Τρίτη 7 Σεπτεμβρίου 2021

ΠΑΡΑΜΥΘΟ…ΛΟΓΕΙΑ (11/21)

Η ΜΙΚΡΗ ΕΛΠΙΔΑ

Μια φορά κι έναν καιρό σ’ ένα μικρό χωριό το οποίο ήταν απομονωμένο από τις μεγάλες πόλεις και τα διπλανά χωριά, ζούσαν λίγοι κάτοικοι οι οποίοι ήταν πολύ αγαπημένοι μεταξύ τους. Στο χωριό αυτό είχαν έθιμο να διοργανώνουν μια γιορτή το πρώτο Σάββατο του καλοκαιριού.
Έτσι όταν έφτασε εκείνο το Σάββατο μαζεύτηκαν όλοι στην μεγάλη πλατεία, στήνοντας τα τραπεζάκια με τα πολύχρωμα λουλούδια και τους ζεστούς μεζέδες και άρχισαν το χορό και το τραγούδι. Το ελαφρύ αεράκι, τα γέλια και η χαρούμενη ατμόσφαιρα βοήθησαν τον ντροπαλό νεαρό Θωμά  να ζητήσει από τη φίλη του Εύη να χορέψουνε. Η κοπέλα κοκκίνισε, έσκυψε το κεφάλι στο έδαφος και έμεινε ακίνητη. Η αγνή όμως μορφή του Θωμά την έπεισε να σηκωθεί και βρέθηκαν να χορεύουν μαζί για ολόκληρες ώρες μέχρι να τελειώσει η γιορτή.
Ο καιρός στο χωριό κυλούσε ήρεμα και ευχάριστα και τα δύο παιδιά περνούσαν όλο και περισσότερο χρόνο μαζί, ώσπου μετά από τέσσερα χρόνια ο Θωμάς είπε στην Εύη ότι θέλει να παντρευτούνε. Έτσι και έγινε. Ο γάμος τους έγινε γνωστός και σε πολλά διπλανά χωριά, καθώς όλοι μιλάγανε για την αγάπη και την αφοσίωση που είχε ο ένας για τον άλλον. Το πρώτο μωρό (αγοράκι) στην οικογένεια δεν άργησε να εμφανιστεί. Ο Θωμάς δούλευε από το πρωί μέχρι το βράδυ στα χωράφια για να μην τους λείψει τίποτα, καθώς γρήγορα ήλθαν  και τα επόμενα δίδυμα αγοράκια. Η Εύη σταμάτησε να ράβει υφάσματα, αφού πλέον δεν της έμενε καθόλου χρόνος, γιατί έπρεπε να φροντίζει τα παιδιά. Σιγά σιγά όμως μειωνόταν και η δουλειά στα χωράφια, καθώς υπήρχε ξηρασία εκείνη την περίοδο και η οικογένεια δυσκολευόταν  αρκετά. Τον επόμενο χρόνο η Εύη έφερε στον κόσμο κι άλλο ένα μωράκι.  Ήταν ένα κοριτσάκι, αδύνατο με χλωμό προσωπάκι, ξανθά μαλλάκια αλά με ένα λαμπερό χαμόγελο. Οι γονείς ενώ δυσκολευόντουσαν πολύ να τα βγάλουν πέρα, λάβανε μια μέρα έναν φάκελο που έλεγε πως ο πατέρας έπρεπε να πάει στον πόλεμο. Η μητέρα έκλαιγε απαρηγόρητη μην μπορώντας να πιστέψει ότι θα έμενε μόνη της με τέσσερα παιδιά.  Ο Θωμάς όμως βρήκε το κουράγια και της είπε:
«Εύη θα φύγω την επόμενη Κυριακή. Πριν φύγω όμως θα βαφτίσουμε την μικρή μας κορούλα. Θα την ονομάσουμε Ελπίδα, για να θυμόμαστε ότι όλα θα πάνε καλά, ένα έχουμε πίστη μέσα μας».
Η επόμενη Κυριακή έφτασε πολύ γρήγορα με ανάμικτα συναισθήματα. Η βάπτιση έγινε με πολλά τραγούδια και με συγκίνηση! Ξημερώματα της Δευτέρας ο Θωμάς αποχαιρετώντας τα παιδιά και την γυναίκα του ξεκίνησε για τον πόλεμο. Η Εύη μένοντας μόνη πλέον με τέσσερα παιδιά δούλευε στα χωράφια κάνοντας ό,τι καλύτερο μπορούσε, για να φέρει φαγητό στο σπίτι. Η μικρή Ελπίδα ήταν ένα χαρούμενο κοριτσάκι το οποίο το αγαπούσαν όλοι στο χωριό, αλλά ιδιαίτερα μία νεαρή δασκάλα, η Άντα που πέρναγε αρκετό χρόνο μαζί του. Τα χρόνια περνούσαν ώσπου μια μέρα ο ταχυδρόμος έφερε έναν φάκελο και τον παρέδωσε στην Εύη. Ο πατέρας των παιδιών είχε πεθάνει στον πόλεμο. Σιγή. Η μητέρα δεν μπορούσε να το πιστέψει. Άρχισε να κλαίει ώσπου την πήρε ο ύπνος.
Την επόμενη ημέρα  χτύπησε η πόρτα του φτωχικού σπιτιού τους. Ήταν η νεαρή δασκάλα, κρατώντας κι εκείνη έναν φάκελο. Μου στείλανε μετάθεση και πρέπει να διδάσκω πλέον  σε άλλο σχολείο, στην πόλη. Θέλω πολύ να σας βοηθήσω, της είπε και άκουσε προσεκτικά τι σου προτείνω:
«Την μικρή Ελπίδα την αγαπώ πολύ! Είναι έξυπνη και χαρισματική! Θα ήθελα λοιπόν με την έγκρισή σου, να την πάρω μαζί μου στην πόλη. Να πάει εκεί σχολείο, να μάθει γράμματα. Θα την ταΐζω, θα την ντύνω, δεν θα λείψει τίποτα».
«Τι λες; Φαντάζομαι δεν μιλάς σοβαρά», απάντησε η μητέρα.
«Σε παρακαλώ, σκέψου το. Το ξέρω ότι είναι πολύ δύσκολη απόφαση, αλλά πραγματικά θα ζήσει μια ζωή που εδώ δεν θα μπορέσει να έχει. Εσύ εδώ θα έχεις άλλα τρία παιδιά να φροντίζεις. Η δουλειά στα χωράφια έχει μειωθεί πολύ. Μακάρι να είχα την δυνατότητα να έκανα κάτι για όλους σας, αλλά δεν μπορώ».
Δεν δίνω κανένα παιδί μου και σε παρακαλώ φύγε αμέσως από το σπίτι μου», είπε η μητέρα.
Η μικρή Ελπίδα είχε ακούσει κρυφά όλη την συζήτηση και μην μπορώντας να κοιμηθεί πήγε στο κρεβάτι της μητέρας της. Την αγκάλιασε κλαίγοντας της είπε ότι θέλει να βοηθήσει την οικογένειά της κι όταν μαθαίνοντας γράμματα θα έπιανε μια δουλειά και θα έστελνε λεφτά στην μητέρα και τα αδέλφια της.
Έτσι κι έγινε. Το κοριτσάκι παίρνοντας τις δύο μοναδικές αλλαξιές ρούχων αποχαιρετώντας την οικογένειά της, έφυγε με την νεαρή δασκάλα για την πόλη. Πολύ γρήγορα έγινε η πρώτη μαθήτρια στην τάξη και όλοι την θαύμαζαν. Γράφανε μαζί με την Άντα γράμματα στην οικογένειά της στέλνοντας πάντα χρήματα. Η μητέρα αν και της έλειπε απίστευτα, καταλάβαινε ότι αυτό που συνέβη ήταν μια μοναδική ευκαιρία για την μικρή της Ελπίδα και πάντα ευχαριστούσε τη νεαρή δασκάλα. 
Με το πέρασμα των χρόνων η Άντα έπρεπε να μετακομίσει στην Αθήνα, καθώς η Ελπίδα Θα σπούδαζε στο πανεπιστήμιο εκεί. Η νεαρή δασκάλα όμως είχε συγκεντρώσει αρκετά χρήματα και επειδή ήταν ευγνώμων για την εμπιστοσύνη που της έδειξε η μητέρα, της πρότεινε να πάει να μείνει πλέον μαζί τους κι εκείνη και τα τρία αγόρια της. Η μητέρα Εύη δεν μπορούσε να κρύψει τον ενθουσιασμό της. Θα ζούσε πλέον μαζί με όλα της τα παιδιά! Έφερνε πάντα στο μυαλό της τα λόγια του αγαπημένου της άντρα για την μικρή τους κορούλα που έλεγε να την ονομάσουν Ελπίδα, για να θυμούνται ότι όλα θα πάνε καλά, ένα έχουν πίστη μέσα τους!
Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα!

ΝΟΡΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ

 ΣΣ. Το κείμενο αυτό αποτελεί εργασία της μαθήτριας στο πλαίσιο του μαθήματος της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Α' τάξης, της καθηγήτριας Γεωργίας Αλειφέρη.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου