Σάββατο 28 Αυγούστου 2021

Δημαγωγίας απάνθισμα

 Κλέωνες και Κλεωνίδια
του  Μάριου Πλωρίτη*

ΚΗΠΟΥΡΟΙ και πολίτες ξέρουν πως, στα καλά τα δέντρα πλάι, φυτρώνουν τρίβολοι και παγίδες, και πως, απ’ το καλό της δημοκρατίας δέντρο, ξεπετιέται το σαπρόφυτο, που λέγεται «δημαγωγία» ¬ παραπλάνηση και δελεασμός του λαού με ψεύτικες διαβεβαιώσεις, κούφιες υποσχέσεις, κινδυνολογίες και άλλα βδελυρά παρόμοια.
Οι Ελληνες ¬ που, απ’ την ομηρική εποχή θεωρούσαν καίριο γνώρισμα πολιτισμού την ύπαρξη συνέλευσης που κρίνει και νομοθετεί1¬ γνώρισαν μαζί της και το παράσιτο αυτό, που παγιδεύει τους βουλευόμενους και στρεβλώνει την κρίση και τις αποφάσεις τους. Προπάντων, στη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου και μετά τον θάνατο του Περικλή (429), οπότε κυριάρχησαν οι δημαγωγοί, με προεξάρχοντα τον περιβόητο Κλέωνα που, για εφτά χρόνια, διαβουκολούσε τους Αθηναίους με τη λαϊκίστικη και φιλοπόλεμη ρητορία του.
Ο περίπου συνομήλικός του Θουκυδίδης τον περιγράφει ως «βιαιότερον απ’ όλους τους πολίτες και πολύ ικανότερον απ’ όλους τους συγκαιρινούς του να πείθει τον δήμο» («βιαιότατος των πολιτών τω τε δήμω πάρα πολύ εν τω τότε πιθανώτατος»2). Και πραγματικά, ο Κλέων έπεισε τον «δήμο» να ψηφίσει νόμο για την «αθεΐα» (πράγμα που ανάγκασε τον μεγάλο φιλόσοφο Αναξαγόρα να φύγει απ’ την Αθήνα), να καταδικασθεί ο Περικλής για «κακή διαχείριση χρημάτων», ν’ αυξηθεί ο μισθός των λαϊκών δικαστών και ο φόρος των συμμάχων, ακόμα και να καταδικασθούν σε θάνατο όλοι οι κάτοικοι της «αποστάτισσας» Μυτιλήνης (έστω κι αν η απόφαση αυτή αναιρέθηκε την επομένη)…
Κλέων
Κάπου 70 χρόνια αργότερα, ο Αριστοτέλης θα δώσει γραφικές λεπτομέρειες για το ρητορικό ήθος του: «… διέφθειρε με την παραφορά του περισσότερο από κάθε άλλον τον λαό. Πρώτος αυτός έβγαζε κραυγές από το βήμα, έβριζε και παρουσιαζόταν ατημέλητος, ενώ οι άλλοι μιλούσαν με κοσμιότητα»3. Κι ύστερ’ από πέντε αιώνες, Πλούταρχος θα συμπληρώσει: «Ο Κλέων περιέπεσε σε τόση μεγάλη φαντασία και αχαλίνωτη θρασύτητα, ώστε επέσυρε στην πόλη κι άλλες πολλές συμφορές, που κι αυτός ο ίδιος τις δοκίμασε. Αυτός κατήργησε την κοσμιότητα του βήματος και πρώτος ξέσπαγε σε ξεφωνητά δημηγορώντας, και το ιμάτιό του άνοιγε, και χτυπούσε τον μηρό του, κι έτρεχε ενώ μιλούσε». Και ο χαιρωνέας ηθολόγος θα εξηγήσει πως οι πιο φιλοπόλεμοι τότε ήταν ο Κλέων και ο σπαρτιάτης Βρασίδας, «γιατί ο πόλεμος, του μεν ενός σκέπαζε την κακότητα, του δε άλλου στόλιζε την αρετή, και στον μεν ένα παρείχε αφορμές για μεγάλα αδικήματα, στον δε άλλον για κατορθώματα»4. Κατά σύμπτωση (;) σκοτώθηκαν κι οι δυο μαζί, αλληλοπολεμώντας στη μάχη της μακεδονικής Αμφίπολης, το 422…
Φυσικά, ο γνωστότερος (στους θαμώνες της Επιδαύρου και του Ηρώδειου) και οξύτερος κατήγορος του Κλέωνα ήταν ο Αριστοφάνης, που έσερνε αδιάκοπα τα εκ θυμέλης και εξ αμάξης στον «βυρσοδέψη», όσο αυτός ζούσε ακόμα: Τον σάρκαζε πως «ήκαλλ’, εθώπευ, εκολάκευ’, εξηπάτα» (κανάκευε  τον δήμο , τον χαϊδολογούσε, τον κολάκευε, τον έσερνε απ’ τη μύτη5)… πως ήταν «αμαθής και βδελυρός», πως «άρπαζε και λαδωνόταν με πεσκέσια…
ΚΑΙ γενικότερα, όμως, ποιητές, φιλόσοφοι, ιστορικοί, ρήτορες δεν φειδωλεύονταν τους μύδρους τους κατά των δημοκόπων. Ζούσε ακόμα ο Κλέων, όταν ο Ευριπίδης (424) έβαζε στο στόμα της Εκάβης τούτα τα καταπελτικά:
«Αχάριστη σπορά, εσείς όσοι
τιμές ρητόρων λαοπλάνων λαχταρείτε.
Αμποτε μη σας γνώριζα, που δε σας μέλει
αν κάμετε κακό στο φίλο, φτάνει
να λέτε κάτι που στον όχλο αρέσει»
(«Αχάριστον υμών σπέρμ’ όσοι δημηγόρους
ζηλούτε τιμάςΩ μηδέ γιγνώσκοισθέ μοι,
οί τους φίλους βλάπτοντες ου φροντίζετε,
ήν τοίσι πολλοίς προς χάριν λέγητέ τι»6)
Κι αργότερα, θα πει για όποιον «αποκοιμίζει την πόλη με λόγια» («εκχαυνών λόγοις»):
«Οταν κάποιος γλυκός στα λόγια, κακός στη σκέψη, πείθει το πλήθος, συμφορά μεγάλη στην πόλη φέρνει»
(«Οταν γαρ ηδύς τις λόγοις φρονών κακώς,
πείθει το πλήθος, τή πόλει κακόν μέγα»7)
«Κάλπηδες και υποκριτές είναι όσοι με τα λόγια κάνουν τα πάντα και με έργα τίποτα» («Κίβδηλοι και αγαθοφανέες οι λόγω μεν άπαντα, έργω δε ουδέν έρδοντες»), θα προσθέσει ο Δημόκριτος8. Κι ο Θουκυδίδης, πάλι, μιλώντας για τις διαστροφές που προκαλούν οι εμφύλιες συγκρούσεις: «Τον αδιάκοπα έξαλλο κατήγορο τον θεωρούσαν πάντα αξιόπιστο, όποιον όμως του αντιμιλούσε, τον υποψιάζονταν για προδοσία» («Και ο μεν χαλεπαίνων πιστός αιεί, ο δ’αντιλέγων αυτώ ύποπτος»9).
Τα κίνητρα και τις «τέχνες» των «πολιτικάντηδων» («δημιζόντων») «καρφώνει» ο Αριστοφάνης:
«… θέλουνε να είσαι φτωχός και θα σου πω για ποιους λόγους:
για να ξέρεις ποιος είναι το αφεντικό σου, κι άμα σε ρίχνει πάνω στους εχθρούς του
και σου λέει «πάρ’τον!», εσύ να τους χιμάς όλο αγριάδα»
(«Βούλονται γαρ σε πένητ’ είναι, και τούθ’ ων είνεκ’ ερώ σοιΩ
ίνα γιγνώσκης τον τιθασευτήν, κάθ’ όταν ούτος σ’ επισίξη
επί των εχθρών τιν’ επιρρύξας, αγρίως αυτοίς επιπηδάς»10)
ΚΑΙ οι αντιδημαγωγικές ομοβροντίες τελειωμό δεν έχουν.
Περικλής
«Θα έπρεπε λέει ο Ισοκράτης  να ξέρετε πως όσοι σας λένε ό,τι επιθυμείτε, εύκολα μπορούν να σας εξαπατήσουν  τα ευχάριστα λόγια σκοτίζουν την κρίση σας και δεν σας αφήνουν να ξεχωρίσετε το καλύτερο , ενώ δεν κινδυνεύετε να πάθετε κάτι τέτοιο από εκείνους που δεν σας συμβουλεύουν για να σας ευχαριστήσουν Ω γιατί αυτοί έναν τρόπο έχουν για να σας μεταπείσουν: να σας δείξουν τι συμφέρει πραγματικά στην πολιτεία». Και προσθέτει το αυτονόητο: «Κανένα γένος δεν είναι πιο εχθρικό στον λαό, απ’ τους πανούργους ρήτορες και τους δημαγωγούς» («Γένος ουδέν κακονούστερον τω πλήθει πονηρών ρητόρων και δημαγωγών»11).
Αυτούς όλους ο Διογένης τους αποκαλούσε «δούλους του όχλου» («όχλου διακόνους»), και τα στεφάνια που τους έδιναν «εξανθήματα της φήμης» («δόξης εξανθήματα»12).
Ειδικά για τα πανάρχαια τερτίπια των υποσχέσεων και του λαϊκισμού, έλεγε ο Πλάτων: «Φέρνεται  ο δημαγωγός-τύραννος  φιλομειδέστατα και καταφιλεί όλους όσους συναντά (στις περιοδείες)… και σκορπίζει αφειδώς υποσχέσεις… αναστέλλει χρέη, μοιράζει γαίες… και υποκρίνεται προς όλους τον πράο και τον ήμερο» («… προσγελά τε και ασπάζεται πάντας, ω αν περιτυγχάνη,… υπισχνείταί τε πολλά… χρεών τε ηλευθέρωσε και γην διένειμε… και πάσιν ίλεώς τε και πράος είναι προσποιείται»13).
Κατά πόδας του, ο Αριστοτέλης για τους «κόλακες του δήμου»: «Οι δημοκρατίες μεταβάλλονται (σε οχλοκρατίες) κυρίως εξαιτίας της αναισχυντίας των δημαγωγών» («Αι δημοκρατίαι μάλιστα μεταβάλλουσι δια την των δημαγωγών ασέλγειαν»)… «Οι περισσότεροι τύραννοι προήλθαν από τους δημαγωγούς… αφού αποχτήσανε τη λαϊκή εμπιστοσύνη απευθύνοντας κατηγορίες εναντίον των διακεκριμένων πολιτών» («Σχεδόν οι πλείστοι των τυράννων γεγόνασι εκ δημαγωγών… πιστευθέντες εκ του διαβάλλειν τους γνωρίμους14).
ΘΑ ΜΠΟΡΟΥΣΑ να συνεχίσω για πολύ ακόμα. Αλλά φοβάμαι τη ναυτία που προκαλεί η δημαγωγιολογία. Και δεν θα επιδιδόμουν καν σ’ αυτήν, αν δεν αναρωτιόμουν ποιους τάχα συγκαιρινούς μας Κλέωνες και Κλεωνίδια θυμίζει αυτή η πολύπτυχη τοιχογραφία της δημαγωγίας, με τους βίαιους και «ασελγείς», «κάλπηδες και υποκριτές» δημοκόλακες, που «εκχαυνώνουν» τον λαό, εκμεταλλευόμενοι τη φτώχεια του… διαβάλλουν έξαλλοι τους πάντες… τάζουν τα πάντα, ξέροντας πως δεν θα κάνουν τίποτα… μοιράζουν ασπασμούς, υποσχέσεις, μισθούς, γαίες και αναστολές χρεών… Ισως οι αναγνώστες μπορούν να δώσουν κάποιαν απάντηση…
Και για να ξαναγυρίσουμε στον παλαιό αθηναίο δημαγωγό: εκείνος είχε βέβαια όλα τα ελαττώματα που του καταμαρτυρούσαν, τουλάχιστον όμως πολέμησε ¬ στρατήγησε, μάλιστα, χάρισε στους Αθηναίους μια σημαντική νίκη στην Πύλο και σκοτώθηκε πολεμώντας, όπως αναφέραμε, στην Αμφίπολη.
Τα δικά μας πολεμοκάπηλα Κλεωνίδια εκστρατεύουν προς βορά και ανατολή με τα λόγια μόνο, αφήνοντας σε άλλους τα πεδία της μάχης, όπως εκείνοι οι ιταλοί στρατιώτες που, βλέποντας τον συνταγματάρχη τους να εξορμά κατά του εχθρού, έμεναν στρογγυλοκαθισμένοι στα χαρακώματα, χειροκροτώντας τον και φωνάζοντας «Μπράβο Κολονέλλο!».
...........................
* Ο Μάριος Πλωρίτης (πραγματικό όνομα: Μάριος Παπαδόπουλος, 19 Ιανουαρίου 1919 – 29 Δεκεμβρίου 2006) ήταν δημοσιογράφος-επιφυλλιδογράφος, κριτικός, μεταφραστής, λογοτέχνης, και θεατρικός σκηνοθέτης. Το άρθρο του δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ την 24η Νοεμβρίου 2008.

1. Γι’ αυτό, χαρακτήριζαν «άγριους και άνομους» τους Κύκλωπες, που ούτε σύναξη είχαν για να βουλεύονται («αγοράν βουληφόρον»), ούτε από νόμους ήξεραν (Οδύσσεια, ι, 106, 112). ¬ 2. Γ, 36, Δ, 21. ¬ 3. Αθηναίων πολιτεία, ΚΗ’. Μετάφρ. Αγγ. Βλάχου, Εστία 1980. ¬ 4. Νικίας, 8 και 9. Μετάφρ. Ανδρ. Πουρνάρα, Πάπυρος 1967. ¬ 5. Ιππής, 48, 191, 801. Μετάφρ. Η. Σπυρόπουλου, Γρηγόρης 1987. ¬ 6. Εκάβη, 254. Μετάφρ. Απ. Μελαχρινού, 1927. ¬ 7. Ικέτιδες, 412, Ορέστης, 907. ¬ 8. Απόσπασμα 82. ¬ 9. Γ, 82,5. ¬ 10. Σφήκες, 698. Μετάφρ. Λ. Ζενάκου, Βικελαία Βιβλιοθήκη 1991. ¬ 11. Περί ειρήνης ή Συμμαχικός, Β, 5 (159α-160α), ΜΑ’ (185β). ¬ 12. Διογένης Λαέρτιος, Στ’, 2. 41 ¬ 13. Πολιτεία, 556ε. Μετάφρ. Ι. Γρυπάρης, Ζαχαρόπουλος 1954. ¬ 14. Πολιτικά, Ε, 3, 1304β, 21 και 1305α, Ε, 7, 1310β, 16 και Ε, 9, 1313β, 40. Μετάφρ. Β. Μοσκόβη, Καρατζάς 1989.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου