Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2021

Ο Παπαδιαμάντης

 Ο πνευματικός οδηγός μας
του Φώτη Κόντογλου*

«Οὐ πᾶς ὁ λέγων μοὶ «Κύριε, Κύριε» εἰσελεύσεται εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν, ἀλλ’ ὁ ποιῶν τὸ θέλημα τοῦ πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοίς»
Ἔτσι κ’ ἐμεῖς δὲν θὰ γίνουμε ἀληθινοὶ Ἕλληνες καὶ χριστιανοί, μὲ τὸ νὰ παινεύουμε μοναχὰ μὲ κούφια λόγια τους ἀνθρώπους ποὺ λέμε πὼς τοὺς ἔχουμε γιὰ πνευματικοὺς ὁδηγούς, ἀλλὰ σὰν πορευόμαστε σύμφωνα μὲ ὅσα εἴπανε καὶ πράξανε. Γιατί ὁ ἄνθρωπος ἔχει κλίση στὸ νὰ φτιάνη κάποια εἴδωλα καὶ νὰ τὰ προσκυνᾶ, νομίζοντας πὼς τιμᾶ τὴν ἀλήθεια, ἐνῶ τιμᾶ τὸ ψεύτικο ὁμοίωμά της.
 
Ο Παπαδιαμάντης με τον στενό
 του φίλο, Γιάννη Βλαχογιάννη,

στη Δεξαμενή γύρω στο 1908. 
Αὐτὸ τὸ πράγμα γίνεται καὶ μὲ τὸν Παπαδιαμάντη: Τὸν δοξάζουμε καὶ τὸν ἀνεβάζουμε ἴσαμε τὸν οὐρανό, πλὴν κανένας μας δὲν θέλει νὰ ζήση ὅπως ἔζησε ὁ Παπαδιαμάντης. Δὲν θέλω νὰ πῶ νὰ ζήση βουτηγμένος στὴ φτώχεια καὶ κουρελιασμένος, ἀλλὰ νὰ ζήση μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἔνοιωθε τὴν Ἑλλάδα ἐκεῖνος. Μᾶς ἀρέσει ἡ ἁπλότητα, ἀγαποῦμε τὴν ταπείνωση, ἐνθουσιαζώμαστε μὲ τὴν εἰλικρίνεια, τιμοῦμε τὴν καλωσύνη, θαυμάζουμε τὴν πίστη του, ἀλλὰ ἐμεῖς ζοῦμε μὲ ἕναν τρόπο ὁλότελα διαφορετικόν. Τὰ γυρίσαμε ὅλα σὲ λόγια. Μὲ τὰ λόγια ζοῦμε καὶ μὲ τὰ λόγια πεθαίνουμε. Δὲν καταλάβαμε πὼς δὲν ὑπάρχει τέχνη, παρὰ πὼς ὑπάρχει ζωή. Αὐτὸ ποὺ λέμε τέχνη, εἶναι ἕνα ψεύτικο ὁμοίωμα τῆς ζωῆς, ἕνα εἴδωλο νεκρό, ἂν δὲν τὸ ζωοποιεῖ ἡ ἀληθινὴ οὐσία τῆς ζωῆς, καὶ τότε, τέχνη
καὶ ζωὴ εἶναι ἕνα πράγμα.
Στὴν ἐποχή μας ὁ ἄνθρωπος συμβίβασε ὅλα τὰ ἀσυμβίβαστα, κι’ αὐτὸ εἶναι ἡ αἰτία τῆς συγχυσμένης ζωῆς του, ποὺ κατάντησε ἕνας ἀκατανόητος τραγέλαφος. Ὁ σημερινὸς ἄνθρωπος θυσίασε τὸ «τιμιώτατον» καὶ ζῆ μὲ τὴν ψευτιά. Ἀλλὰ «τί θὰ ὠφελήση τὸν ἄνθρωπο, ἂν κερδίση ὄλον τὸν κόσμο καὶ ζημιωθῆ τὴν ψυχή του»; Ἐμεῖς θαρροῦμε πὼς κερδίσαμε ὄλον τὸν ψεύτικο τὸν κόσμο, καὶ χάσαμε τὴν ψυχή μας, χάσαμε τὸν ἴδιο τὸν ἑαυτό μας.
Ὅσοι καταγίνουνται μὲ τὸν Παπαδιαμάντη, καταπιάνουνται ν’ ἀναλύσουνε τὸ ἔργο του, νὰ κάνουνε ψυχανάλυση καὶ αἰσθητική, ποῦνε οἱ δυὸ κατάρες τοῦ καιροῦ μας. Ὅλα τὰ ψάχνουμε, ὅλα τὰ σκαλίζουμε, καὶ μοναχὰ αὐτὸ «τὸ τιμιώτατον» ποὺ ἔχει ὁ Παπαδιαμάντης, δηλαδὴ τὴν ἀληθινὴ ζωή του, μοναχὰ αὐτὸ δὲν τὸ νοιώθουμε ἀληθινά, καὶ δὲν ἀφήνουμε νὰ μᾶς συνεπάρη. Ζητᾶμε ἀπὸ τὸν Παπαδιαμάντη αὐτὸ ποὺ ζητᾶμε κ’ἀπὸ τὸν ἑαυτό μας, τὰ λόγια. Ἀλλὰ ὁ Παπαδιαμάντης δὲν εἶναι μήτε λογογράφος, μήτε λογοτέχνης. Ὁ Παπαδιαμάντης εἶναι ἕνας ἄνθρωπος ἀληθινός, ποὺ ἔτυχε νὰ γράψη, ὅπως ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ποὺ ἔγραψε μοναχὰ τὶς Ἐπιστολές του, κι’ αὐτὸ τὸ ἔκανε γιὰ νὰ στηρίξη τοὺς πιστούς, ἀλλοιῶς δὲν θάγραφε. Ἡ οὐσία τῆς ζωῆς βρίσκεται μέσα σ’αὐτὰ τὰ ἁπλὰ γραψίματα, τὰ ἀνεπιτήδευτα. Ὅ,τι ἔγραψε ὁ Παπαδιαμάντης, εἶναι τὸ ἀπαύγασμα τῆς ζωῆς του, κι’ εἶναι ἀληθινό, ἐπειδὴ ἡ ζωὴ τοῦ ἤτανε ἀληθινὴ καὶ ἁπλή. Σὲ κανένα ἄλλο ἔθνος δὲν ἐβγῆκε τέτοιος συγγραφέας, ποὺ νὰ εὐωδιάζει ὁλόκληρος ἀπὸ τὴν εὐωδία τοῦ Χριστοῦ, ἀπὸ τὴν πνευματικὴ εὐωδία τῆς Ὀρθοδοξίας. Ὁ Παπαδιαμάντης εἶναι «ὁ ποιήσας καὶ διδάξας», κ’ ἐμεῖς καθόμαστε καὶ λέμε πὼς εἶναι λογοτέχνης! Γιατί πιστεύουμε στὴ ψευτιὰ ποὺ λέγει «ἡ τέχνη γιὰ τὴν τέχνη».
Αὐτὴ τὴν καρδιὰ τὴν συντετριμμένη, αὐτὸν τὸν ταπεινὸν καὶ ἠσύχιον καὶ τρέμοντα τοὺς λόγους τοῦ Θεοῦ, τὸν κάναμε μέγαν ἄνδρα, καὶ τὸν δοξάζουμε μὲ φανταχτερὲς γιορτές. Ἐκεῖνος ἔζησε «ὡς στρουθίον μονάζον ἐπὶ δώματος», ἐκεῖνος ἔλεγε μὲ σιγανὴ φωνὴ «ψάλλατε συνετῶς» κ’ ἐμεῖς ἴσως νὰ βάλουμε τενόρους καὶ μπάσσους νὰ τραγουδᾶνε ἀπάνω στὸ μνῆμα του.
 Ἂς μὴν ταράζουμε τὸν «κεκοιμημένον», ἀλλὰ ἂς μποῦμε μέσα στὸν ἑαυτό μας γιὰ νὰ βροῦμε «τὸν καλὸν μαργαρίτην» ποὺ βρῆκε καὶ κεῖνος. Αὐτὸς εἶναι ὁ φτωχὸς ποὺ πλούτισε τὴ ζωή μας, κ’ ἔκανε πάλι τὴν Ἑλλάδα «χρυσοπλοκώτατον πύργον». Καὶ κλειδοκράτορας αὐτοῦ τοῦ πύργου εἶναι αὐτὸς ὁ ταπεινός, ποὺ ἔχει ὅμως μεγάλη ἐξουσία, καὶ μᾶς ἀνοίγει, καὶ μπαίνουμε μέσα, καὶ χαιρόμαστε γιατί εἴμαστε Ἕλληνες καὶ Χριστιανοί. Κι’ ἀξιώθηκε αὐτὴ τὴ χάρη, γιατί δὲν ἄφησε τὴ μάγισσα Κίρκη νὰ τὸν μεταμορφώση σὲ ζῶο, ἀλλὰ ἔζησε σὰν ἄνθρωπος πλασμένος κατ’ εἰκόνα καὶ ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ. «Ἐν τιμῇ ὧν, οὐ παρεσυνεβληθη τοὶς κτήνεσι τοὶς ἀνοήτοις, οὐδὲ ὁμοιωθη αὐτοις». Εἶχε πίστη ἀληθινὴ στὴν Ἑλλάδα καὶ στὴν ὀρθόδοξη θρησκεία της. Ποῦ εἶναι ἡ δική μας πίστη, ποῦ εἶναι ὁ δικός μας ὁ πόνος, ποῦ ἀπάνω σ’ αὐτὸν ἀνθίζει τὸ ἀμάραντο λουλούδι τῆς χαρᾶς, ἡ λεγόμενη «χαρμολύπη»;
 Ὅ,τι λέγαμε τὸν καιρὸ ποὺ ζοῦσε, καὶ δὲν τὸν λογαριάζαμε, τὰ ἴδια καὶ χειρότερα, στὸ βάθος τῆς καρδιᾶς μας, λέμε καὶ τώρα ποὺ εἶναι πεθαμένος, καὶ ποὺ τὸν βάλαμε στὸ Πάνθεον τῶν μεγάλων ἀνδρῶν κ’ ἡσυχάσαμε.
Νά, τὸ ἔγραφε μὲ ταπεινὸ παράπονο:Ποὶαν χάριν, σᾶς παρακαλῶ, ποὶαν δύναμιν ἢ ποὶαν πρωτοτυπίαν θὰ εἶχε νὰ λάβη τὶς τὸν κόπον νὰ περιγράψη λεπτομερῶς πὼς χωρικὸς ἱερεὺς ἀπῆλθε νὰ λειτουργήση εἰς ἐξωκκλήσιον, χάριν μικρᾶς κοινότητος ἀγροίκων ἢ βοσκῶν, ποὶοι καὶ πόσοι μετέσχον τῆς πανηγύρεως, καὶ ποὶα τίνα ἤσαν τὰ ἤθη τῶν πανηγυριστῶν; Τοῦτο θὰ ἦτο ὅλως εὐτελὲς καὶ ταπεινὸν κατὰ τὴν γνώμην τῶν κριτικῶν. Τὸ νὰ γράψη τὶς ὅτι γηραιὸς ἀνὴρ ἐφόνευσε τὴν συμβίαν τοῦ κατ’ αὐτὴν τὴν ἡμέραν τῶν Χριστουγέννων, τοῦτο εἶναι ὑψηλὸν καὶ πολυτελές, κατὰ τὴν ἐκτίμησιν μερικῶν. Μὴ θρησκευτικά, πρὸς Θεοῦ! Τὸ ἑλληνικὸν ἔθνος δὲν εἶναι βυζαντινοί, ἐννοήσατε; Οἱ σημερινοὶ Ἕλληνες εἶναι κατ’ εὐθείαν διάδοχοι, τῶν ἀρχαίων. Ἔπειτα, ἐπολιτίσθησαν, ἐπροώδευσαν καὶ αὐτοί. Συμβαδίζουν μὲ τὰ ἄλλα ἔθνη. Ποὶαν ποίησιν ἔχει τὸ νὰ γράψης ἂν ὁ Χριστὸς δέχεται τὴν λατρείαν τοῦ πτωχοῦ λαοῦ. Ὁ Γραικύλος τῆς σήμερον, ὅστις θέλει νὰ κάμη δημόσια τὸν ἄθεον ἢ τὸν κοσμοπολίτην, ὁμοιάζη μὲ νάνον ὀρθούμενον ἐπ’ ἄκρων ὀνύχων καὶ τανυόμενον νὰ φθάση εἰς ὕψος καὶ νὰ φανῆ γίγας. Τὸ ἐπ’ ἐμοί, ἐνόσω ζῶ καὶ ἀναπνέω καὶ σωφρονῶ, δὲν θὰ παύσω πάντοτε, ἰδίως δὲ κατὰ τᾶς πανεκλάμπρους ταύτας ἡμέρας, νὰ ὑμνῶ μετὰ λατρείας τὸν Χριστόν μου, νὰ περιγράφω μετ’ ἔρωτος τὴν φύσιν, καὶ νὰ ζωγραφῶ μετὰ στοργῆς τὰ γνήσια ἑλληνικὰ ἤθη. Ἐὰν ἐπιλάθωμαί σου, Ἱερουσαλήμ. ἐπιλησθείη ἡ δεξιά μου, κολληθήτω ἡ γλώσσα μου τῷ λάρυγγί μου ἐὰν οὐ μή σου μνησθῶ».
Αὐτὰ ἔγραφε τότε αὐτὸς ποὺ τιμοῦμε σήμερα, τὰ ἴδια θάγραφε καὶ τώρα. Ἐμεῖς κάναμε τὸ χρέος μας, τὸν ἀνακηρύξαμε ἐθνικὸ ὁδηγό, μάϊνα κι’ ἀράξαμε. Ἐνῶ ἐκεῖνος πέθανε «ἠμὶν ὑπολιμπάνων ἑαυτὸν ὑπογραμμὸν ἴνα ἀκολουθήσωμεν τοὶς ἴχνεσιν αὐτοῦ».
 Ἀλλὰ ἴσως, ἴσως καὶ κάποιοι ἀπ’ αὐτοὺς ποὺ τὸν θυμιάζουνε τώρα, νὰ εἶναι ἀπὸ κείνους ποὺ λέγανε πὼς ὅσα ἔγραφε ὁ Παπαδιαμάντης ἤτανε «ὅλως εὐτελῆ καὶ ταπεινά», καὶ πὼς «τὸ Ἑλληνικὸν ἔθνος δὲν εἶναι βυζαντινοί» θρησκόληπτοι. Ἕνας ἀπ’ αὐτοὺς ἔγραφε πὼς ὁ Παπαδιαμάντης «ζωγραφίζει μερικῶς καὶ μετριοφρόνως μεμονωμένας τίνας σκηνᾶς τῶν ἠθῶν καὶ ἐθίμων νήσου, καὶ μιᾶς τούτων κυρίως». Ἕνας ἄλλος ἔξυπνος ἔγραφε πὼς «ὁ χριστιανισμὸς καταστρέφει τὴ νοσταλγικὴ ψυχή του». Κάποιος ἄλλος χρησμοδοτοῦσε πὼς «δὲν ἀνήκει στοὺς συγγραφεῖς ἐκείνους ποὺ ὁδηγοῦν τὴν ψυχικὴν ζωὴν τοῦ ἔθνους». Ἕνας ἄλλος, Γέλης ὀνόματι, ὄνομα καὶ πράγμα, ἔγραφε ἐνδελεχῶς καὶ ἐμπεριστατωμένως, πὼς ἡ ζωὴ τοῦ Παπαδιαμάντη «συσταίνει ἔνανε ποὺ μαρτύρησε στὴ ζωὴ καὶ μπορῆ νὰ ἁγιάση στὸν ἄλλο κόσμο, ὅμως δὲν βαραίνει καθόλου τὴν πλάστινγγα ποὺ ζυγιάζεται ὁ τεχνίτης». Τέλος, ἕνας ἄλλος ἀλχημιστὴς τῆς λογοτεχνίας ἔγραφε πὼς διάβαζε τὸν Παπαδιαμάντη «βιάζοντας τὸν ἑαυτό του νὰ μὴ θυμηθῆ τὴν αἰσθητικὴ σημασία τῆς μορ
φῆς, τῆς ἔκφρασης καὶ τῆς γλώσσας». Θέλεις μῆλον ἔπαρε, θέλεις κυδώνιν; λάβε! Ἕνας θεολόγος, ἴσως ἀπὸ κείνους ποὺ σπουδάζουνε στὴν ὀρθοδοξώτατη Γερμανία, τὸν εἶπε τυπολάτρη.
Ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες εἴμαστε ζόρικοι ἄνθρωποι: Ἕνα ἀληθινὸ πράγμα συχνὰ τὸ καταφρονοῦμε, κι’ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριὰ ἀνεβάζουμε στὰ οὐράνια κάποιες μεγαλόστομες «αἰσθητικές» καὶ τὰ τέτοια, «κνηθώμενοι τὰ ὦτα», «γαργαλώντας τ’αὐτιά μας», ὅπως ἔγραφε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος στοὺς Κορινθίους, ποὺ ξημεροβραδιαζόντανε ἀκούγοντας τὰ κοράκια τῆς κούφιας της ρητορικῆς.
Ἀλλά, «ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται». Ὅλους αὐτοὺς τοὺς ἄλεσε, κι’ ἄλλους πολλοὺς τέτοιους ἔξυπνους, θὰ τοὺς ἀλέσει ὁ μύλος τοῦ καιροῦ. Αὐτὸς δὲν λογαριάζει μήτε ἐξυπνάδες, μήτε αἰσθητικές, μήτε παλληκαριές, μήτε ἀξιώματα καὶ πατέντες, μήτε κάθε λογὴς συνοφρυωμένα κεφάλια.
 Ὡστόσο, αὐτὸ τὸ ἀχόρταγο καὶ παμφάγο θηρίο, ὁ καιρός, παραμερίζει καὶ δὲν ἀγγίζει ἀπάνω στὸν ταπεινό, στὸν ἀδύναμο καὶ στὸν παραπεταμένον. Τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου νικοῦνε τὰ σοφά, καὶ τὰ ἐξουθενημένα νικᾶνε τὰ περήφανα καὶ τ’ ἀκατάδεκτα. Τὸ μικρὸ καὶ ταπεινὸ ζωΰφι, ὁ μυρμηκολέοντας, ρίχνει κάτω τὸν ἐλέφαντα.
Μεγάλο μυστήριο! Ὅσο περνᾶ ὁ καιρός, ὁλοένα ξεθωριάζουνε οἱ μεγάλοι ἄντρες κ’ οἱ λογὴς – λογὴς ἀποθεωμένοι. Πλὴν ὁ Παπαδιαμάντης γίνεται ὁλοένα καὶ πιὸ ζωντανός, πιὸ ἀληθινός, πιὸ ἀγαπημένος, πιὸ ζωογόνος μέσα στὶς ψυχές, ντυμένος στολὴν ἀφθαρσίας. Γιατί εἶναι ἕνα κλαδὶ ἀμάραντο ἀπὸ τὸ πολύκλωνο δέντρο τῆς Ὀρθοδοξίας, ποὺ τὸ φύτεψε ὁ Χριστὸς γιὰ νὰ εἶναι χλωρὸ ξκαὶ ἀνθισμένο στὸν αἰώνα, καὶ ποὺ τὸ πότισε ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ποὺ ἔλεγε «Ὅταν ἀσθενῶ, τότε δυνατὸς εἰμι». Καὶ ποὺ σὰν παρακάλεσε τὸν Χριστό, σὰν ἀδύνατος ἄνθρωπος ποὺ ἤτανε, νὰ τὸν ξαλαφρώση λίγο ἀπὸ τὰ βάσανα ποὺ τραβοῦσε. Ἐκεῖνος τ’ ἀποκρίθηκέ «Σου φτάνει ἡ χάρη μου. Γιατί ἡ δική μου ἡ δύναμη, μὲ τὴν ἀδυναμία τὴ δική σου φανερώνεται». «Ἡ γὰρ δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται».
Ὁ Παπαδιαμάντης εἶναι ἡ Ἑλλάδα κ’ ἡ Ὀρθοδοξία, ποὺ ἡ δύναμή της πληθαίνει μὲ τὴ φτώχεια, μὲ τὴν ἀγωνία, μὲ τὰ μαρτύρια, ἡ Ὀρθοδοξία «ἠτις ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται».
.....................................
* Ο Φώτης Κόντογλου, το πραγματικό του επώνυμο είναι Αποστολέλης [Κυδωνίες, (Αϊβαλί) Μικράς Ασίας, 8 Νοεμβρίου 1895 - Αθήνα, 13 Ιουλίου 1965] ήταν λογοτέχνης και  ζωγράφος.  Αναζήτησε  την ελληνικότητά,  δηλαδή την αυθεντική της έκφραση, μέσα από την επιστροφή στις ρίζες, στην ελληνική παράδοση, τόσο στο λογοτεχνικό όσο και στο ζωγραφικό του έργο. Θεωρείται ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της «Γενιάς του ’30». Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ στις 20 Αυγούστου 1961.

ΠΗΓΗ:http://stin-enoria.blogspot.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου