ΕΝΑΣ ΧΑΜΟΓΕΛΑΣΤΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ…
Εκείνη την ημέρα, όλα είχαν πάει ανάποδα. Δεν είχα πάρει μπουφάν, δεν είχα κράνος, ο ήλιος ήταν κόντρα, και ο άλλος ερχόταν από το αντίθετο ρεύμα. Δεν πρόλαβα να αντιδράσω.
Όταν βρέθηκα στο νοσοκομείο, δεν καταλάβαινα τίποτα. Το μόνο που θυμάμαι ήταν το σκοτάδι. Και ύστερα, μια αίσθηση σαν να βυθίζομαι σε κάτι απέραντο.
Όταν άνοιξα τα μάτια μου, η πρώτη εικόνα που είδα ήταν η μάνα μου. Στεκόταν δίπλα μου, με τα μάτια κόκκινα από το κλάμα.
“Συγγνώμη,” ψέλλισα με δυσκολία.
Ένα δάκρυ κύλησε από το μάτι της.
“Δεν πειράζει, παιδί μου,” είπε, και η φωνή της έτρεμε. Ο πατέρας μου δίπλα της έγνεψε καταφατικά. “Αρκεί που είσαι εδώ.”
Οι μέρες που ακολούθησαν δεν ήταν εύκολες. Χρειάστηκε να μάθω τα πάντα από την αρχή. Να σηκώνομαι, να κινούμαι, να στηρίζομαι όχι στα πόδια μου, αλλά στη θέλησή μου. Δεν ήταν λίγες οι φορές που ήθελα να τα παρατήσω.
Όμως, κάθε φορά που έφτανα κοντά στην παραίτηση, θυμόμουν τα μάτια της μάνας μου εκείνη την πρώτη μέρα. Θυμόμουν τον πατέρα μου να μου σφίγγει το χέρι, σαν να μου έλεγε “θα τα καταφέρεις.”
Και τα κατάφερα.
Είχα πλέον συμφιλιωθεί με την εικόνα και την καθημερινότητά μου. Έμαθα να ζω ξανά, διαφορετικά, αλλά ολοκληρωμένα.
Όταν με φώναξαν να μιλήσω για την εμπειρία μου, στην αρχή ένιωσα άβολα. Δεν ήμουν σίγουρος αν ήθελα να ξαναγυρίσω πίσω σε εκείνες τις στιγμές.
Όμως, καθώς άρχισα να μιλάω, κατάλαβα κάτι σημαντικό:
Το πρόβλημά σου το ξεπερνάς όταν το αντιμετωπίζεις στα ίσια. Όταν το κοιτάς χωρίς φόβο και του λες “δεν θα με νικήσεις.”
Μια μέρα, καθώς έβγαινα από το κέντρο αποκατάστασης, ένας μικρός έτρεξε προς το μέρος μου. Έπεσε, χτύπησε το γόνατό του και άρχισε να κλαίει.
Έσκυψα—όσο μπορούσα—και του χαμογέλασα.
“Όταν πέφτεις, τι κάνεις;” τον ρώτησα.
“Σηκώνομαι,” μου απάντησε, σκουπίζοντας τα μάτια του.
“Ε, λοιπόν, κι εγώ το ίδιο έκανα.”
Με κοίταξε για λίγο σκεπτικός και μετά μου χαμογέλασε πλατιά, σαν να κατάλαβε κάτι που ούτε εγώ δεν είχα συνειδητοποιήσει πλήρως μέχρι εκείνη τη στιγμή.
Δεν είχα χάσει. Δεν ήμουν ένα τραγικό πρόσωπο μιας άδικης ιστορίας. Ήμουν κάποιος που είχε πέσει και είχε σηκωθεί. Και αυτό είχε σημασία.
Γιατί πάντα υπάρχει κάπου να στηριχθείς. Και το φως, όσο μικρό κι αν είναι, ποτέ δεν σβήνει πραγματικά.
Τα άτομα που ζουν μια παρόμοια εμπειρία δεν είναι κλεισμένα στα σπίτια τους. Ζουν δίπλα μας, ανάμεσά μας. Αγωνίζονται, ελπίζουν, χαμογελούν. Δεν χρειάζονται τον οίκτο μας, αλλά τη στήριξή μας. Μπορούμε να κάνουμε τη ζωή τους πιο εύκολη, όχι από λύπηση, αλλά γιατί έτσι πρέπει να είναι ο κόσμος μας.
Και αν προσέξεις γύρω σου, θα δεις πως συχνά, οι άνθρωποι με τις πιο δύσκολες διαδρομές είναι αυτοί που χαμογελούν περισσότερο.
ΤΖΩΡΤΖΙΝΑ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου