της κακιάς μάγισσας και το κορίτσι είχε βρει επιτέλους κάποιον να την αγαπάει πολύ!
Και ζήσαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα!
ΣΟΦΙΑ ΚΑΓΚΑ
ΣΣ. Το κείμενο αυτό αποτελεί μαθητική εργασία που έγινε με αφορμή την παρουσίαση, από την καθηγήτρια Γεωργία Αλειφέρη, παραμυθιών που ανθολογούνται στο σχολικό εγχειρίδιο της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Α’ Γυμνασίου, όπου οι μαθητές και οι μαθήτριες δοκίμασαν τις δυνάμεις τους στη συγγραφή παραμυθιών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου