ΤΟ ΦΑΡΜΑΚΙ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
του Φώτη Κόντογλου*
Όσο έμορφο και θεϊκό πράγμα είνε η ευγνωμοσύνη, τόσο σιχαμερό και σατανικό πράγμα είνε η αχαριστία. Η αχαριστία πληγώνει την ψυχή μας πιο σκληρά από κάθε άλλη κακία. Οι Πέρσαι σωστά τη θεωρούσανε για το χειρότερο κακούργημα και τον αχάριστο τον τιμωρούσανε με θάνατο. Και μ’ όλα ταύτα φαίνεται πως οι περισσότεροι άνθρωποι είνε αχάριστοι και μάλιστα μισούνε τους ευεργέτες τους.
Στην πίκρα που μας ποτίζει η αχαριστία, βρίσκουμε παρηγοριά και υπομονή, φέρνοντας στη θύμισή μας το πικρό ποτήρι της αχαριστίας που ήπιε ο Χριστός και μαζί του ένα πλήθος άνθρωποι που ευεργετήσανε τους άλλους. Από την ιστορία όλοι ξέρουνε τον Σωκράτη που ήπιε το φαρμάκι, τον Αριστείδη τον Κολόμβο που τον ρίξανε στη φυλακή, αυτοί που τους χάρισε τον μισό κόσμο κι άλλους. Αλλά είνε και κάποιες ιστορίες της αχαριστίας που δεν τις ξέρουνε πολλοί σαν και τούτη που γράφω παρακάτω:
Ο βασιλιάς της Δανίας Χριστιανός ο Δ’ ήθελε να βρεθεί ένα πέρασμα ανάμεσα στη Γροιλανδία και στην Αμερική για να ταξιδεύουνε τα καράβια του στην Ινδία πιο γρήγορα χωρίς να κυκλοφέρνουνε στην Αφρική. Έστειλε λοιπόν δυο καράβια με καπετάνιο τον Τζών Μογκ, έναν άνθρωπο άφοβο. Το να καράβι είχε 48 ναύτες και τ’ άλλο 66. Έφυγε από τη Δανία στις 16 Μαΐου 1619. Στις 20 Ιουνίου έφτασε στον κάβο Farewell που είνε ένας βράχος σκεπασμένος από πάγους και χιόνια. Από κει έστριψε κατά τα Β.Δ. κατά το μπουγάζι του Ούδσον παλεύοντας με τους πάγους. Ο καιρός ήταν τόσο ακατάστατος που μια νύχτα παγώσανε τα πανιά και κοκκαλιάσανε και δε μπορέσανε να αρμενίσουν και την άλλη μέρα έκανε τέτοια ζέστη που οι ναύτες βγάλανε τα ρούχα τους κι απομείνανε με τα πουκάμισα.
Στις 17 Ιουλίου ο Μογκ έφθασε στο μπουγάζι του Ούδσον και το βάφτισε Μπουγάζι του Χριστιανού, στ’ όνομα του βασιλιά της Δανίας. Ξεμπαρκάρανε σε ένα νησί μα δεν βρήκανε ψυχή παρεκτός από κάτι πατημασιές. Την άλλη μέρα είδανε κάτι αγριανθρώπους που πήγανε κοντά τους και τους δώσανε σκοτωμένα πουλιά και ψάρια. Σ’ έναν απ΄αυτούς δώσανε ένα καθρεφτάκι και σαν κύτταξε μέσα τη φάτσα του τον έπιασε τέτοια χαρά που τόβαλε στα πόδια όσο πιο γρήγορα μπορούσε.
Στις 19 του ίδιου μηνός ο καπετάνιος πρόσταξε να ισάρουνε τα πανιά για να φύγουνε αλλά γυρίσανε πίσω μη μπορώντας να περάσουνε από τους πάγους. Ξανασαλπάρανε στις 22 Ιουλίου και βασανιστήκανε από τους πάγους τόσο που στις 28 Ιουλίου καταφύγανε ανάμεσα σε δυο ξερόνησα. Στη στεριά βρήκανε πατημασιές πλην στάθηκε αδύνατο να δούνε άνθρωπο. Στις 9 Αυγούστου κάνανε πανιά και την άλλη μέρα ήβρανε ένα νησί στο νοτινό μέρος του μπουγαζιού της Αμερικής και το βγάλανε Χιονόνησο. Στις 20 Αυγούστου μπήκανε στη θάλασσα του Ούδσον και τη βάφτισε ο καπετάνιος Mare Christianum. Στις αρχές Σεπτεμβρίου ο καπετάνιος Μογκ βρέθηκε τριγυρισμένος από τους πάγους κι αποφάσισε να ξεχειμωνιάσει κ’ έμπασε τα καράβια μέσα σ’ ένα μικρό ποτάμι. Εκεί κάνανε κάτι γερές καλύβες. Θελήσανε ν’ ανεβούνε το ποτάμι μα βρήκανε καταρράκτες. Τραβήξανε μέσα στη στεριά με τα πόδια και δεν βρήκανε άνθρωπο μοναχά έναν βράχο στημένον με μια ζωγραφιά που παρίστανε τον διάβολο με νύχια και με κέρατα. Παραπέρα βρήκανε ένα μέρος τριγυρισμένο με μικρές πέτρες. Από τη μια μεριά είχε ένα σωρό πλάκες κι αντίκρυ μια μεγάλη πλάκα βαλμένη από σε δύο άλλες σαν βωμό κι απάνω σ’ αυτή είδανε τρία κομμάτια κάρβουνο. Φαίνεται πως οι άγριοι κάνανε θυσίες σ’ αυτούς τους βωμούς. Βρήκανε κι άλλους βωμούς και πολλά κόκκαλα από ζώα καθώς και κομμάτια από αρκουδοτόμαρα, από λυκοτόμαρα, σκυλοτόμαρα κι απ’ το τομάρι του μοσχαριού της θάλασσας.
Αφού τελειώσανε τις καλύβες κόψανε πολλά ξύλα και σκοτώσανε πλήθος πουλιά. Ο καπετάνιος σκότωσε με το χέρι του μιαν αρκούδα άσπρη που τη φάγανε. Πιάσαν πολλούς λαγούς, πέρδικες, αλεπούδες. Στις 27 Νοεμβρίου είδανε να βγαίνουν τρεις ήλιοι και στις 24 Ιανουαρίου δύο. Στις 10 Δεκεμβρίου έγινε έκλειψις σελήνης κ’ ύστερα είδανε το φεγγάρι τριγυρισμένο από έναν κύκλο πολύ λαμπερόν και στη μέση του έναν σταυρό που χώριζε το φεγγάρι στα δύο. Αυτό σαν νάτανε το σημείο για τα φοβερά βάσανα που ήτανε να περάσουνε αυτοί οι δυστυχισμένοι θαλασσοπόροι.
Ο χειμώνας εμπήκε με τέτοιο τρομαχτικό κρύο που δεν ωφελούσε ούτε κρασί, ούτε ρούμι ούτε φωτιά. Όλα παγώσανε. Τα βαρέλια που είχανε μέσα τα ποτά σπούσανε από το κρύο κι έπρεπε να κομματιάζουνε το κρασί ή το ρούμι ή το νερό με το τσεκούρι κι ύστερα να το λυώσουνε στη φωτιά για να το πιούνε. Αν αφήνανε νερό μέσα σε κανέναν μπακιρένιο μαστραπά την άλλη μέρα τον βρίσκανε κομματιασμένον. Τα ούλα τους πρησθήκανε και τα δόντια τους κοντεύανε να πέσουνε και δεν μπορούσανε να φάνε τίποτα άλλο εξόν από γαλέττα βρεμμένη στο νερό. Τον Μάη πιαστήκανε χέρια – πόδια και πονούσε όλο το κορμί τους. Είχανε γίνει σαν φαντάσματα. Το σκορβούτο τους τυραννούσε. Πεθάνανε τόσοι πολλοί μαζεμένοι, που οι ζωντανοί που ήτανε σαν πεθαμένοι, δεν μπορούσανε να τους θάψουνε. Για να χειροτερέψει η δυστυχία τους, σώθηκε η γαλέττα και τρώγανε κάτι σμέουρα που βρίσκανε κάτω από το χιόνι.
Στις 12 Απριλίου έβρεξε και κατά τα μέσα Μαΐου φανερωθήκανε αμέτρητα πουλιά κάθε λογής, αγριόχηνες, αγριόπαπιες, κύκνοι, χελιδόνια, πέρδικες, κοράκοι, μπεκάτσες, αητοί, γεράκια. Με δεν είχανε κουράγιο να τα κυνηγήσουνε. Στις 4 Ιουνίου έπεσε βαρειά άρρωστος κι ό ίδιος ο καπετάν Μόγκ και δεν έφαγε τίποτα τέσσερις μέρες, περιμένοντας τον χάρο. Παράγγειλε αν πέθαινε, να τον θάψουνε και να στείλουνε το ημερολόγιό του στον βασιλιά. Ωστόσο ύστερα από τις τέσσερις μέρες, καλυτέρεψε λίγο και βγήκε από την καλύβα με πολύν κόπο, για να δει αν εζούσε ακόμα κανένας άλλος. Βρήκε ζωντανούς μονάχα δύο από 64 που είχε πάρει μαζί του. Αυτοί οι δυο, μόλις είδανε τον καπετάνιο τους να σέρνεται πήρανε μεγάλη χαρά και τον σηκώσανε και τον πήγανε σε μια μεγάλη φωτιά. Δίνανε παρηγοριά ο ένας στον άλλον. Σκάψανε εδώ κι εκεί και βρήκανε κάτι ρίζες που τους δυναμώσανε και σε λίγες μέρες γινήκανε καλά.
Οι πάγοι αρχίσανε και λιώνανε. Στις 18 Ιουνίου πιάσανε κάμποσα ψάρια. Σκοτώσανε και πολλά πουλιάκαι με την καλή τροφή δυναμώσανε κι αποφασίσανε να γυρίσουνε στη Δανία.
Στις 16 Ιουλίου μπήκανε στο πιο μικρό από τα δύο καράβια τους. Οι πάγοι ήταν ακόμη άλυωτοι και χάσανε τη βάρκα τους και το τιμόνι του καραβιού. Δέσανε το καράβι σ΄έναν πάγο και πιάσανε να κάνουνε ένα άλλο τιμόνι. Μα τα ρέματα πήρανε τον πάγο μαζί με το καράβι και με πολλά βάσανα γλυτώσανε αλλά το καράβι χάθηκε. Μετά από πολλά βάσανα και περιπέτειες, φθάσανε τέλος πάντων στη Δανία.
Ο καπετάν Μογκ, μόλις πάτησε στη στεριά, πήγε στην Κοπεγχάγη για να δώσει στο βασιλιά έκθεση για το ταξίδι που έκανε. Ο βασιλιάς τον είχε για χαμένο. Τον δέχθηκε με μεγάλη τιμή και άκουσε με προσοχή την ιστορία του ταξιδιού του. Ο καπετάν Μογκ, ύστερα από τόσα βάσανα, πήγε στο σπίτι του να ξεκουραστεί. Μα η κακή του τύχη είχε κι άλλα γραμμένα να περάσει ο γενναίος αυτός άνδρας. Ολοένα συλλογιότανε όσα είχε περάσει και επειδή νόμιζε πως γνώριζε από ποιες αιτίες δε μπόρεσε να εύρει το δρόμο για την Ινδία, αποφάσισε να ξαναδοκιμάσει άλλη μια φορά. Φανέρωσε το σχέδιό του σε κάποια επίσημα πρόσωπα που το παραδεχτήκανε και αρματώσανε δύο καράβια για τον καπετάν Μόγκ.
Ετοιμασθήκανε όλα για το ταξίδι κ’ ήτανε έτοιμοι να σηκωθούν στα πανιά όπου ο βασιλιάς έστειλε και φώναξε τον καπετάνιο. Σαν επήγε στο παλάτι, ο βασιλιάς του φέρθηκε άσχημα. Του μίλησε για το πρώτο ταξίδι του και πως εξ αιτίας του είχε χάσει δυο καράβια. Ο καπετάνιος του αποκρίθηκε λίγο απότομα κι ο βασιλιάς άρπαξε το μπαστούνι του κι από το θυμό του χτύπησε τον Μόγκ στην κοιλιά σαν νάθελε να τον τρυπήσει.
Ο καπετάνιος γύρισε στο σπίτι του φαρμακωμένος από την αχαριστία εκείνου που τον είχε υπηρετήσει με τόσην αφοσίωση. Έπεσε στο κρεββάτι και δεν θέλησε να βάλει στο στόμα του τίποτα. Πέθανε ύστερ’ από δέκα μέρες, από την πίκρα του κι από την πείνα, φαρμακωμένος από την αχαριστία.
……………………………….
* Ο Φώτης Κόντογλου, το πραγματικό του επώνυμο είναι Αποστολέλης [Κυδωνίες, (Αϊβαλί) Μικράς Ασίας, 8 Νοεμβρίου 1895 - Αθήνα, 13 Ιουλίου 1965] ήταν λογοτέχνης και ζωγράφος. Αναζήτησε την ελληνικότητά, δηλαδή την αυθεντική της έκφραση, μέσα από την επιστροφή στις ρίζες, στην ελληνική παράδοση, τόσο στο λογοτεχνικό όσο και στο ζωγραφικό του έργο. Θεωρείται ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της «Γενιάς του ’30». Το άρθρο του δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ το 1953.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου