Ο μικρός Γιόχαν και το παράξενο σπίτι
Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε ένας πλούσιος μαζί με τα πολλά παιδιά του όπου περνούσαν μία ευχάριστη και αρμονική ζωή. Κάθε πρωί οι γονείς των παιδιών δούλευαν και κάθε βράδυ, αφότου επέστρεφαν έτρωγαν, έπιναν και γλεντούσαν με τα παιδιά τους.
Πιο πέρα μέσα στο δάσος ζούσε ένας φτωχός, σοφός γεροντάκος που τον συντρόφευαν μία αλεπού, ένα κοράκι και ο σκύλος του. Ήταν πολύ περίεργος ο γέροντας, καθώς απ’ το σπίτι του κάθε βράδυ όταν υπήρχε πανσέληνος, ξεπηδούσαν πολύχρωμα φώτα και καπνοί, απ’ τα παράθυρα του κι απ’ την καμινάδα του.
-Μπαμπά, μπαμπά, γιατί απ’ το σπίτι του σοφού γέροντα βγαίνουν πολλοί καπνοί και φωτάκια, απ’ την καμινάδα και απ’ τα παράθυρα;
Μια μέρα γυρνά ο πατέρας του και του λέει:
-Παιδί μου, κάποτε αυτός ο γέρος ήταν πραγματικά πολύ σοφός και φίλος μου. Τώρα όμως τελευταία, λέει μια παράδοση ότι, τρελάθηκε, επειδή καταράστηκε τις Νύμφες των ποταμών, των ρυακιών και των δέντρων. Γι’ αυτό παιδί μου κάνει αυτά που λες.
Όμως στο μυαλό του Γιόχαν στριφογύριζαν οι σκέψεις, οι εικόνες που έβλεπε απ’ το σπίτι του γέροντα και αυτά που του έλεγε ο πατέρας του και τώρα τελευταία, δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Σιγά- σιγά άρχιζε να μην μιλάει στην οικογένεια του. Ήταν συνεχώς μουτρωμένος και προβληματισμένος. Οι γονείς του και τα υπόλοιπα αδέρφια του προσπαθούσαν να του μιλήσουν, μα του κάκου.
Μία μέρα ο μικρός Γιόχαν αποφάσισε να φύγει απ’ το σπίτι και να πάει να επισκεφτεί τον σοφό γέροντα. Και έτσι έγινε παιδί μου. Μια και δύο λοιπόν ξεκίνησε για το σπίτι του γέροντα. Στον δρόμο του, αναρωτιόταν το τι Θα περιέχει το σπίτι του, πώς φαίνεται ο ίδιος, μια και δεν τον είχε ξαναδεί ποτέ στη ζωή του. Στη συνέχεια, χτύπησε δειλά- δειλά την πόρτα και περίμενε να του ανοίξει. Ξαφνικά λοιπόν, εμφανίστηκε ο γέροντας και του λέει με την βροντερή φωνή του:
-Τι θέλεις εσύ εδώ;
Τότε ο μικρούλης, του απαντάει:
-Κύριε γέροντα, ήρθα εδώ, για να δω, τι είναι αυτά τα περίεργα πράγματα που ετοιμάζετε στο εργαστήριο σας; Του αποκρίθηκε με αδύναμη φωνή.
Τότε ο γέροντας γέλασε χαιρέκακα και με το μαγικό ραβδί του τον μετέτρεψε σε ένα μικρό αρκουδάκι!! Ο μικρός παρά τις προσπάθειες του να καλέσει βοήθεια, το μόνο που ακουγόταν ήταν μικρές μεγάλες κραυγές και μουγκρητά. Κανείς δεν μπορούσε να τον καταλάβει...
Και για να μην τα πολυλογούμε, παιδί μου, έτσι έγινε.
Εν τω μεταξύ, ο Γιόχαν με τη βοήθεια της πονηρής αλεπούς το γέροντα, κατάφερε να τον ξανακάνει άνθρωπο. Κατόπιν, ξεφορτώθηκε τον γέροντα, βάζοντας τον στον φούρνο. Με αγωνία έπειτα, βγήκε έξω απ’ την καλύβα και άρχισε να φωνάζει δυνατά:
-Μπαμπά, μπαμπά, που είσαι; Ο Γιόχαν είμαι!!
Ο πλούσιος, μόλις άκουσε την τσιριχτή φωνή του μικρού του γιου, Γιόχαν, έτρεξε ενστικτωδώς προς την καλύβα του γέροντα, όπου και με πολλή χαρά τον βρήκε. Στο παλάτι ύστερα ακολούθησε τριήμερο γλέντι για την επιστροφή του. Ο μικρούλης τότε μετανόησε γι’ αυτό που έκανε και υποσχέθηκε στον πατέρα του, πως δεν θα απομακρυνθεί απ’ το παλάτι χωρίς την άδεια των γονιών του.
ΜΑΡΙΑΜ ΦΟΥΝΤΑ
ΣΣ. Το κείμενο αυτό αποτελεί εργασία της μαθήτριας στο πλαίσιο του μαθήματος της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Α' τάξης, της καθηγήτριας Γεωργίας Αλειφέρη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου