Τετάρτη 29 Ιανουαρίου 2025

Μια Ιστορία Αιώνων

Η ΕΛΙΑ ΤΗΣ ΑΚΡΟΠΟΛΗΣ 

Πρωινό στην Ακρόπολη… Μια εμπειρία που η Μαρία είχε να ζήσει από τότε που ήταν μαθήτρια. Θυμήθηκε τις μέρες που, με τη σχολική εκδρομή, περπατούσαν σε αυτόν τον ιερό τόπο, ακούγοντας τη φιλόλογό τους να εξιστορεί τα μεγαλεία της Αρχαίας Αθήνας. Όμως τότε, ήταν απλώς ένα κορίτσι που περισσότερο ενδιαφερόταν για τις κουβέντες με τις φίλες της παρά για τις ιστορίες του Παρθενώνα.
Τώρα, όμως, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Με τη φωτογραφική της μηχανή στον ώμο, η Μαρία ήθελε να αποτυπώσει τη μαγεία αυτού του τόπου. Το Λονδρέζικο περιοδικό που την είχε προσλάβει πλήρωνε αδρά για το ρεπορτάζ, και τα χρήματα ήταν σημαντικά για εκείνη. Όμως, περισσότερο από αυτό, ένιωθε την ανάγκη να ξαναβρεί τη σύνδεση με την Ιστορία.
Περπάτησε σε κάθε γωνιά του ιερού βράχου, θαυμάζοντας την αρχιτεκτονική και την αίσθηση αιωνιότητας που εκπέμπει η Ακρόπολη. Το βλέμμα της σταμάτησε στο Ερέχθειο, το μικρό αλλά τόσο επιβλητικό κτίριο με τις Καρυάτιδες. Μπροστά από αυτό, μια αρχαία ελιά στεκόταν αγέρωχη.
Στάθηκε να τη φωτογραφίσει, όταν ξαφνικά… άκουσε μια φωνή.
«Έλα πιο κοντά.»
Η Μαρία γύρισε απότομα. Η φωνή έμοιαζε να έρχεται από το ίδιο το δέντρο. Ανασήκωσε τα φρύδια της, σίγουρη ότι κάποιος της έκανε φάρσα. Όμως δεν υπήρχε κανείς κοντά.
«Ναι, εγώ σου μιλάω,» είπε ξανά η φωνή. Ήταν απαλή, σχεδόν μουσική, αλλά και βαθιά, σαν να κουβαλούσε τις μνήμες αιώνων.
Η Μαρία ένιωσε την καρδιά της να χτυπάει δυνατά. «Ποιος… τι…» ψέλλισε.
«Μη φοβάσαι. Σε συμπάθησα και θέλω να σου πω την ιστορία μου. Θα ήθελες να την ακούσεις;»
Η φωνή ήταν καθησυχαστική, σχεδόν καθηλωτική. Χωρίς να το καταλάβει, η Μαρία απάντησε: «Ναι…»
Το δέντρο σείστηκε ελαφρά, σαν να την καλωσόριζε.
«Ωραία. Άκου λοιπόν. Έχω δει πολλά, πολλά περισσότερα από όσα μπορεί να χωρέσει ο νους σου. Ήμουν εδώ όταν η Αθηνά και ο Ποσειδώνας φιλονικούσαν για το ποιος θα γίνει ο προστάτης αυτής της πόλης… Ήμουν εδώ όταν οι άνθρωποι γιόρτασαν την ειρήνη και θρήνησαν τους πολέμους…»
Η φωνή της ελιάς ήταν σαν ένας αρχαίος ψίθυρος που έφερνε στην επιφάνεια θρύλους και αλήθειες, χαμένες στο χρόνο. Η Μαρία έκλεισε τα μάτια της και άφησε τον εαυτό της να ταξιδέψει πίσω στις εποχές που περιέγραφε το δέντρο.
Μια ιστορία ξετυλιγόταν μπροστά της, πιο ζωντανή από ποτέ…
Η ελιά άρχισε να μιλάει αργά, σαν να ζυγίζει κάθε λέξη που έλεγε, γεμάτη σοβαρότητα και παλμό αιώνων.
«Ήμουν εδώ από την αρχή. Από τότε που οι πρώτοι άνθρωποι έστησαν τους βωμούς τους στον βράχο αυτό. Μα πιο έντονα θυμάμαι εκείνη την ημέρα που η Αθηνά και ο Ποσειδώνας ήρθαν να διεκδικήσουν την πόλη. Ο κόσμος είχε συγκεντρωθεί γύρω από τον βράχο. Οι θνητοί δεν ήξεραν ποιον να διαλέξουν. Ο Ποσειδώνας στάθηκε μπροστά, γεμάτος υπεροψία. Με την τρίαινά του χτύπησε δυνατά το έδαφος και από τη γη ξεπήδησε μια πηγή αλμυρού νερού. Ένας κρότος, βαρύς σαν καταιγίδα, ακούστηκε στον αέρα.»
Η Μαρία ένιωσε τη φωνή του δέντρου να τυλίγει το μυαλό της. Έβλεπε την εικόνα να σχηματίζεται μπροστά της, σαν ο ίδιος ο βράχος να είχε ξαναζωντανέψει εκείνη τη μέρα.
«Ύστερα ήρθε η Αθηνά. Ήρεμη, γαλήνια, με τη σοφία στο βλέμμα της. Χτύπησε με το δόρυ της το χώμα, και από τη γη ξεπήδησα εγώ, μια ελιά – δώρο για τους ανθρώπους. Ήμουν μικρή τότε, αλλά η υπόσχεσή μου μεγάλη. Λάδι, ξύλο, καρποί, όσα χρειάζονταν για να ζήσουν και να ευημερήσουν.»
Η Μαρία ένιωσε έναν κόμπο στον λαιμό της. Ήταν σαν να βρισκόταν εκεί, σαν να μπορούσε να δει τους θεούς, τον κόσμο που παρακολουθούσε με δέος.
«Οι άνθρωποι ψήφισαν. Και διάλεξαν την Αθηνά. Την ευγνωμονούσαν για το δώρο της, για την ειρήνη και την ευημερία που τους έφερε. Από τότε, το όνομά της έγινε το όνομα αυτής της πόλης: Αθήνα. Και εγώ… εγώ έμεινα εδώ. Να θυμίζω στους ανθρώπους αυτή την επιλογή τους. Να βλέπω την πόλη να μεγαλώνει, να ανθίζει, να καταστρέφεται, να ξαναγεννιέται.»
Η φωνή της ελιάς γέμισε θλίψη.
«Είδα στρατούς να έρχονται, να λεηλατούν, να καταστρέφουν. Είδα ανθρώπους να χάνουν την πίστη τους. Μα ήμουν πάντα εδώ. Για να θυμίζω ότι, ακόμα και στις πιο σκοτεινές εποχές, η ελπίδα και η σοφία μπορούν να νικήσουν. Κι εσύ, κορίτσι…»
Η Μαρία ξαφνιάστηκε. «Εγώ;» ψέλλισε.
«Ναι. Εσύ έχεις την ίδια σπίθα στα μάτια σου που είχαν οι πρώτοι Αθηναίοι. Μην ξεχνάς ποτέ τη δύναμη της επιλογής. Εσύ κρατάς το μέλλον σου στα χέρια σου, όπως εκείνοι διάλεξαν την Αθηνά. Θυμήσου την ιστορία μου και όσα σημαίνει αυτός ο τόπος. Χρησιμοποίησέ τα σοφά.»
Η Μαρία δεν μπορούσε να μιλήσει. Ένα αεράκι φύσηξε απαλά, σαν να την αποχαιρετούσε η ελιά.
Κράτησε σφιχτά τη φωτογραφική της μηχανή και, κοιτώντας το Ερέχθειο, τράβηξε την πιο όμορφη φωτογραφία της ημέρας. Ήξερε ότι είχε μόλις ζήσει κάτι που δεν θα ξεχνούσε ποτέ.

ΤΖΩΡΤΖΙΝΑ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗ 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου