Δευτέρα 20 Νοεμβρίου 2017

ΓΡΑΦΩ ΤΟ ΔΙΚΟ ΜΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙ (10/2017)

Ο Κύκλος Του Νερού

Μία φορά κι έναν καιρό ζούσε στον Ουρανό ένας καλόκαρδος Βασιλιάς, που ήταν κυρίαρχος της γης.  Του άρεσε πολύ το σκάκι και πολλές φορές τον επισκεπτόταν μία μάγισσα και έπαιζαν.
Όμως ο Βασιλιάς δεν είχε καταλάβει πόσο κακιά ήταν και πως ήθελε να καταστρέψει την γη. Σε κάθε παρτίδα που νικούσε συχνά, η μάγισσα του ζητούσε σαν αντάλλαγμα να της χαρίσει κάτι από την γη. Στην αρχή της έδωσε τα βουνά, μετά τα δέντρα, τα ποτάμια, τις λίμνες και τις θάλασσες. Στην τελευταία παρτίδα η μάγισσα ζήτησε από τον βασιλιά τα σύννεφα γιατί ήξερε ότι αυτό θα ήταν το τελειωτικό χτύπημα για τη γη.
Κι αυτό έγινε…
Ανυποψίαστος για το κακό που θα ακολουθούσε, ο Βασιλιάς της τα έδωσε. Τότε ξεκίνησε η καταστροφή… Η μάγισσα ήταν πλέον ο κυρίαρχος της γης και δεν άφηνε τα σύννεφα να ρίξουν ούτε μία σταγόνα βροχής.  Όλα στην γη στέρεψαν.  Οι λίμνες, τα ποτάμια, οι θάλασσες ακόμα και οι μικρές λακκούβες δεν είχαν νερό.  Τα ζώα και οι άνθρωποι διψούσαν.  Τα ψάρια βγήκαν στην στεριά.  Οι μαμάδες δεν είχαν νερό να δώσουν στα μωρά τους. Οι βάτραχοι που όπως λέγεται, κοάζουν στα σύννεφα για νερό, έπαψαν να κάνουν κουάξ-κουάξ.
Τότε ένας γενναίος βάτραχος αποφάσισε να κάνει κάτι για αυτή την κατάσταση. Με περίσσιο θάρρος ξεκίνησε να πάει στον Βασιλιά να του εξηγήσει τη κατάσταση στην γη.  Στο δρόμο συνάντησε μία κουκουβάγια που τον ρώτησε: «Που πας κυρ-Βάτραχε έτσι βιαστικός;» «Πάω στον Βασιλιά γιατί δεν αντέχουμε άλλο» απάντησε ο βάτραχος. «Πολύ καλή η ιδέα σου, θα έρθω κι εγώ μαζί σου» του είπε η κουκουβάγια και συνέχισαν το ταξίδι. Αργότερα, συνάντησαν ένα κουνελάκι, ένα σκιουράκι, μία αρκούδα κι ένα λιοντάρι  και πήγαν κι αυτοί μαζί τους.  
Όταν έφτασαν στο παλάτι ανακάλυψαν πως οι φρουροί, που τους είχε βάλει η μάγισσα, δεν άφηναν κανέναν να πλησιάσει τον Βασιλιά γιατί είχε προβλέψει τις διαμαρτίες που θα γίνονταν για την κατάσταση που επικρατεί στην γη.  Τι θα έκαναν τώρα; Όλα τα ζώα κρύφτηκαν και μόνο ο γενναίος βάτραχος εμφανίστηκε στους φρουρούς.
Όταν τον είδαν, πήγαν να τον διώξουν εκείνος όμως έκανε τον άρρωστο και τον δυστυχισμένο.  Οι φρουροί τον λυπήθηκαν και τον άφησαν να περάσει. Τότε όλα τα ζώα χίμηξαν στους φρουρούς και κατάφεραν να τους φυλακίσουν. Βρήκαν τον βασιλιά και άρχισαν να του περιγράφουν την κατάσταση.  Ο ανυποψίαστος μέχρι τότε βασιλιάς ένοιωσε υπεύθυνος για ότι είχε συμβεί.
Προσπαθούσαν όλοι μαζί να βρουν μία λύση.  Τότε η σοφή κουκουβάγια πρότεινε στον βασιλιά να τον μάθει να παίζει σκάκι για να κερδίσει εκείνος αυτή την φορά την κακιά μάγισσα.  Αφού πέρασαν μερικές μέρες, ο βασιλιάς κάλεσε ξανά την μάγισσα στο παλάτι για μία καινούργια παρτίδα σκάκι.  Η μάγισσα τον ρώτησε : «Ποιο θα είναι το βραβείο αυτή την φορά αφού στα έχω πάρει όλα;» και ο βασιλιάς της απάντησε «Το μαγικό δαχτυλίδι που φοράς στο χέρι σου και έχει όλες τις δυνάμεις της γης».  Η μάγισσα συμφώνησε γιατί  ήταν σίγουρη πως θα κερδίσει και αυτή την φορά.  Όμως έκανε λάθος.  Ο βασιλιάς νίκησε, την έδιωξε από το παλάτι και πήρε το δαχτυλίδι.
Αμέσως μετά, βγήκε στον κήπο του παλατιού, κοίταξε σκεπτικός τη γη και είπε τρίβοντας το μαγικό δαχτυλίδι «να γίνουν όλα όπως πριν».  Ξαφνικά, άστραψε και βρόντηξε.  Η θάλασσα, τα ποτάμια και οι λίμνες φούσκωσαν. Τεράστια κύματα σηκώθηκαν στους ωκεανούς.
Το νερό εξατμίστηκε και ανέβηκε στα σύννεφα. Εκεί άρχισε ο χορός σύννεφων.  Συμπυκνώθηκαν οι υδρατμοί και άρχισαν τα σύννεφα να μαυρίζουν.  Μαύρισαν τόσο ώστε να αρχίσει να βρέχει καταρρακτωδώς.  Έβρεχε για πολλές μέρες.  Τα ποτάμια γέμισαν νερό και το νερό αυτό άρχισε να κάνει το ταξίδι του προς την θάλασσα.  Στο δρόμο του πρασίνισε ξανά τα δέντρα, πότισε τα χωράφια στα οποία άρχισαν να φυτρώνουν νέοι καρποί.
Οι λίμνες γέμισαν και αυτές νερό και τα ψάρια τους κολυμπούσαν ξανά ευτυχισμένα.  Τα ζώα τους δάσους έπιναν και πάλι νεράκι.  Ανέβηκε η στάθμη του νερού στις δεξαμενές των πόλεων κι οι άνθρωποι δεν ανησυχούσαν πια για την λειψυδρία.  Η θάλασσα ήταν πια μία έρημος. Γέμισε νερό και οι κάτοικοι της ήταν πάλι χαρούμενοι κολυμπώντας στο παραθαλάσσιο τους σπίτι.
Η μάγισσα βλέποντας όλη αυτή την ευτυχία εξαφανίστηκε.  Ο βασιλιάς κατάλαβε το λάθος του και υποσχέθηκε στα ζωάκια πως δεν θα το  ξανακάνει. Κατάλαβε επίσης πως η μεγαλύτερη ευτυχία είναι να βλέπει κανείς τους γύρω του ευτυχισμένους.  Η σοφή όμως κουκουβάγια του έμαθε και κάτι ακόμα.

Πως ο πλανήτης Γη υπάρχει δισεκατομμύρια χρόνια και πως για να συνεχίσει να υπάρχει πρέπει να τον προσέχουμε και να μην τον καταστρέφουμε…

Ειρήνη Τσάτσου

ΣΣ. Το κείμενο αυτό αποτελεί εργασία της μαθήτριας στο πλαίσιο του μαθήματος της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Β' τάξης της καθηγήτριας Ζαφειρίας Παπαδημητρίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου