Η ΠΟΙΗΣΗ ΩΣ ΞΟΡΚΙ
του Κώστα Γεωργουσόπουλου*
Ακόμη και σήμερα ένα παιδί φανατικό
για γράμματα, ασφυκτιώντας μέσα στην αποπνικτική πολιτική, ηθική,
κοινωνική συνθήκη διεθνώς, βρίσκει, αν καθοδηγηθεί από φωτισμένους
δασκάλους και οικείους, καταφύγιο στα μεγάλα κείμενα, κυρίως της
ποίησής μας.
Αυτές τις εποχές του εγκλεισμού επιστρέφει κανείς στις μεγάλες αγάπες της νιότης, τότε που η αγωνία για την ύπαρξη, τη διαδρομή του βίου που ανοιγόταν ως μια σκοτεινή στοά που έπρεπε να διασχίσεις, ήταν οι καθημερινές έγνοιες και οι μόνιμες απορίες σχετικά με το πώς και πού και γιατί έπρεπε να επιλέξεις τούτο ή το άλλο, σκοτεινό πάντα, διάσελο ή τούνελ. Κι αυτές οι αγάπες ήταν η μεγάλη λογοτεχνία, η μεγάλη μουσική, η μεγάλη τέχνη η εικαστική και, βέβαια, οι μεγάλες καταθέσεις του θεάτρου και του σινεμά. Οι συνθήκες που μεγάλωσε η γενιά μου, και ιδιαίτερα όσοι από τη γενιά μου μεγαλώσαμε σε δίσεκτους καιρούς στην επαρχία, χωρίς βιβλιοθήκες, χωρίς θέατρο, με σπάνιες κινηματογραφικές εμπειρίες, χωρίς ορχήστρες και χωρίς ευχέρεια δισκογραφικής ενημέρωσης, πλην ευτυχώς ενός πολιτιστικού ραδιοφώνου, η μόνη καταφυγή ήταν η λογοτεχνία και, κυρίως, η νεοελληνική, λογοτεχνική πλούσια παραγωγή. Κάτι που λείπει εντελώς σήμερα, και θα το εξηγήσω.
Πρέπει εν πρώτοις να αναφερθώ στους δασκάλους της εποχής και για τη γενιά μου, στους δασκάλους μετά την Κατοχή, μέσα στον Εμφύλιο και αργότερα στις δύσκολες περιόδους ανασυγκρότησης ενός ρημαγμένου κράτους. Υπήρχαν τότε δάσκαλοι, ενημερωμένοι και ευαίσθητοι στα πνευματικά ερεθίσματα. Ξέρετε τι μπορεί να χρωστά ένας μαθητής 11 χρόνων μέσα στον Εμφύλιο σε έναν δάσκαλο στην επαρχία που βρισκόταν ακριβώς στα σύνορα των δύο εμφύλιων στρατοπέδων και να μπαίνει ο δάσκαλος στην τάξη κάθε πρωί και, μετά την προσευχή και το ρόφημα (αφού όλοι οι μαθητές που έβγαιναν από την Κατοχή και μετά είχαν εμφανή τα σημάδια και τα συμπτώματα της αβιταμίνωσης), με ένα βιβλίο στα χέρια και πριν αρχίσει το μάθημα της αριθμητικής, της φυτολογίας, της γραμματικής να διαβάζει ένα ποίημα του Σολωμού ή του Κάλβου, του Παλαμά, του Σικελιανού ή του Βάρναλη. Ολοι αυτοί οι ποιητές, παράλληλα με τους σπουδαίους λυρικούς της ίδιας εποχής (και συχνά πλάι και στο δικό τους λυρικό έργο) αντλούσαν θέματα από την πνευματική πορεία του γένους, της γενιάς τους και των πολιτικών, ηθικών, κοινωνικών και αισθητικών αδιεξόδων ή προοπτικής της τόσο ταραγμένης ελληνικής πορείας δυο αιώνων νέου πολιτικού βίου. Ακόμη και σήμερα ένα παιδί φανατικό για γράμματα και ασφυκτιώντας μέσα στην αποπνικτική πολιτική, ηθική, κοινωνική συνθήκη διεθνώς, βρίσκει, αν καθοδηγηθεί από φωτισμένους δασκάλους και οικείους, καταφύγιο στα μεγάλα κείμενα, κυρίως της ποίησής μας.
Ως δάσκαλος χρόνια πολλά έζησα στα μάτια και στην καρδιά των μαθητών μου την έκπληξη και τη βαθιά συγκίνηση, όταν έρχονταν σε επαφή με τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του Σολωμού ή τις «Ωδές» του Κάλβου. Ακόμη και αδιάφοροι έφηβοι για λίγο, ακούγοντας τις μεγάλες συνθέσεις του Παλαμά ή του Σικελιανού, κυρίως όταν ο δάσκαλος δεν παρουσίαζε τα έργα τους σαν προσεχή εξεταστέα και βαθμολογούμενη ύλη, αλλά, έστω ως εμπειρία της παρέας, ως ανταλλαγή μυστικών, ως παράβαση, ακόμα, του ωρολόγιου προγράμματος, ως συνωμοσία, αυτά τα αδιάφορα παιδιά έπεφταν στην παγίδα του μεγάλου ποιητή, αδράχνονταν από τη γοητεία του ρυθμού, των εικόνων, των συμβόλων και κερδίζονταν από την ποιητική ιερουργία. Οταν ο δάσκαλος είναι κι αυτός μυημένος, όταν θα διδάξει στην Ιστορία την πολιορκία του Μεσολογγίου και κλείσει το μάθημα με τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους», ο μαθητής θα αντιληφθεί πως οι πολιορκίες επαναλαμβάνονται συνεχώς και τα Μεσολόγγια είναι και σύγχρονα και μέσα μας.
Σκέφτομαι κάθε φορά που βλέπω στη μικρή οθόνη τις ακραίες αντιπαραθέσεις και αμοιβαίους οστρακισμούς στη Βουλή, αν ο Πρόεδρος με ένα κουμπί ενεργοποιούσε ένα μαγνητόφωνο, το οποίο, μέσα στην αμοιβαία κατεδάφιση των πολιτικών αντιπάλων, θα γέμιζε την αίθουσα με το σολωμικό: «Αν μισούνται ανάμεσό τους δεν τους πρέπει Ελευθεριά». Αλήθεια, πόσο αδιανόητη φαίνεται η πρόταση, σε κάθε συνεδρίαση της Ολομέλειας της Βουλής να ακουγόταν από τα μεγάφωνα ένας στίχος του Σολωμού, του Παλαμά, του Σικελιανού, του Σεφέρη, του Ελύτη, του Ρίτσου, του Αναγνωστάκη, ποιητών που πέρασαν στον καιρό τους μέσα από την καταιγίδα και, φτάνοντας στην κορυφή του κύματος, μας έστειλαν το μήνυμα της τραγωδίας, ως οι αγγελιοφόροι του δράματος ή οι κορυφαίοι του Χορού. Αν κάθε φορά, πριν από κάθε δημόσια αντιπαράθεση, δεν ακουγόταν ή δεν εμφανιζόταν σε μια οθόνη η διαπίστωση του Ελύτη: «Οταν σας εύρει, αδελφοί, το κακό, μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη»!
Αν θέλαμε να παραδώσουμε στην πατρίδα πολίτες ευαισθητοποιημένους, έπρεπε (γνωρίζω πως η πρότασή μου θα πέσει στον κάλαθο των αχρήστων με συνοδό καγχασμό) να έχουμε εκδώσει από τον Οργανισμό Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων μια ανθολογία που θα μοιραζόταν στους Ελληνες μαθητές, εκεί γύρω στα 12 χρόνια (του τέλους της βασικής και της αρχής της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης) έναν τόμο με τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του Σολωμού, τις «Ωδές» του Κάλβου, τον «Δωδεκάλογο του Γύφτου» του Παλαμά, Σικελιανό, Βάρναλη, Σεφέρη, Ελύτη, Ρίτσο, Αναγνωστάκη, Παπατσώνη. Και κάθε χρονιά στην εξαετή μέση εκπαίδευση για μια εβδομάδα να διδάσκονται δύο ενότητες από την ποίηση αυτού του γένους. Αν, μάλιστα, συνοδεύονταν και από την ακρόαση μελοποιημένων στίχων από τα μείζονα αυτά έργα (και υπάρχουν όλων των ποιητών που ανέφερα έξοχες μελοποιήσεις) και αν το Κράτος, μαζί με την ανθολογία, προίκα κάθε απόφοιτου της ελληνικής εκπαίδευσης, μοίραζε και μια μουσική ανθολογία μελοποιημένων στίχων των μεγάλων εθνικών ποιητών, να είστε σίγουροι πως, σε λίγα χρόνια, μέσα στην καθημερινή μας επικοινωνία, θα εισέβαλλαν, δίκην παροιμιακού λόγου, στίχοι εξαίσιοι. Ξέρετε πως έχει διαπιστωθεί πως, μέσα στην τρέχουσα αγγλική γλώσσα, κυκλοφορούν πάνω από πεντακόσιοι σαιξπηρικοί στίχοι;
Προς Θεού, ας μη γίνουν οι ανθολογίες εξεταστέα ύλη. Αρκεί κάθε φορά ο φιλόλογος καθηγητής, κάθε μέρα πριν εισέλθει στην ύλη του μαθήματος, ζητούσε από τους μαθητές να ανοίξουν την ανθολογία και να διαβαστεί στην τάξη μια ποιητική ενότητα, έτσι στην τύχη, χωρίς διδακτισμό, ως καθημερινό ξόρκι. Ξέρετε, πιθανόν, ότι, όταν οι Αθηναίοι στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, με ευθύνη της αλαζονείας του Αλκιβιάδη, παγιδεύτηκαν και ολόκληρο στράτευμα αιχμαλωτίστηκε και έσπαγε πέτρες στα νταμάρια της Σικελίας, τις νύχτες στα πρανή της Αίτνας τραγουδούσαν χορικά του Ευριπίδη, με θέματα για την πατρίδα, τη φιλία, τον έρωτα και την ξενιτιά.
Αν σήμερα δίδασκα ακόμα στο Λύκειο, κάθε πρωί, πριν διδάξω Αρχαία, Νέα Ελληνικά ή Ιστορία ή Φιλοσοφικά, θα άρχιζα με τον πρώτο στίχο από τον πρόλογο του Παλαμά στη «Φλογέρα του Βασιλιά»: «Σβησμένες όλες οι φωτιές στις πλάστρες μες στη χώρα» ή με τον εξαίσια τραγικό στίχο του Σεφέρη: «Οπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει»!
......................................
*Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος είναι φιλόλογος, αρθρογραφός, επιφυλλιδογράφος, θεατρικός κριτικός. Το κείμενο Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» στις 27 Φεβρουαρίου 2021
Αυτές τις εποχές του εγκλεισμού επιστρέφει κανείς στις μεγάλες αγάπες της νιότης, τότε που η αγωνία για την ύπαρξη, τη διαδρομή του βίου που ανοιγόταν ως μια σκοτεινή στοά που έπρεπε να διασχίσεις, ήταν οι καθημερινές έγνοιες και οι μόνιμες απορίες σχετικά με το πώς και πού και γιατί έπρεπε να επιλέξεις τούτο ή το άλλο, σκοτεινό πάντα, διάσελο ή τούνελ. Κι αυτές οι αγάπες ήταν η μεγάλη λογοτεχνία, η μεγάλη μουσική, η μεγάλη τέχνη η εικαστική και, βέβαια, οι μεγάλες καταθέσεις του θεάτρου και του σινεμά. Οι συνθήκες που μεγάλωσε η γενιά μου, και ιδιαίτερα όσοι από τη γενιά μου μεγαλώσαμε σε δίσεκτους καιρούς στην επαρχία, χωρίς βιβλιοθήκες, χωρίς θέατρο, με σπάνιες κινηματογραφικές εμπειρίες, χωρίς ορχήστρες και χωρίς ευχέρεια δισκογραφικής ενημέρωσης, πλην ευτυχώς ενός πολιτιστικού ραδιοφώνου, η μόνη καταφυγή ήταν η λογοτεχνία και, κυρίως, η νεοελληνική, λογοτεχνική πλούσια παραγωγή. Κάτι που λείπει εντελώς σήμερα, και θα το εξηγήσω.
Πρέπει εν πρώτοις να αναφερθώ στους δασκάλους της εποχής και για τη γενιά μου, στους δασκάλους μετά την Κατοχή, μέσα στον Εμφύλιο και αργότερα στις δύσκολες περιόδους ανασυγκρότησης ενός ρημαγμένου κράτους. Υπήρχαν τότε δάσκαλοι, ενημερωμένοι και ευαίσθητοι στα πνευματικά ερεθίσματα. Ξέρετε τι μπορεί να χρωστά ένας μαθητής 11 χρόνων μέσα στον Εμφύλιο σε έναν δάσκαλο στην επαρχία που βρισκόταν ακριβώς στα σύνορα των δύο εμφύλιων στρατοπέδων και να μπαίνει ο δάσκαλος στην τάξη κάθε πρωί και, μετά την προσευχή και το ρόφημα (αφού όλοι οι μαθητές που έβγαιναν από την Κατοχή και μετά είχαν εμφανή τα σημάδια και τα συμπτώματα της αβιταμίνωσης), με ένα βιβλίο στα χέρια και πριν αρχίσει το μάθημα της αριθμητικής, της φυτολογίας, της γραμματικής να διαβάζει ένα ποίημα του Σολωμού ή του Κάλβου, του Παλαμά, του Σικελιανού ή του Βάρναλη. Ολοι αυτοί οι ποιητές, παράλληλα με τους σπουδαίους λυρικούς της ίδιας εποχής (και συχνά πλάι και στο δικό τους λυρικό έργο) αντλούσαν θέματα από την πνευματική πορεία του γένους, της γενιάς τους και των πολιτικών, ηθικών, κοινωνικών και αισθητικών αδιεξόδων ή προοπτικής της τόσο ταραγμένης ελληνικής πορείας δυο αιώνων νέου πολιτικού βίου. Ακόμη και σήμερα ένα παιδί φανατικό για γράμματα και ασφυκτιώντας μέσα στην αποπνικτική πολιτική, ηθική, κοινωνική συνθήκη διεθνώς, βρίσκει, αν καθοδηγηθεί από φωτισμένους δασκάλους και οικείους, καταφύγιο στα μεγάλα κείμενα, κυρίως της ποίησής μας.
Ως δάσκαλος χρόνια πολλά έζησα στα μάτια και στην καρδιά των μαθητών μου την έκπληξη και τη βαθιά συγκίνηση, όταν έρχονταν σε επαφή με τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του Σολωμού ή τις «Ωδές» του Κάλβου. Ακόμη και αδιάφοροι έφηβοι για λίγο, ακούγοντας τις μεγάλες συνθέσεις του Παλαμά ή του Σικελιανού, κυρίως όταν ο δάσκαλος δεν παρουσίαζε τα έργα τους σαν προσεχή εξεταστέα και βαθμολογούμενη ύλη, αλλά, έστω ως εμπειρία της παρέας, ως ανταλλαγή μυστικών, ως παράβαση, ακόμα, του ωρολόγιου προγράμματος, ως συνωμοσία, αυτά τα αδιάφορα παιδιά έπεφταν στην παγίδα του μεγάλου ποιητή, αδράχνονταν από τη γοητεία του ρυθμού, των εικόνων, των συμβόλων και κερδίζονταν από την ποιητική ιερουργία. Οταν ο δάσκαλος είναι κι αυτός μυημένος, όταν θα διδάξει στην Ιστορία την πολιορκία του Μεσολογγίου και κλείσει το μάθημα με τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους», ο μαθητής θα αντιληφθεί πως οι πολιορκίες επαναλαμβάνονται συνεχώς και τα Μεσολόγγια είναι και σύγχρονα και μέσα μας.
Σκέφτομαι κάθε φορά που βλέπω στη μικρή οθόνη τις ακραίες αντιπαραθέσεις και αμοιβαίους οστρακισμούς στη Βουλή, αν ο Πρόεδρος με ένα κουμπί ενεργοποιούσε ένα μαγνητόφωνο, το οποίο, μέσα στην αμοιβαία κατεδάφιση των πολιτικών αντιπάλων, θα γέμιζε την αίθουσα με το σολωμικό: «Αν μισούνται ανάμεσό τους δεν τους πρέπει Ελευθεριά». Αλήθεια, πόσο αδιανόητη φαίνεται η πρόταση, σε κάθε συνεδρίαση της Ολομέλειας της Βουλής να ακουγόταν από τα μεγάφωνα ένας στίχος του Σολωμού, του Παλαμά, του Σικελιανού, του Σεφέρη, του Ελύτη, του Ρίτσου, του Αναγνωστάκη, ποιητών που πέρασαν στον καιρό τους μέσα από την καταιγίδα και, φτάνοντας στην κορυφή του κύματος, μας έστειλαν το μήνυμα της τραγωδίας, ως οι αγγελιοφόροι του δράματος ή οι κορυφαίοι του Χορού. Αν κάθε φορά, πριν από κάθε δημόσια αντιπαράθεση, δεν ακουγόταν ή δεν εμφανιζόταν σε μια οθόνη η διαπίστωση του Ελύτη: «Οταν σας εύρει, αδελφοί, το κακό, μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη»!
Αν θέλαμε να παραδώσουμε στην πατρίδα πολίτες ευαισθητοποιημένους, έπρεπε (γνωρίζω πως η πρότασή μου θα πέσει στον κάλαθο των αχρήστων με συνοδό καγχασμό) να έχουμε εκδώσει από τον Οργανισμό Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων μια ανθολογία που θα μοιραζόταν στους Ελληνες μαθητές, εκεί γύρω στα 12 χρόνια (του τέλους της βασικής και της αρχής της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης) έναν τόμο με τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του Σολωμού, τις «Ωδές» του Κάλβου, τον «Δωδεκάλογο του Γύφτου» του Παλαμά, Σικελιανό, Βάρναλη, Σεφέρη, Ελύτη, Ρίτσο, Αναγνωστάκη, Παπατσώνη. Και κάθε χρονιά στην εξαετή μέση εκπαίδευση για μια εβδομάδα να διδάσκονται δύο ενότητες από την ποίηση αυτού του γένους. Αν, μάλιστα, συνοδεύονταν και από την ακρόαση μελοποιημένων στίχων από τα μείζονα αυτά έργα (και υπάρχουν όλων των ποιητών που ανέφερα έξοχες μελοποιήσεις) και αν το Κράτος, μαζί με την ανθολογία, προίκα κάθε απόφοιτου της ελληνικής εκπαίδευσης, μοίραζε και μια μουσική ανθολογία μελοποιημένων στίχων των μεγάλων εθνικών ποιητών, να είστε σίγουροι πως, σε λίγα χρόνια, μέσα στην καθημερινή μας επικοινωνία, θα εισέβαλλαν, δίκην παροιμιακού λόγου, στίχοι εξαίσιοι. Ξέρετε πως έχει διαπιστωθεί πως, μέσα στην τρέχουσα αγγλική γλώσσα, κυκλοφορούν πάνω από πεντακόσιοι σαιξπηρικοί στίχοι;
Προς Θεού, ας μη γίνουν οι ανθολογίες εξεταστέα ύλη. Αρκεί κάθε φορά ο φιλόλογος καθηγητής, κάθε μέρα πριν εισέλθει στην ύλη του μαθήματος, ζητούσε από τους μαθητές να ανοίξουν την ανθολογία και να διαβαστεί στην τάξη μια ποιητική ενότητα, έτσι στην τύχη, χωρίς διδακτισμό, ως καθημερινό ξόρκι. Ξέρετε, πιθανόν, ότι, όταν οι Αθηναίοι στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, με ευθύνη της αλαζονείας του Αλκιβιάδη, παγιδεύτηκαν και ολόκληρο στράτευμα αιχμαλωτίστηκε και έσπαγε πέτρες στα νταμάρια της Σικελίας, τις νύχτες στα πρανή της Αίτνας τραγουδούσαν χορικά του Ευριπίδη, με θέματα για την πατρίδα, τη φιλία, τον έρωτα και την ξενιτιά.
Αν σήμερα δίδασκα ακόμα στο Λύκειο, κάθε πρωί, πριν διδάξω Αρχαία, Νέα Ελληνικά ή Ιστορία ή Φιλοσοφικά, θα άρχιζα με τον πρώτο στίχο από τον πρόλογο του Παλαμά στη «Φλογέρα του Βασιλιά»: «Σβησμένες όλες οι φωτιές στις πλάστρες μες στη χώρα» ή με τον εξαίσια τραγικό στίχο του Σεφέρη: «Οπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει»!
......................................
*Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος είναι φιλόλογος, αρθρογραφός, επιφυλλιδογράφος, θεατρικός κριτικός. Το κείμενο Το κείμενο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» στις 27 Φεβρουαρίου 2021
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου