Κυριακή 22 Αυγούστου 2021

Αγαπητό μου ημερολόγιο (8)

 «Με λένε Άννα και είμαι πριγκίπισσα του Βυζαντίου»

Η πορφυρογέννητη Άννα θα παντρευόταν ξένο άρχοντα και μάλιστα βάρβαρο, γάμος που της επιβλήθηκε για πολιτικούς λόγους. Η συναρπαστική ιστορία από τα βυζαντινά χρόνια αλλά και η προσωπικότητα της πριγκίπισσας Άννας ήταν το κίνητρο για τις δημιουργίες των μαθητών στο πλαίσιο της Ιστορίας της Β΄ τάξης, της καθηγήτριας Ζαφειρίας Παπαδημητρίου. Φαντάστηκαν τι θα έγραφε στο ημερολόγιό της η Άννα στο δρόμο για την Χερσώνα,  εκεί που θα άλλαζε για πάντα η ζωή της! Πώς θα ένιωθε μετά από τον γάμο της με έναν αλλόθρησκο βάρβαρο, με έναν Βίκινγκ, που είχε δεχτεί όμως να ασπαστεί τον χριστιανισμό, αυτός και ολόκληρος ο λαός του, για χάρη της...
Σήμερα ήταν μια πολύ δύσκολη μέρα για εμένα. Μόλις ο αδελφός μου, μου ανακοίνωσε ότι έπρεπε να παντρευτώ τον Βλαδίμηρο, όλα σκοτείνιασαν γύρω μου. Εγώ μια πορφυρογέννητη να παντρευτώ έναν βάρβαρο. Δεν τον επιθυμώ αυτόν τον γάμο. Ικέτευσα τον αδελφό μου να ακυρώσει την συμφωνία. Εκείνος όμως, ήταν ανένδοτος, προσηλωμένος στο συμφέρον της αυτοκρατορίας.
Έτσι κι εγώ, υποτάχθηκα στη μοίρα μου, ετοίμασα τα πλούσια προικιά μου και αναχώρησα με το βασιλικό πλοίο για τη Χερσώνα. Με συνόδευε μια ακολουθία από ευγενείς, υπηρέτες, ιερωμένους και ανθρώπους της επιστήμης, των τεχνών και των γραμμάτων. Ο λαός με κατευόδωσε με δάκρυα και θρήνους. Σαν να μην επρόκειτο για γάμο, αλλά για κηδεία.
Φτάσαμε στη Χερσώνα. Προσπαθούσα να πνίξω την αβάσταχτη νοσταλγία που ένιωθα για την πατρίδα μου που άφησα πίσω μου για πάντα. Σημαίες κυμάτιζαν  παντού, σάλπιγγες και τύμπανα ηχούσαν. Κατέβηκα αργά – αργά από το πλοίο μαζί με την λαμπροντυμένη ακολουθία μου, μεγαλόπρεπη μέσα στα μετάξια και τα χρυσαφικά μου, ενώ οι άρχοντες και ο λαός που με περίμεναν, ξέσπασαν σε αυθόρμητες ζητωκραυγές.
Μόλις αντίκρισα τον Βλαδίμηρο έμεινα έκπληκτη.  Περίμενα να βρω έναν άξεστο αγριάνθρωπο. Αλλά αντί γι’ αυτό είδα έναν άντρα ψηλό, ξανθό και γεροδεμένο να υποκλίνεται μπροστά μου και να με καλωσορίζει στη νέα μου πατρίδα.
Λύθηκαν τα γόνατά μου σαν αντίκρισα το Κίεβο. Δεν ήταν πόλη αυτή… Ήταν ένα χωριό. Ένα μακρύ χωριό από καλύβες λάσπινες οι οποίες ήταν η μία δίπλα στην άλλη. Το ανάκτορό του ήταν ένα σπίτι κοινό. Κακόγουστο, χωρίς στολίδια. Ο νους μου πήγε πίσω στην Κωνσταντινούπολη με τα ψηλά εντυπωσιακά κτίρια και τους καθαρούς μεγάλους δρόμους. Όμως δεν είχα άλλη επιλογή. Το μόνο που ευχήθηκα ήταν να με βοηθήσει ο Θεός να έχω μια ήρεμη ζωή μαζί του και το μόνο που με παρηγορούσε ήταν ότι θα βαπτιστεί Χριστιανός.

Τάσος Σεφερλής  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου