Παρασκευή 23 Ιουλίου 2021

Οι αντρείοι θαλασσομάχοι

 Ο Κανάρης κι άλλοι θαλασσινοί αγωνιστές
του Φώτη Κόντογλου*

Του Κανάρη τα κατορθώματα τα εξυμνήσανε πολλοί, δικοί μας και ξένοι, καθώς και την παλληκαριά ολονών των θαλασσινών μας, με λόγια βροντερά και τεχνικά. Μα εγώ θα ιστορήσω σήμερα κάποια από τα πολλά που κάνανε οι αντρείοι εκείνοι θαλασσομάχοι και θα τα ιστορήσω με λόγια καραβίσια, και θαρρώ πως αυτά τους ταιριάζουνε πιο πολύ από τα ρητορικά εγκώμια, γιατί είναι απλά σαν και κείνους. 
Στις 4 Αυγούστου 1824 μέρα Δευτέρα κατά τις 4 το πρωί πήγανε κοντά στη Σάμο 42 τούρκικα καράβια και πιάσανε και ρίχνανε άλλα καταπάνω στον Άσπρον Κάβο, άλλα καταπάνω στο κάστρο κι άλλα καταπάνω στα Ελληνικά καράβια. Αυτά δεν κουνήσανε από τον τόπο τους, σα να μη λογαριάζανε τους Τούρκους. Επειδής ο αγέρας ήτανε γραιγολεβάντες (Α-ΒΑ) κάμποσα τούρκικα καράβια μαζί με δυο φρεγαδόνια Τριπολίτικα κόβανε βόλτες κατά το μέρος της Ανατολής. Τότε σηκωθήκανε στα πανιά πεντέξη από τα ελληνικά κι ο καπετάν Σαχτούρης έκανε σινιάλο να σηκωθούνε στα πανιά και τα πυρπολικά. Μα αργούσανε. Ο βατικιώτης ο Τσάπελης, ο Ραφαλιάς, ο Ρομπότζης κάνανε πολλήν ώρα ως να γαζιρευτούνε (να ετοιμασθούνε). 
Στο μεταξύ 16 Σπετσιώτικα και τα Υδραίϊκα καράβια πολεμούσανε με 22 τούρκικα χωρίς να φανεί κανένα πυρπολικό : «Χάρις τω Θεώ» γράφει το ημερολόγιο του Σαχτούρη «οπού ανεφάνη κατ’ αυτήν την ώρα ο Κανάριος από το επάνω μέρος του πορθμού. Πριν ακόμα να πλησιάσει, επήγεν ο Αντιναύαρχος (Ο Γιώργης Σαχτούρης) με την πάσσαρην και του είπεν αν θέλει να υπάγει κατά του εχθρού. Όχι μόνο αυτός αλλά και όλοι του οι άνθρωποι εφώναξαν ότι πηγαίνουν μετά χαράς. Ο Αντιναύαρχο εστάθη μέσα εις το πυρπολικόν του, το οποίον έως να ετοιμασθεί περιήλθεν ολίγον όπισθεν του Νησακίου. Ο Αντιναύαρχος μετέφερεν όλα τα ρούχα των πυρπολιστών και 3 μικρά παιδιά εις το πλοίον του και ούτω μετά ½ ώραν γενόμενος έτοιμος ο Κανάρης, εδιώρισεν ο Αντιναύαρχος τον καπετάν Λ. Παναγιώτα δια να τον συντροφεύσει». Ο Κανάρης όρμησε καταπάνω στα τούρκικα. Τα ελληνικά καράβια χτυπούσανε κι αυτός με το μικρό σκαφίδι του χύμιξε πίσω από τα πιο μεγάλα τούρκικα καράβια σέρνοντας το πυρπολικό, που έπιανε φόβος του Τούρκους σαν το βλέπανε και φεύγανε. Στο μεταξύ σηκωθήκανε κι άλλα Ελληνικά στα πανιά και γινήκανε όλα μαζί 17, μαζί μ’ ένα άλλο πυρπολικό σπετσιώτικο. Βαστούσανε μαζεμένη τη μαΐστρα και τον τρίγκο και πολεμούσανε σε τάξη πολέμου. Τα βόλια και τα μισδράλια πέφτανε βροχή από τα δύο μέρη, ρίχνανε κι από το κάστρο της Σάμου. Το ντελίνι του καμπουτάν Πασά μαζί με μια φεργάδα πήγανε γιαλό στον Άσπρον Κάβο και ρίχνανε καταπάνω στους Σαμιώτες. Ο πόλεμος βάσταξε ως τις 10 η ώρα και τότες αλαργάρανε τα τούρκικα καράβια, διωγμένα από την παλλικαριά των Ελλήνων καπεταναίων και του Κανάρη. 
Την άλλη μέρα οι Τούρκοι θελήσανε να μπούνε στο μπουγάζι και να βγάλουν τους Έλληνες από μέσα κι έπιασε ο πόλεμος. Ο Δημήτρης Τσάπελης με το πυρπολικό του τράβηξε καταπάνω σε μια μεγάλη φεργάδα και πήγε κοντά της σε μια πιστολιά τόπο. Αυτός ο γενναίος άνθρωπος βρέθηκε μέσα σε βροχή από μισδράλια, μπάλες και βόλια, πλην δεν τρόμαξε. Μα από κάποιο λάθος που κάνανε οι σύντροφοί του, βλέποντας πως το πυρπολικό θα έπεφτε στα χέρια των Τούρκων, του ‘βαλε φωτιά και κατέβηκε στη βάρκα με καμένο το πρόσωπο και τα χέρια. 
Μέσα στη φεργάδα εξόν από το τσούρμο, ήτανε μπαρκαρισμένοι ως 1000 στρατιώτες της στεριάς για να τους βγάλουνε στη Σάμο. Βλέποντας να καίγεται το πυρπολικό πέσανε πολλοί στη θάλασσα. Άλλοι πάλι γενίτσαροι στεκόντανε απάνω στο κάσαρο με τα σπαθιά στα χέρια κα φωνάζανε στους πυρπολητές. : «Γκέλ μπρε, γκέλ» ! 
Ελάτε βρε, ελάτε». Στρίψανε τη φεργάδα κατά το πέλαγο και πολεμούσανε να βγούνε από τον κάβο της Αγια Μαρίνας, σαν είδανε κι άλλο πυρπολικό να ξαμολιέται καταπάνω τους. Αυτό το πυρπολικό ήτανε του Κανάρη. Η φεργάδα πάσκιζε να καβατζάρει τον κάβο μα ο Κανάρης έκοψε το δρόμο της από σουφράνο. Βλέποντας η φεργάδα πως δε γλίτωνε, αποφάσισε να πάγει να πέσει όξω στη ακρογιαλιά της Ανατολής, ελπίζοντας να προστατευτεί από τον στρατό που στεκότανε εκεί πέρα. Το λοιπόν παράτησε τον σκοπό που είχε να καβατζάρει τον κάβο και τα ‘δωσε γεμάτα κατά την Ανατολή, βάζοντας πλώρη απάνω σ’ έναν γκρεμνό. Ο Κανάρης έπεσε από πίσω της και, πριν προφτάξει ο Τούρκος να πέσει έξω, αμόλησε το πυρπολικό που πήγε και κόλλησε στη μέση της φεργάδας. 
Η φωτιά φούντωσε μονομιάς κι αρπάξανε τα ξάρτια κι η κάμαρα. Οι Τούρκοι κατεβήκανε να τη σβήσουνε αλλά δεν προφτάξανε ν’ ανεβούνε, γιατί πήρανε φόκο τα ξάρτια, το μπούμι και τ’ άλμπουρα. Οι Τούρκοι πέσανε όλοι στη θάλασσα κι η φεργάδα απόμεινε ακυβέρνητη και πήγε κι έπεσε απάνω στον βράχο. Σε λίγο πήρανε φωτιά τα κανόνια και πιάσανε και βροντούσανε μοναχά τους. Τέλος έφταξε η φωτιά στον μπαρουτχανέ και χάλασε ο κόσμος από τον βρόντο. Πεταχτήκανε στον αγέρα κανόνια, κατάρτια, αντένες, μπάλες, ξύλα, αργάτες, τουφέκια, σπαθιά, βόδια, ανθρώποι. Τα πιο πολλά σίδερα και τα κομμάτια της φεργάδας πήγανε και πέσανε απάνω στο βουνό, που ήτανε ο τούρκικος στρατός και γίνηκε θρήνος. 
Γρύσπος Νικήτας-Ο Πυρπολητής
Ο Κανάρης ο ίδιος δεν έπαθε τίποτα. Αλλά σκοτωθήκανε δυο συντρόφοι του με βόλια που ρίξανε από τη στεριά. Τον έναν απ’ αυτά τα παλληκάρια τον λέγανε Γιώργη Τζαπερλή από τα Βουρλά, νιός απάνω στ’ άνθος, φημισμένος για την αφοβιά του. Τον άλλον τον λέγανε Γιάννη Μαυρογιάννη από τα Ψαρά. 
Μα ο Τούρκος δεν το ‘βαζε κάτω. Ο ίδιος ο καμπουτάν Πασάς πήγε κοντά στον Άσπρον Κάβο με το ντελίνι του και με τις δυο φεργάδες κι άδειασε τα κανόνια του καταπάνω στη στεριά της Σάμου. Πολέμησε να ζυγώσει στο κάστρο, μα τον χτυπήσανε από το κάστρο κι από τα σπετσιώτικα καράβια, που βαστούσανε στην αριστερή μεριά του στόλου. 
Ξεχωριστή παλληκαριά έδειξε η ναβέτα του Κολομπόταση με τον καπετάν Ανάργυρο, κι άλλοι δυο τρεις. Από τη άλλη μεριά που ήτανε οι Υδραίοι ξεχωρίσανε ο Μακρυμούρης, ο Παναγιώτας, ο Δημήτρης Σαχτούρης. Μα κι όλοι που σηκωθήκανε στα πανιά Υδραίοι και Σπετσιώτες, πολεμήσανε γερά. 
Στις 29 Αυγούστου, μέρα Παρασκευή, έγινε μεγάλος πόλεμος στα νερά της Κως.
Ivan  Aivazovsky(1817-1900) Το κάψιμο της
 τουρκικής ναυαρχίδας απο τον Κανάρη
Ο πυρπολητής Γιωργάκης Θεοχάρης κόλλησε σε μια μεγάλη φεργάδα τουνεζλίδικη με σαραντατέσσερα κανόνια κι έβαλε φωτιά, μα καιγότανε σιγά σιγά η πλώρη της και κάπνιζε, επειδής δεν βοηθούσε ο αγέρας. Τότες ο ναύαρχος Μιαούλης είπε στον Βατικιώτη να ρίξει το πυρπολικό του απάνω στην ίδια φεργάδα. Ο Βατικιώτης κατάφερε και το κόλλησε από σουφράνο κι ευθύς η φεργάδα λαμπάδιασε. Ύστερ’ από μισή ώρα πήρε φωτιά ο μπαρουτχανές κι έκανε έναν βρόντο απίστευτον επειδή είχε μέσα πολλά μπαρούτια. Ο καπνός ανέβηκε σ΄ ένα θεόρατο ύψος και στη κορφή άναψε και σκεδίασε μια φωτιά στρογγυλή σαν ένα στεφάνι, που λες μ΄ αυτό πως στεφάνωσε ο Θεός τον αγώνα της Ελλάδας για την πίστη και την ελευθερία. Η ώρα ήτανε ως εξήμιση.
………………………
* Ο Φώτης Κόντογλου, το πραγματικό του επώνυμο είναι Αποστολέλης [Κυδωνίες, (Αϊβαλί) Μικράς Ασίας, 8 Νοεμβρίου 1895 - Αθήνα, 13 Ιουλίου 1965] ήταν λογοτέχνης και  ζωγράφος.  Το κείμενό δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ στις 28 Οκτωβρίου 1951και περιλαμβάνεται στο βιβλίο του «Η Πονεμένη Ρωμιοσύνη» (εκδόσεις ΑΓΚΥΡΑ).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου