Κυριακή 9 Ιουνίου 2024

Εκλογικό Ναυτικό Διήγημα

 ΤΟ ΠΑΝΙ ΤΟΥ ΓΛΗΓΟΡΗ
του Κώστα Φαλτάιτς*

Μόνο η βάρκα του Γληγόρη, απ’ όλες τις ψαρόβαρκες δεν είχε πανί.
Στις παραμονές των εκλογών, είτε βουλευτικές ήσαν είτε κοινοτικές, οι υποψήφιοι, για να πάρουν την ψήφο του, του έταζαν ένα πανί. Αλλά όλοι τον εγελούσαν κι η βάρκα του έτσι έμενε πάντα ξυλάρμενη.
Ήταν λύπη να τον βλέπεις τον καημένο τον Γληγόρη να τραβά κουπί ώρες και ώρες για να φτάσει από τον ένα κάβο στον άλλο ή για να γυρίσει πίσω στο λιμανάκι, εκεί κάτω που οι άλλοι με το πανί τελείωναν γρήγορα και άνετα.
Τα χέρια του έμοιαζαν με χοντρά γέρικα ροζασμένα κλαδιά δέντρου, σκληρότατα και γεμάτα όγκους. Είχαν χάσει την ευαισθησία του κρύου και της ζέστης. Έπιανε με τα δάχτυλα τα αναμμένα κάρβουνα, χωρίς να καίγεται. Αυτό τουλάχιστον το καλό του είχε δημιουργήσει το ατέλειωτο τράβηγμα του κουπιού.
Ήταν και μια γυναίκα που λυπόταν τον έρημο τον Γληγόρη και του έπλενε κανένα εσώρουχο και καμιά φορά του έλεγε και κανένα γλυκό λόγο. Αυτή τον συμβούλευε να μη ξαναψηφίσει, αν ο υποψήφιος δεν του φέρει πρώτα το πανί…
― Αμερσώ, μπαρμπούνι μου, της απαντούσε ο Γληγόρης, καλός ο λόγος σου, μα έλα συ να τα βγάλεις πέρα με τον βουλευτή και με τον δήμαρχο, που λένε πως θα με στείλουν στη φυλακή, αν πάρω το πανί πριν να ψηφίσω…
― Και γιατί θα σε βάλουν στη φυλακή; ρωτούσε η Αμερσώ.
― Γιατί, λέει, πούλησα την ψήφο μου.
Κάτι τέτοια έλεγαν οι υποψήφιοι στον Γληγόρη και τον απειλούσαν με την απειλή του νόμου που τιμωρεί αυτόν που πληρώνεται για να ψηφίσει, κι έτσι ο φτωχός και αφελής άνθρωπος εψήφιζε τον πιο ψεύτη υποψήφιο, χωρίς ποτέ να βλέπει πανί στα μάτια του…
Αλλά οι πολιτικοί του νησιού και όλοι oι πολιτικοί του κόσμου, δε γελούν ανθρώπους αφελείς και απλοϊκούς μόνο σαν τον Γληγόρη. Αυτοί μπορούν και τον διάβολο να βάλουν στο φλασκί, και την ημέρα να την κάνουν νύχτα, και από το μάτι της βελόνας να περάσουν ένα γάιδαρο. Σου τάζουν λαγούς με πετραχήλια πριν από τις εκλογές κι ύστερα ούτε λαγούς βλέπεις, ούτε πετραχήλια, ούτε τους ίδιους… Ο Γληγόρης λοιπόν, δεν ήταν ο μόνος που γελούσαν οι υποψήφιοι και οι κομματάρχαι. Το νησί είχε κάπου χίλιους εννιακόσιους ψήφους, κι απ’ αυτούς οι πενήντα ήσαν στο λιμάνι. Όλοι ψήφοι ψαράδων. Και κάθε ψήφος πήγαινε στη μια ή στην άλλη μερίδα, με κάποια ψεύτικη υπόσχεση. Στον ένα έταζαν μια βάρκα, στον άλλο σαράντα οργιές δίχτυ, στον τρίτο να του νοικιάσουν το σπίτι του για τελεωνείο, τον άλλο να τον διορίσουν φαροφύλακα, τον άλλο να του τελειώσουν τη δουλειά του με το ναυτικό απομαχικό ταμείο για τη σύνταξη. Έταζαν ακόμα και νύφες και συνοικέσια στα παλικάρια και γαμπρούς στους γονείς που είχαν ένα μαντρί από κορίτσια. Για όλα προέβλεπαν οι υποψήφιοι, και ήσαν αφειδείς σε όλα, αφού εμοίραζαν τις υποσχέσεις με το αζημίωτο. Αλλά ο άλλος κόσμος δεν το έδενε και τόσο σε ψιλό κόμπο, όσο το είχε δέσει ο Γληγόρης με το πανί. Κοίταζαν να τα βολέψουν ύστερα από τις εκλογές, όπως μπορούσαν μόνοι τους, ενώ ο Γληγόρης έμενε χωρίς πανί, περιμένοντας να αληθέψει ο υποψήφιος για να το αποκτήσει.
Σ’ αυτό το νησί με τη μεγάλη στεριά απέναντι, που αποτελούσε μια εκλογική περιφέρεια, είχα εκθέσει κι εγώ κάποτε υποψηφιότητα για βουλευτής. Στο λόγο που έβγαλα στο λιμάνι δεν υποσχέθηκα ούτε λαγούς με πετραχήλια, ούτε πράγματα αδύνατα, ούτε προσωπικά ρουσφέτια, που ούτε ο υπουργός δεν θα μπορούσε να τα πραγματοποιήσει. Μίλησα για τις λογικές και εφαρμόσιμες ανάγκες του λιμανιού και των ψαράδων, που μπορούσαν να πραγματοποιηθούν, κι επήρα ένα μονάχα ψήφο, ενώ ο αντίπαλος με τις ψεύτικες υποσχέσεις του επήρε το σύνολο.
Μου έμενε μυστήριο ποιος είχε δώσει τον μοναδικόν αυτό ψήφο.
Έλεγα πως μάλλον θα τον είχα πάρει κατά λάθος, κι είχα ήσυχη τη συνείδησή μου για το πανηγυρικό αυτό μαύρισμα.
Μετά καιρό όμως έτυχε να βρεθώ στο μικρό λιμάνι κι οι καλόκαρδοι ψαράδες ήρθαν να με βεβαιώσουν, ο καθένας χωριστά, πως η μοναδική ψήφος ήτο η δικιά του…
― Δεν έχεις παράπονο από μένα, έλεγε ο ένας.
― Μια ψήφο που είχα, την επήρες, έλεγε ο άλλος.
― Έτσι εκτιμούν οι πιστοί φίλοι τους ανθρώπους τους, έλεγε ο τρίτος.
Και κάτι τέτοια έλεγαν όλοι οι καλοί αυτοί ψαράδες, ενώ με είχαν μαυρίσει αλύπητα.
Πολύ λίγοι δεν με είχαν πλησιάσει, κι ένας από αυτούς ήταν ο Γληγόρης. Αυτός δεν είχε βγει καν από τη βάρκα του. Όλη την ώρα έκανε πως κάτι έφτιανε. Έβγαζε τα νερά, χτυπούσε κανένα καρφί στην κουπαστή, διόρθωνε τους πάγκους, έξυνε τα κουπιά, μετακινούσε την άγκυρα.
Είχα μάθει πως αυτές τις ημέρες, με το να μην έχει πανί, είχε πάθει κάμποσες ζημιές ο κακομοίρης.
Είχε πέσει άφθονη μένουλα στον κάβο του Πεύκου, που απείχε κάπου έξι μίλια από το ψαρολίμανο, και αυτός δεν κατόρθωνε ποτέ να ρίξει σύγκαιρα τα δίχτυα του. Έφθανε πάντα αργά με τα κουπιά, όταν οι άλλοι είχαν ρίξει τα δίχτυα τους στους πιο κατάλληλους πάγκους και σ’ αυτόν έμεναν τα αδικημένα μέρη, που το ψάρι ήταν λιγοστό. Οι άλλοι γύριζαν με τις βάρκες τους φορτωμένες ψάρι, κι αυτός ήταν να τον κλαις…
Μόνον η Αμερσώ τον παρηγορούσε, αλλά τα λόγια της δεν είχαν πάρα και μεγάλη πέραση.
― Ας όψεται κείνο το έρημο το πανί, του έλεγαν τριγύρω του.
―Του χρόνου ούτε λέπι, μπάρμπα- Γληγόρη.
Γιατί δεν έφτανε μόνον η κακοτυχιά του, αλλά τον επείραζαν κι οι άλλοι ψαράδες κι έκαναν τη θέση του δυσάρεστη και κωμική.
Ο μπαρμπα-Γληγόρης ήταν άνθρωπος του Θεού. Κακό δεν είχε κάνει σε κανένα. Δεν είχε δοσοληψίες ούτε με λαθρεμπόρους ούτε με δυναμίτες, ούτε με ζωοκλέπτες, που χρησιμοποιούν καμιά φορά τους βαρκάρηδες και τους ψαράδες για να μεταφέρουν τα κλεμμένα γιδοπρόβατα. Του έτρωγαν το δίκιο και οι μανάβηδες του Πειραιώς και των Αθηνών, που μαζεύουν από τα ψαρολίμανα τα ψάρια των ψαράδων για ένα κομμάτι ψωμί και τα πουλούν στην Αθήνα σε τριπλή τιμή. Αυτοί τον εξεμεταλλεύοντο πιο πολύ από ό,τι εξεμεταλλεύοντο τους άλλους, γιατί ο Γληγόρης, με το να μην έχει πανί στη βάρκα του, κατόρθωνε να δίνει και το πιο λίγο ψάρι και όχι το πιο εκλεκτό.
Ήταν όμως λιτοδίαιτος, χωρίς οικογένεια, και αρκετά φιλόσοφος. Το όνειρό του μόνο το αποτελούσε ένα πανί και τίποτα άλλο. Αυτό θα αποτελούσε τη μεγαλύτερή του κατάκτηση, θα ήταν γι’ αυτόν ολάκερο βασίλειο.
Δεν τα συλλογιζόμουν αυτά τα πράγματα την ώρα που έβλεπα τον Γληγόρη να διορθώνει με επιμονή το ένα και το άλλο πράμα της βάρκας του, αλλά δεν άργησα να σκεφθώ κι αυτά και άλλα, καθώς είδα την Αμερσώ να περνά και να μου γνέφει.
― Τον καψερό, είπε, περιμένει ακόμα να του φέρετε το πανί.
― Ποιο πανί, βρε Αμερσώ;
― Κείνο που του ‘ταξα για να σε ψηφίσει.
‘Ήξερα πραγματικά πως η γυναίκα αυτή, με την οποίαν με συνέδεε κάποια κουμπαριά, είχε αγωνιστεί για την υποψηφιότητά μου. Είχε κάνει αγρίαν προπαγάνδα, είχε αραδιάσει χιλιάδες ψέματα, πως θα μετέβαλλα το ψαρολίμανο σε Πειραιά, αλλά όλη της την προσπάθεια την εχάλασε ο προεκλογικός μου λόγος, που ερχότανε σε μεγάλη αντίθεση και με τις ελπίδες των ψαράδων και με τις τρομερές υποσχέσεις της Αμερσώς… Έτσι εγλίστρησαν όλοι την τελευταία στιγμή προς τον ανεξάντλητο σε ψέματα αντίπαλο, που είχε φθάσει να υποσχεθεί ότι θα έφερνε και σπόρο ακόμα μπαρμπουνιών και λιθρινιών από την Ιταλία, που κάθε μπαρμπούνι πάει και οκά, για να πλουτίσει τη θάλασσα. Μόνον ο Γληγόρης, που ένα όνειρο είχε, το πανί, βρέθηκε να μην επηρεαστεί από τις υποσχέσεις του αντιπάλου και έριξε το ψηφοδέλτιό του με ένα σταυρό στο όνομά μου.
Καθώς μου τα εξηγούσε όλα αυτά η τρομερή γυναίκα, έβλεπα τον καημένο τον Γληγόρη, που κουνούσε το κεφάλι του σαν να συμφωνούσε, και μου χαμογελούσε με τρόπο που έλεγε:
― «Σ’ ευχαριστώ για το πανί. Κοίταξε μόνο να είναι πανί Αμερικάνικο!»
― Ασ’ τον να περιμένει, είπε η Αμέρσα. Του ‘χα πει, δω και λίγη ώρα, πως μόλις πάτε στην Αθήνα, θα του στείλετε το πανί και τον βλέπεις από τη χαρά του πώς περιποιείται τη βάρκα του…
― Τι έκανες, τι έκανες, της είπα.
― Είκοσι χρόνια τώρα τον γελά ο ένας και ο άλλος ―είπε― πειράζει να τον γελάσομε και μεις μια φορά;
Επρόσεξα τον φτωχόν άνθρωπο. Στο πρόσωπό του έλαμπε το γέλιο μιας ανέκφραστης ευτυχίας και το επιδοκιμαστικό κούνημα του κεφαλιού του προς εμένα γινόταν πιο γλήγορο και πιο φιλικό.
Αυτήν την ώρα σφύριζε για τρίτη φορά το βαπόρι που θα μας έπαιρνε και μένα και τους άλλους επιβάτες από το λιμάνι. Μπήκα στη βάρκα στενοχωρημένος, γιατί συλλογιζόμουν πως άδικα ο καημένος ο Γληγόρης, που είκοσι τόσα χρόνια επερίμενε να ικανοποιηθεί το μόνο όνειρο της ζωής τους, θα επερίμενε και πάλι αυτή τη φορά.
Αλλά καθώς γύριζα το κεφάλι, τον είδα να με αποχαιρετά χαρούμενος, κι έδειχνε την ξυλάρμενη αντένα της βάρκας του, για να μου παραστήσει σε ποιο σχήμα θα έραβε το πανί…

………………………
Ο Κώστας Φαλτάιτς (Σμύρνη, 1891- Σκύρος, 1944) δημοσιογράφος, λογοτέχνης, και πρωτοπόρος ερευνητής-λαογράφος της περιόδου 1913-1944. Θεωρείται πρωτοπόρος ερευνητής του ρεμπέτικου τραγουδιού, αλλά και των Ρομά. Παράλληλα, συνέβαλε στην διάσωση του έργου του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό  «Μπουκέτο», φύλλο 490 στις 23 Ιουλίου 1933. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου