Αστεία και γελοία
του Νίκου Σαραντάκου*
Οι αρχαίοι το γέλιο το είχαν σε μεγάλη εκτίμηση, καθώς είχαν προσέξει πως μόνο ο άνθρωπος γελάει (το μόνον γελάν των ζώων άνθρωπον, λέει κάπου ο Αριστοτέλης) και είχαν αναδείξει το γέλιο σε ειδοποιό διαφορά των ζώων από τους ανθρώπους. Ακόμα και στη Σπάρτη, που τη θεωρούμε όχι άδικα αυστηρή και σκοτεινή πολιτεία, ο Λυκούργος, αν τουλάχιστον πιστέψουμε τον Πλούταρχο, είχε αφιερώσει ναό με αγαλματίδιο του Γέλωτα.
Λένε μάλιστα πως οι πιο πλακατζήδες από τους αρχαίους μας προγόνους ήταν οι Τροιζήνιοι, που οι άλλοι Έλληνες τους έλεγαν φιλογέλωτες, γιατί δεν σταματούσαν να χωρατεύουν και να αστειεύονται ακόμα και την ώρα των συνελεύσεων της Εκκλησίας του Δήμου. Και ναι μεν τα αστεία και τα πειράγματα προκαλούσαν άφθονα γέλια, εμπόδιζαν όμως την ομαλή λειτουργία των συνελεύσεων, με αποτέλεσμα να μη μπορούν να παίρνουν αποφάσεις στα σοβαρά ζητήματα. Τελικά καταφύγαν στο Μαντείο των Δελφών, μήπως ο Απόλλων τους βρει κάποια λύση. Σύμφωνα με το χρησμό που πήραν, για να θεραπευθούν έπρεπε να θυσιάσουν στον Ποσειδώνα έναν ταύρο, χωρίς όμως σε όλη τη διάρκεια της προετοιμασίας και της θυσίας να γελάσει έστω και ένας από τους συμμετέχοντες.
Συμμορφώθηκαν με την εντολή του θεού αλλά καλού κακού κατά τη διάρκεια των προετοιμασιών της θυσίας έδιωξαν από το χώρο όλα τα παιδιά, μήπως με τις αναπόφευκτες σκανταλιές τους δώσουν αφορμή στους μεγάλους να γελάσουν. Έτσι και έγινε, αλλά την ώρα ακριβώς της θυσίας οι ιεροθύτες ανακάλυψαν έναν πιτσιρικά, που παρακολουθούσε κρυμμένος τη διαδικασία.
-- Φύγε από δω μικρέ, του βάλαν τις φωνές
-- Γιατί, φοβάστε μη σας φάω τον ταύρο; απάντησε αυτός θαρρετά, προκαλώντας ακράτητα γέλια...
Όπως ήταν επόμενο η θυσία ματαιώθηκε, γιατί οι Τροιζήνιοι κατάλαβαν πως ο θεός ήθελε να τους δείξει ότι η περίπτωσή τους ήταν ανίατη.
Κατά σύμπτωση, Φιλόγελως λέγεται και η μοναδική συλλογή με ανέκδοτα που έχει διασωθεί από την αρχαιότητα, από τα ρωμαϊκά μάλιστα χρόνια, και υπογράφεται από τους Ιεροκλή και Φιλάγριο. Το βιβλιαράκι αυτό κυκλοφορεί σε αρκετές εκδόσεις αλλά ας πάρουμε μια μικρή γεύση. Τα περισσότερα ανέκδοτα της συλλογής έχουν στόχο τους σχολαστικούς, παναπεί τους αφελείς σπουδαγμένους. Έτσι, Σχολαστικός οικίαν πωλών λίθον απ' αυτής εις δείγμα περιέφερεν (ένας σχολαστικός πουλούσε το σπίτι του και είχε πάρει ένα αγκωνάρι και το περιέφερε για δείγμα) ή ο άλλος που πήγε να κολυμπήσει και λίγο έλειψε να πνιγεί, ορκίστηκε να μην ξαναμπεί στο νερό αν δεν μάθει πρώτα να κολυμπάει τέλεια. Άλλα ανέκδοτα της συλλογής, σαν τα δικά μας τα ποντιακά έχουν στόχο τους Αβδηρίτες, τους Σιδόνιους και τους Κυμαίους, σαν εκείνο με τον Κυμαίο που είχε αρρωστήσει κι ο γιατρός δεν του έδινε καμιά ελπίδα να γιατρευτεί· απρόσμενα όμως ο Κυμαίος έγινε καλά, αλλά απέφευγε στον δρόμο το γιατρό του επειδή ντρεπόταν που τον είχε βγάλει ψεύτη!
Τις ιστορίες αυτές σήμερα θα τις λέγαμε αστείες, και το ενδιαφέρον είναι ότι στα αρχαία η λέξη αστείος, που ετυμολογείται από το άστυ, την πόλη, σήμαινε τον καλλιεργημένο, τον ραφιναρισμένο, τον πνευματώδη, σε αντίθεση με τους κατοίκους των αγρών, που ήταν πιο χοντροκομμένοι και λέγονταν αγροίκοι. Η διάκριση αυτή χωριού-πόλης έχει περάσει και στα νεότερα ελληνικά, αν σκεφτούμε ότι τα χωρατά, τα αστεία δηλαδή, τα έκαναν οι κάτοικοι της χώρας, της πόλης. Αυτός που προκαλούσε το γέλιο στα αρχαία λεγόταν γελοίος, αλλά η λέξη, αρχικά τουλάχιστον, δεν είχε τη μειωτική σημασία που έχει σήμερα. Γελοίος στα αρχαία ήταν αυτό που σήμερα λέμε αστείος ή κωμικός. Έτσι, στο Συμπόσιο του Πλάτωνα, παρουσιάζεται ο Αριστοφάνης να λέει ότι δεν ανησυχεί μήπως πει τίποτα «γελοίον», που είναι στο κάτω-κάτω αρμοδιότητά του, αλλά μήπως πει πράγματα «καταγέλαστα». Και πολύ σωστά ο Ι. Συκουτρής στην αξεπέραστη έκδοσή του μεταφράζει κωμικός το αρχαίο «γελοίος» και γελοίος το αρχαίο «καταγέλαστος». Δυστυχώς σε μερικές σημερινές μεταφράσεις αρχαίων έργων, το γελοίος αποδίδεται «γελοίος», πράγμα που διαστρέφει το νόημα.
Όσο για τον κωμικό και την κωμωδία, η λέξη ετυμολογείται από τον κώμο, που ήταν στην αρχαιότητα ένας όμιλος νεαρών που διασκέδαζαν θορυβωδώς στις διονυσιακές γιορτές. Κωμωδός αρχικά ήταν ένας από τους συμμετέχοντες σε τέτοιες εύθυμες πομπές, που πείραζε με άσεμνα συνήθως πειράγματα τους παριστάμενους. Η κωμωδία μέσω των λατινικών πέρασε στις περισσότερες ευρωπαϊκές γλώσσες και επέστρεψε και στα ελληνικά ως κομεντί, λιγάκι πιο ραφινάτη και με λιγότερο γέλιο, ενώ και τα κόμικς αντιδάνειο είναι από το comics (δηλ. comic strips), γι’ αυτό και κάποιοι θέλησαν να τα γράψουν κωμικογραφήματα, που φυσικά όμως δεν επικράτησε.
Αν η κωμωδία είναι λέξη ελληνική που τη δανείσαμε στους ρωμαίους, η σάτιρα είναι ρωμαϊκή που την πήραμε εμείς δάνειο. Εδώ θέλει λιγάκι προσοχή, γιατί στα ελληνικά έχουμε δυο ομόηχες λέξεις, τη λ. σατιρικός και τη λ. σατυρικός. Ο σατυρικός με ύψιλον αναφέρεται στους Σάτυρους, τους κερασφόρους και τραγοπόδαρους ακόλουθους του Διονύσου. Στο αρχαίο δράμα, μετά τις τρεις τραγωδίες, η παράσταση έκλεινε με ένα σατυρικό δράμα, που είχε σαν χαρακτηριστικό του τον χορό των Σατύρων, με κορυφαίο τον Σιληνό. Η πλοκή ήταν κωμική, συχνά δε παρωδούσε τα ίδια μυθολογικά θέματα με τα οποία είχαν ασχοληθεί οι τραγωδίες που είχαν προηγηθεί. Έτσι ελάφραινε το κλίμα και χαλάρωναν οι θεατές από τη συσσωρευμένη τραγική ένταση. Ένα μόνο σατυρικό δράμα έχει σωθεί ολόκληρο, οι Κύκλωπες του Ευριπίδη. Η σάτιρα, από την άλλη πλευρά, είναι δάνειο από το λατινικό satira, με παλαιότερη μορφή το satura. Satura lanx λεγόταν ένα πιάτο με ανάμικτα φρούτα ή λαχανικά, ένα είδος σαλάτας ανάμικτης, και η λέξη αυτή έφτασε μετά να χρησιμοποιείται για τα λογοτεχνικά έργα που περιείχαν ανάμικτα διάφορα είδη, για να φτάσει τελικά να χρησιμοποιηθεί ειδικά για τις σάτιρες του Γιουβενάλη και να γίνει η λέξη διεθνής. Κι όσο για την σημασιολογική ολίσθηση από το τραπέζι στη λογοτεχνία, δεν είναι σπάνιο φαινόμενο: για παράδειγμα, και η φάρσα, προέρχεται από το γαλλ. farce, που ήταν ένα κωμικό επεισόδιο που παρεμβαλλόταν, σαν παραγέμισμα, στα θρησκευτικά δράματα για να σκάει λίγο το χείλι των θεατών και να σπάει η μονοτονία· και βέβαια προέρχεται από το farcir, παραγεμίζω, όπως ξέρουμε δα όλοι από τα εστιατόρια.
Και το χιούμορ δάνειο είναι, από το αγγλικό humour, που ανάγεται στο λατινικό humor ‘υγρό, υγρασία’. Βέβαια, έβλεπα τις προάλλες σε ένα βιντεάκι απ’ αυτά που κυκλοφορούν τον Διαδίκτυο, τον κ. Πλεύρη (τον πατέρα, όχι τον ιό) σε ένα παρακάναλο να εξηγεί ότι το χιούμορ είναι τάχα αντιδάνειο γιατί τάχα η λατινική η λέξη είναι δάνειο από το ελληνικό χυμός ή μάλλον από το χυμόρ της ηλειακής διαλέκτου –που βέβαια δεν μαρτυρείται πουθενά. Μόνο που το Πλευρικό οικοδόμημα καταρρέει αν σκεφτούμε ότι η αρχική μορφή της λατινικής λέξης ήταν umor, και το h το πήρε αργότερα, από παρετυμολογική σύνδεση με το humus ‘χώμα’.
Κι εδώ τελειώνει η περιήγησή μας στις λέξεις του γέλιου. Επειδή όμως είναι γρουσουζιά να τελειώσω με τον Πλεύρη, γυρίζω στα προηγούμενα. Είπαμε πιο πάνω πως το γελοίος στα αρχαία είχε κάπως διαφορετική σημασία από τη σημερινή, πως σήμαινε «αστείος, κωμικός» και δεν είχε αρνητική χροιά, και ότι μερικοί μεταφραστές σήμερα τα μπερδεύουν. Όχι μόνο μεταφραστές, και μ’ ένα αστείο (ή γελοίο;) επεισόδιο θα κλείσουμε σήμερα. Πριν από καμιά τριανταριά χρόνια, ήταν ένας γερμανός καθηγητής, ονόματι Μαξ Στρόι θαρρώ, που δίδασκε αρχαία ελληνικά στο πανεπιστήμιο του Μονάχου. Ο Στρόι μιλούσε καλά ελληνικά και στα συχνά ταξίδια του στην Ελλάδα είχε γνωρίσει τον Μυτιληνιό λόγιο Πάνο Ευαγγελινό με τον οποίο είχαν αλληλογραφία, στα ελληνικά. Κάποια στιγμή, ο Ευαγγελινός του έστειλε ένα ευθυμογράφημα που είχε δημοσιέψει στην τοπική εφημερίδα. Και ο Στρόι, που ανέκαθεν επαινούσε τα κείμενα του φίλου του χωρίς να τσιγκουνεύεται τα καλά λόγια, τώρα απάντησε: «Το άρθρο που μου έστειλες ήταν πολύ γελοίο». Ψυχρολουσία για τον καημένο τον συγγραφέα, μέχρι που κατάλαβε ότι ο φίλος του είχε χρησιμοποιήσει την αρχαία σημασία της λέξης. Και του απάντησε στο επόμενο χρονογράφημα: «Αγαπητέ μου Μαξ, τη λέξη γελοίος σήμερα μήτε να τη λες, μήτε να τη γράφεις. Είναι κόκκινο πανί για μας που γράφουμε. Έχεις τόσες άλλες λέξεις να διαλέξεις. Για ευκολία σου, θα σου αραδιάσω μερικές: γουστόζικο, πειραχτικό, ευτράπελο, χιουμοριστικό, διασκεδαστικό, χωρατατζίδικο. ειρωνικό, αλατισμένο, παιχνιδιάρικο, αστείο, γλεντζέδικο, δροσερό, γκεβεζλίδικο, πνευματώδες, σκερτσόζικο, σπιρτόζο».
Με τόσα συνώνυμα, δεν φαντάζομαι να τολμήσει κανείς να χρησιμοποιήσει τη λέξη-ταμπού για τούτο εδώ το κείμενο!
.....................................
*Ο Νίκος Σαραντάκος (Παλαιό Φάληρο 2 Νοεμβρίου 1959) είναι συγγραφέας, λογοτέχνης και μεταφραστής. Διατηρεί καθημερινό ιστολόγιο, κυρίως με γλωσσικά και φιλολογικά, αλλά συχνά και πολιτικά θέματα. Πτυχιούχος Χημικός Μηχανικός του Μετσόβιου Πολυτεχνείου και της Αγγλικής Φιλολογίας. Εργάζεται στο μεταφραστικό τμήμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και ζει στο Λουξεμβούργο. Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο Φαινόμενο του Λουξεμβούργου, το τριμηνιαίο περιοδικό των Ελλήνων του Λουξεμβούργου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου