Σάββατο 18 Σεπτεμβρίου 2021

Η μονότονη έρημος της Ομοιομορφίας

ΤΥΠΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΖΩΗ 
του Φώτη Κόντογλου

Αυτά τα γράφει ένας άνθρωπος, που δεν μπορεί και δεν θέλει να γίνει τυποποιημένος, δηλαδή ένας άνθρωπος ξένος με τη σημερινή ζωή και τους πόθους της. Γιατί η τυποποίηση είναι το «νέον ιδεώδες» της εποχής μας. Και είναι πολύ παράξενο, ότι αυτός ο άνθρωπος δεν είναι κανένας βρουκόλακας, που περπατά μοναχός του μακριά από ό,τι παραδέχουνται όλοι για ζωντανό, αλλά πολύ ζωντανός, όπως λένε μάλιστα οι ίδιοι που πιστεύουνε, πως όποιος δεν είναι συγχρονισμένος είναι σίγουρα πεθαμένος. 
Αυτοί λοιπόν οι λεγόμενοι ζωντανοί, έχουνε για ιδεώδες την τυποποίηση που είπαμε. Που για μένα αυτή η τυποποίηση που «προάγει και εξελίσσει» τη ζωή είναι ίσα ίσα η νέκρωση κάθε παλμού που έχει η ζωή. Όλα πια πρέπει να μπαίνουνε σε ρετσέτες, σε κουτιά. Τι μεγαλειώδης λεωφόρος που ανοίγεται στην ανθρωπότητα. Χαίρε άνθρωπε, χαίρε κι εσύ Έλληνα τυποκήρυκα και τυποποιημένε! Τα όνειρά σου δε χωράνε πια στο σύμπαν, όπως δε χωρούσε ο Μεγ’ Αλέξαντρος στη Μακεδονία. Εμείς οι λιγοστοί που δεν έχουνε τη δική σου δύναμη, για να πιστέψουμε στις φοβερές παγκοσμιότητες που κηρύττεις, καθόμαστε ζαρωμένοι, ζαλισμένοι, από τον ίλιγγο της προόδου σου. Κοντεύεις να ξεπεράσεις τον Υπεράνθρωπο, εκείνη την μεγαλοπρεπέστατη αρλουμπολογία του μεγαλοφυούς καθηγητή, που φοβότανε μη δε φορά καλά το κολάρο του και τη ρεντιγκότα του, μα που έκανε τον λέοντα μέσα από τα βιβλία του και φώναζε «Γίνετε σκληροί». 
Ο Υπεράνθρωπος βγήκε από ένα τρελό κεφάλι, η τυποποίηση βγήκε από τα τρελά κεφάλια και από τη αισθηματολογία που υπάρχει μπόλικη πάντα μέσα στη βλακεία. Όλη η ζωή να βρίσκεται κλεισμένη μέσα σε ένα κουτί. Σ΄ ένα κουτί μέσα βρίσκεται η ομιλία, η λογοτεχνία, η ρητορική, τα αστεία (παγόβουνα), οι ξένες γλώσσες κλπ. Σ’ ένα άλλο κουτί βρίσκεται η μουσική. Σ΄ ένα άλλο η ζωγραφική. Ο κάθε ζωγράφος αγοράζει μουσαμά έτοιμον, ευρωπαϊκόν, χρώματα έτοιμα μέσα σε σωλήνες, σα μουστάρδες. Παίρνει και το θέμα της ζωγραφιάς από κάποιο περιοδικό ευρωπαϊκό κι έτσι όλα τα παίρνει έτοιμα. Τώρα χρειάζεται μοναχά, για να τυποποιηθεί όλως διόλου η τέχνη, να βρεθεί κι ένα μηχάνημα να κάνει τη ζωγραφική κι ο ζωγράφος να βάζει μόνο την υπογραφή του. Ό,τι κατέβει στο κεφάλι σου κάνε το γιατί όλα τα μυαλά δουλεύουνε με τον ίδιο μηχανικό ρυθμό. 
Η λογοτεχνία το ίδιο. Σ΄ όλον τον κόσμο γράφουνε κάποια πράγματα που μοιάζουνε μεταξύ τους, όλα πάνω στον ίδιο καμβά. «Κάτω τα σύνορα των φυλών» μου έλεγε ένας μεγαλοφάνταστος τυποκήρυκας. Ένας άλλος κουτομόγιας μου ‘λεγε μια μέρα πως πρέπει να γίνει μια γλώσσα για όλον τον κόσμο, ένα Εσπεράντο. Να συμφωνήσουνε όλοι οι άνθρωποι να λένε π.χ. «Μπου θα πει ουρανός, Κα θα πει βουνό» και ούτω καθεξής. Πόσο εύκολα είναι όλα για έναν άνθρωπο που δεν έχει μέσα του τίποτα άλλο παρά αυθαιρεσία και ανοησία! 
Με το δρόμο που πήραμε θα λείψει από τη Ελλάδα κάθε αληθινός παλμός της ζωής. 
Το θέατρο κι η σκηνοθεσία γινήκανε μοντέλο για τη ζωή, δηλαδή η ζωή θέλει να μοιάσει με τη ψεύτικη παράσταση της ζωής. Γι αυτό όλα μας σιγά σιγά γίνουνται τυποποιημένα, κουρντισμένα, το περπάτημά μας, η κουβέντα μας, οι ιδέες μας, οι συναναστροφές μας , η χαρά μας, η λύπη μας. Χάνεται πια κάθε πρωτοτυπία, που έχει ο δροσερός και απροσπάθητος ρυθμός της ζωής. Όλα είναι ορισμένα από πριν. Από πριν ξέρεις τι θα ακούσεις από κάθε στόμα, τι θα δεις στα μάτια του κάθε ανθρώπου και στα κινήματά του. Φαντάσου το παιδί, που ακούει στη πλατεία του χωριού του τα τυποποιημένα αυτά και ανούσια τραγούδια τι ανακάτωμα θα έχει μέσα στη ψυχή του, μεθαύριο σα μεγαλώσει. Ακούει κάποια τραγούδια με ξενική μουσική κι ακατανόητα λόγια και
κοιτάζει το γέρο πλάτανο κι αγναντεύει τα βουνά, που θαρρείς πως περπατά ακόμη απάνω τους ο Κατσαντώνης κι ο Ανδρούτσος. Ποιος να πάρει το θάρρος να πει, πως αυτές οι φωνές που βγάζει εκείνη η τυποποιημένη μηχανή είναι ψευτιά, όπως θα ‘τανε «Του Κίτσου η μάνα» τραγουδισμένη στα δάση του Καναδά;
Απάνω στη δροσερή πρασινάδα της αγνής ελληνικής ζωής αρχίζει να απλώνεται σιγά σιγά η μονότονη έρημος της Ομοιομορφίας. Δε φτιάνουνε πια τραγούδια λογής λογής όσοι ζούνε στα βουνά, στους κάμπους, στα νησιά, κατά το μέρος που κατοικούνε. Τραγούδια που σε κάνουνε να νιώθεις τον αγέρα που φυσά, το πέλαγο που μυρίζει αρμύρα, τα πουλιά που πετάνε, τις μπρατσέρες που αρμενίζουνε ανάμεσα στα ήμερα νησιά μας. Η «Παγά η λαλέουσα» στερεύει, το «λάλον ύδωρ» σβήνει σιγά σιγά. Το ίδιο γίνεται με όλα, με τα φερσίματα, με τα λόγια, με τις ιστορίες που θρέφεται ο λαός. Τα παιδιά και τις μανάδες τις «διδάσκει» μια γκουβερνάντα. Όλα τα Ελληνόπουλα θα γίνουν φωνόγραφα, κουρντισμένα με κάποιο ελατήριο που έρχεται από το εξωτερικό «Τα-τα-τα, τα-τα-τα». 
Το τι θ’ ακούσω γι αυτά που γράφω από ένα σωρό υμνητάς της τυποποιημένης ελληνικής ζωής το ξέρω. Θα με πούνε σκουριασμένη άγκουρα, φουνταρισμένη και γαντζωμένη απάνου στη ξέρα της παράδοσης και ποιος ξέρει και τι άλλο. 
Μ’ όλα που είπα, η τυποποίηση στην Ελλάδα είναι ακόμα στη αρχή. Υπάρχει κάμποση ατυποποίητη ζωή και μ’ αυτή παρηγοριόμαστε λίγο εμείς οι «καθυστερημένοι» και οι «ασυγχρόνιστοι». Μα σαν συλλογισθώ τι θα γίνει ύστερα από τριάντα, σαράντα χρόνια λέγω : «Πάλι καλά μπροστά σε άλλες χώρες. Βαστά ακόμα η ευλογημένη φύτρα». Θυμάμαι τούτη την Ανατολίτικη ιστορία. :
Μα φορά ήτανε ένας σουλτάνος αιμοβόρος και τον καταριότανε όλος ο κόσμος. Τη νύχτα γινότανε «τεπτίλι», δηλ. έβαζε ξένα ρούχα και γύριζε μέσα στα σοκάκια και στα μαγαζιά για να δει τι έλεγε ο κόσμος γι αυτόν. Από παντού άκουγε κατάρες και βλαστήμιες. Μα δεν απελπιζότανε. Δυο τρία χρόνια έβγαινε στη βόλτα, μα δεν άκουσε μηδέ έναν άνθρωπο να πει καλόν λόγο για το σουλτάνο. Απάνω στα τρία χρόνια εκεί που περπατούσε ένα βράδυ σ’ έναν δρόμο μια γριά, πολύ γριά, τον γνώρισε κι είπε : «Πολυχρονεμένε μου σουλτάνε μέρες να κόβει ο Αλλάχ από εμένα, χρόνια να σου τις δίνει». 
Ο σουλτάνος παραξενεύτηκε που βρέθηκε άνθρωπος να τον ευχηθεί και ρώτησε τη γριά τι καλό είχε δει απ’ αυτόν και τον ευχιότανε. Κι η γριά του είπε : «Εγώ θα σου πω την αλήθεια και δε με μέλλει αν με σκοτώσεις γιατί είμαι γριά. Εγώ έφταξα τρεις σουλτάνους, τον παππού σου, τον πατέρα σου κι εσένα». «Λοιπόν» της λέγει ο σουλτάνος «τι άνθρωπος ήτανε ο παππούς μου»; «Ο παππούς σου» λέγει η γριά «ήτανε κακός άνθρωπος, παλούκωνε, έσφαζε». «Κι ο πατέρας μου»; «Ο πατέρας σου ήτανε χειρότερος από τον παππού σου» λέγει η γριά. «Κι εγώ»; τη ρωτά ο σουλτάνος. 
«Εσύ είσαι πιο παλιάνθρωπος από τον πατέρα σου». «Και τότε γιατί με πολυχρονίζεις»; τη ρωτά πάλι ο σουλτάνος. «Σε πολυχρονίζω επειδή ο πατέρας σου ήτανε χειρότερος από τον παππού σου κι εσύ χειρότερος από τον πατέρα σου. Γι αυτό παρακαλώ το Θεό να σε πολυχρονίζει, γιατί αυτός που θα ’ρθει ύστερα από σένα θα είναι ακόμη χειρότερος».
………………………..
* Ο Φώτης Κόντογλου, το πραγματικό του επώνυμο είναι Αποστολέλης [Κυδωνίες, (Αϊβαλί) Μικράς Ασίας, 8 Νοεμβρίου 1895 - Αθήνα, 13 Ιουλίου 1965] ήταν λογοτέχνης και  ζωγράφος.  Αναζήτησε  την ελληνικότητά,  δηλαδή την αυθεντική της έκφραση, μέσα από την επιστροφή στις ρίζες, στην ελληνική παράδοση, τόσο στο λογοτεχνικό όσο και στο ζωγραφικό του έργο. Θεωρείται ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της «Γενιάς του ’30». Το άρθρο του δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, στις 3 Φεβρουαρίου 1952. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου