Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2024

Πο­λί­τες ευαι­σθη­το­ποι­η­μέ­νους

Η ΠΟΙΗΣΗ ΩΣ ΞΟΡΚΙ
του Κώστα Γεωργουσόπουλου*

Ακόμη και σή­με­ρα ένα παι­δί φα­να­τι­κό για γράμ­μα­τα, ασφυ­κτιώ­ντας μέσα στην απο­πνι­κτι­κή πο­λι­τι­κή, ηθι­κή, κοι­νω­νι­κή συν­θή­κη διε­θνώς, βρί­σκει, αν κα­θο­δη­γη­θεί από φω­τι­σμέ­νους δα­σκά­λους και οι­κεί­ους, κα­τα­φύ­γιο στα με­γά­λα κεί­με­να, κυ­ρί­ως της ποί­η­σής μας.

Αυτές τις επο­χές του εγκλει­σμού επι­στρέ­φει κα­νείς στις με­γά­λες αγά­πες της νιό­της, τότε που η αγω­νία για την ύπαρ­ξη, τη δια­δρο­μή του βίου που ανοι­γό­ταν ως μια σκο­τει­νή στοά που έπρε­πε να δια­σχί­σεις, ήταν οι κα­θη­με­ρι­νές έγνοιες και οι μό­νι­μες απο­ρί­ες σχε­τι­κά με το πώς και πού και για­τί έπρε­πε να επι­λέ­ξεις τού­το ή το άλλο, σκο­τει­νό πά­ντα, διά­σε­λο ή τού­νελ. Κι αυ­τές οι αγά­πες ήταν η με­γά­λη λο­γο­τε­χνία, η με­γά­λη μου­σι­κή, η με­γά­λη τέ­χνη η ει­κα­στι­κή και, βέ­βαια, οι με­γά­λες κα­τα­θέ­σεις του θε­ά­τρου και του σι­νε­μά. Οι συν­θή­κες που με­γά­λω­σε η γε­νιά μου, και ιδιαί­τε­ρα όσοι από τη γε­νιά μου με­γα­λώ­σα­με σε δί­σε­κτους και­ρούς στην επαρ­χία, χω­ρίς βι­βλιο­θή­κες, χω­ρίς θέ­α­τρο, με σπά­νιες κι­νη­μα­το­γρα­φι­κές εμπει­ρί­ες, χω­ρίς ορ­χή­στρες και χω­ρίς ευ­χέ­ρεια δι­σκο­γρα­φι­κής ενη­μέ­ρω­σης, πλην ευ­τυ­χώς ενός πο­λι­τι­στι­κού ρα­διο­φώ­νου, η μόνη κα­τα­φυ­γή ήταν η λο­γο­τε­χνία και, κυ­ρί­ως, η νε­ο­ελ­λη­νι­κή, λο­γο­τε­χνι­κή πλού­σια πα­ρα­γω­γή. Κάτι που λεί­πει εντε­λώς σή­με­ρα, και θα το εξη­γή­σω.
Πρέ­πει εν πρώ­τοις να ανα­φερ­θώ στους δα­σκά­λους της επο­χής και για τη γε­νιά μου, στους δα­σκά­λους μετά την Κατο­χή, μέσα στον Εμφύ­λιο και αρ­γό­τε­ρα στις δύ­σκο­λες πε­ριό­δους ανα­συ­γκρό­τη­σης ενός ρη­μαγ­μέ­νου κρά­τους. Υπήρ­χαν τότε δά­σκα­λοι, ενη­με­ρω­μέ­νοι και ευαί­σθη­τοι στα πνευ­μα­τι­κά ερε­θί­σμα­τα. Ξέρε­τε τι μπο­ρεί να χρω­στά ένας μα­θη­τής 11 χρό­νων μέσα στον Εμφύ­λιο σε έναν δά­σκα­λο στην επαρ­χία που βρι­σκό­ταν ακρι­βώς στα σύ­νο­ρα των δύο εμ­φύ­λιων στρα­το­πέ­δων και να μπαί­νει ο δά­σκα­λος στην τάξη κάθε πρωί και, μετά την προ­σευ­χή και το ρό­φη­μα (αφού όλοι οι μα­θη­τές που έβγαι­ναν από την Κατο­χή και μετά εί­χαν εμ­φα­νή τα ση­μά­δια και τα συμ­πτώ­μα­τα της αβι­τα­μί­νω­σης), με ένα βι­βλίο στα χέ­ρια και πριν αρ­χί­σει το μά­θη­μα της αριθ­μη­τι­κής, της φυ­το­λο­γί­ας, της γραμ­μα­τι­κής να δια­βά­ζει ένα ποί­η­μα του Σολω­μού ή του Κάλ­βου, του Παλα­μά, του Σικε­λια­νού ή του Βάρ­να­λη. Ολοι αυ­τοί οι ποι­η­τές, πα­ράλ­λη­λα με τους σπου­δαί­ους λυ­ρι­κούς της ίδιας επο­χής (και συ­χνά πλάι και στο δικό τους λυ­ρι­κό έργο) αντλού­σαν θέ­μα­τα από την πνευ­μα­τι­κή πο­ρεία του γέ­νους, της γε­νιάς τους και των πο­λι­τι­κών, ηθι­κών, κοι­νω­νι­κών και αι­σθη­τι­κών αδιε­ξό­δων ή προ­ο­πτι­κής της τόσο τα­ραγ­μέ­νης ελ­λη­νι­κής πο­ρεί­ας δυο αιώ­νων νέου πο­λι­τι­κού βίου. Ακόμη και σή­με­ρα ένα παι­δί φα­να­τι­κό για γράμ­μα­τα και ασφυ­κτιώ­ντας μέσα στην απο­πνι­κτι­κή πο­λι­τι­κή, ηθι­κή, κοι­νω­νι­κή συν­θή­κη διε­θνώς, βρί­σκει, αν κα­θο­δη­γη­θεί από φω­τι­σμέ­νους δα­σκά­λους και οι­κεί­ους, κα­τα­φύ­γιο στα με­γά­λα κεί­με­να, κυ­ρί­ως της ποί­η­σής μας.

Ως δά­σκα­λος χρό­νια πολ­λά έζη­σα στα μά­τια και στην καρ­διά των μα­θη­τών μου την έκ­πλη­ξη και τη βα­θιά συ­γκί­νη­ση, όταν έρ­χο­νταν σε επα­φή με τους «Ελεύ­θε­ρους Πολιορ­κη­μέ­νους» του Σολω­μού ή τις «Ωδές» του Κάλ­βου. Ακόμη και αδιά­φο­ροι έφη­βοι για λίγο, ακού­γο­ντας τις με­γά­λες συν­θέ­σεις του Παλα­μά ή του Σικε­λια­νού, κυ­ρί­ως όταν ο δά­σκα­λος δεν πα­ρου­σί­α­ζε τα έργα τους σαν προ­σε­χή εξε­τα­στέα και βαθ­μο­λο­γού­με­νη ύλη, αλλά, έστω ως εμπει­ρία της πα­ρέ­ας, ως ανταλ­λα­γή μυ­στι­κών, ως πα­ρά­βα­ση, ακό­μα, του ωρο­λό­γιου προ­γράμ­μα­τος, ως συ­νω­μο­σία, αυτά τα αδιά­φο­ρα παι­διά έπε­φταν στην πα­γί­δα του με­γά­λου ποι­η­τή, αδρά­χνο­νταν από τη γοη­τεία του ρυθ­μού, των ει­κό­νων, των συμ­βό­λων και κερ­δί­ζο­νταν από την ποι­η­τι­κή ιε­ρουρ­γία. Οταν ο δά­σκα­λος εί­ναι κι αυ­τός μυ­η­μέ­νος, όταν θα δι­δά­ξει στην Ιστο­ρία την πο­λιορ­κία του Μεσο­λογ­γί­ου και κλεί­σει το μά­θη­μα με τους «Ελεύ­θε­ρους Πολιορ­κη­μέ­νους», ο μα­θη­τής θα αντι­λη­φθεί πως οι πο­λιορ­κί­ες επα­να­λαμ­βά­νο­νται συ­νε­χώς και τα Μεσο­λόγ­για εί­ναι και σύγ­χρο­να και μέσα μας.

Σκέ­φτο­μαι κάθε φορά που βλέ­πω στη μι­κρή οθό­νη τις ακραί­ες αντι­πα­ρα­θέ­σεις και αμοι­βαί­ους οστρα­κι­σμούς στη Βουλή, αν ο Πρό­ε­δρος με ένα κου­μπί ενερ­γο­ποιού­σε ένα μα­γνη­τό­φω­νο, το οποίο, μέσα στην αμοι­βαία κα­τε­δά­φι­ση των πο­λι­τι­κών αντι­πά­λων, θα γέ­μι­ζε την αί­θου­σα με το σο­λω­μι­κό: «Αν μι­σού­νται ανά­με­σό τους δεν τους πρέ­πει Ελευ­θε­ριά». Αλή­θεια, πόσο αδια­νό­η­τη φαί­νε­ται η πρό­τα­ση, σε κάθε συ­νε­δρί­α­ση της Ολο­μέ­λειας της Βου­λής να ακου­γό­ταν από τα με­γά­φω­να ένας στί­χος του Σολω­μού, του Παλα­μά, του Σικε­λια­νού, του Σεφέ­ρη, του Ελύτη, του Ρίτσου, του Ανα­γνω­στά­κη, ποι­η­τών που πέ­ρα­σαν στον και­ρό τους μέσα από την κα­ται­γί­δα και, φτά­νο­ντας στην κο­ρυ­φή του κύ­μα­τος, μας έστει­λαν το μή­νυ­μα της τρα­γω­δί­ας, ως οι αγ­γε­λιο­φό­ροι του δρά­μα­τος ή οι κο­ρυ­φαί­οι του Χορού. Αν κάθε φορά, πριν από κάθε δη­μό­σια αντι­πα­ρά­θε­ση, δεν ακου­γό­ταν ή δεν εμ­φα­νι­ζό­ταν σε μια οθό­νη η δια­πί­στω­ση του Ελύτη: «Οταν σας εύ­ρει, αδελ­φοί, το κακό, μνη­μο­νεύ­ε­τε Διο­νύ­σιο Σολω­μό και μνη­μο­νεύ­ε­τε Αλέ­ξαν­δρο Παπα­δια­μά­ντη»!

Αν θέ­λα­με να πα­ρα­δώ­σου­με στην πα­τρί­δα πο­λί­τες ευαι­σθη­το­ποι­η­μέ­νους, έπρε­πε (γνω­ρί­ζω πως η πρό­τα­σή μου θα πέ­σει στον κά­λα­θο των αχρή­στων με συ­νο­δό καγ­χα­σμό) να έχου­με εκ­δώ­σει από τον Οργα­νι­σμό Εκδό­σε­ως Σχο­λι­κών Βιβλί­ων μια αν­θο­λο­γία που θα μοι­ρα­ζό­ταν στους Ελλη­νες μα­θη­τές, εκεί γύρω στα 12 χρό­νια (του τέ­λους της βα­σι­κής και της αρ­χής της δευ­τε­ρο­βάθ­μιας εκ­παί­δευ­σης) έναν τόμο με τους «Ελεύ­θε­ρους Πολιορ­κη­μέ­νους» του Σολω­μού, τις «Ωδές» του Κάλ­βου, τον «Δωδε­κά­λο­γο του Γύφτου» του Παλα­μά, Σικε­λια­νό, Βάρ­να­λη, Σεφέ­ρη, Ελύτη, Ρίτσο, Ανα­γνω­στά­κη, Παπα­τσώ­νη. Και κάθε χρο­νιά στην εξα­ε­τή μέση εκ­παί­δευ­ση για μια εβδο­μά­δα να δι­δά­σκο­νται δύο ενό­τη­τες από την ποί­η­ση αυ­τού του γέ­νους. Αν, μά­λι­στα, συ­νο­δεύ­ο­νταν και από την ακρό­α­ση με­λο­ποι­η­μέ­νων στί­χων από τα μεί­ζο­να αυτά έργα (και υπάρ­χουν όλων των ποι­η­τών που ανέ­φε­ρα έξο­χες με­λο­ποι­ή­σεις) και αν το Κρά­τος, μαζί με την αν­θο­λο­γία, προί­κα κάθε από­φοι­του της ελ­λη­νι­κής εκ­παί­δευ­σης, μοί­ρα­ζε και μια μου­σι­κή αν­θο­λο­γία με­λο­ποι­η­μέ­νων στί­χων των με­γά­λων εθνι­κών ποι­η­τών, να εί­στε σί­γου­ροι πως, σε λίγα χρό­νια, μέσα στην κα­θη­με­ρι­νή μας επι­κοι­νω­νία, θα ει­σέ­βαλ­λαν, δί­κην πα­ροι­μια­κού λό­γου, στί­χοι εξαί­σιοι. Ξέρε­τε πως έχει δια­πι­στω­θεί πως, μέσα στην τρέ­χου­σα αγ­γλι­κή γλώσ­σα, κυ­κλο­φο­ρούν πάνω από πε­ντα­κό­σιοι σαιξ­πη­ρι­κοί στί­χοι;

Προς Θεού, ας μη γί­νουν οι αν­θο­λο­γί­ες εξε­τα­στέα ύλη. Αρκεί κάθε φορά ο φι­λό­λο­γος κα­θη­γη­τής, κάθε μέρα πριν ει­σέλ­θει στην ύλη του μα­θή­μα­τος, ζη­τού­σε από τους μα­θη­τές να ανοί­ξουν την αν­θο­λο­γία και να δια­βα­στεί στην τάξη μια ποι­η­τι­κή ενό­τη­τα, έτσι στην τύχη, χω­ρίς δι­δα­κτι­σμό, ως κα­θη­με­ρι­νό ξόρ­κι. Ξέρε­τε, πι­θα­νόν, ότι, όταν οι Αθη­ναί­οι στον Πελο­πον­νη­σια­κό Πόλε­μο, με ευ­θύ­νη της αλα­ζο­νεί­ας του Αλκι­βιά­δη, πα­γι­δεύ­τη­καν και ολό­κλη­ρο στρά­τευ­μα αιχ­μα­λω­τί­στη­κε και έσπα­γε πέ­τρες στα ντα­μά­ρια της Σικε­λί­ας, τις νύ­χτες στα πρα­νή της Αίτ­νας τρα­γου­δού­σαν χο­ρι­κά του Ευρι­πί­δη, με θέ­μα­τα για την πα­τρί­δα, τη φι­λία, τον έρω­τα και την ξε­νι­τιά.

Αν σή­με­ρα δί­δα­σκα ακό­μα στο Λύκειο, κάθε πρωί, πριν δι­δά­ξω Αρχαία, Νέα Ελλη­νι­κά ή Ιστο­ρία ή Φιλο­σο­φι­κά, θα άρ­χι­ζα με τον πρώ­το στί­χο από τον πρό­λο­γο του Παλα­μά στη «Φλο­γέ­ρα του Βασι­λιά»: «Σβη­σμέ­νες όλες οι φω­τιές στις πλά­στρες μες στη χώρα» ή με τον εξαί­σια τρα­γι­κό στί­χο του Σεφέ­ρη: «Οπου και να τα­ξι­δέ­ψω η Ελλά­δα με πλη­γώ­νει»!
......................................
Κώστας Γεωργουσόπουλος είναι φιλόλογος, αρθρογραφός, επιφυλλιδογράφος, θεατρικός κριτικός. Το κείμενο  Το  κείμενο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ»  στις 27 Φεβρουαρίου 2021


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου