Παρασκευή 3 Σεπτεμβρίου 2021

Το αίνιγμα Μίκης Θεοδωράκης

 Tον αντιμετωπίζεις ως ένα κομμάτι της ελληνικής Ιστορίας
του Βασίλη Καλαμαρά*

Ο Μίκης Θεοδωράκης ακουμπάει το μελάνι πάνω στις λευκές σελίδες, για να γράψει την αυτοβιογραφία του, σε ηλικία 65 ετών. Στο πρώτο μέρος, «Παιδικά χρόνια», μας διαβεβαιώνει: «Θα περιοριστώ, αποφάσισα, μόνο στα τραγούδια και σε όσα συμφωνικά βασίζονται σε ποιητικά κείμενα. Έτσι, στο βιβλίο αυτό ο αναγνώστης δεν πρόκειται να μάθει πολλά πράγματα για την υπόλοιπη πλευρά τής ζωής μου». Όπως εύστοχα παρατηρεί ο προλογίσας το δίτομο Σταύρος Ζουμπουλάκης -έχει προηγηθεί η πεντάτομη έκδοση του Κέδρου, 1986 - 1995-, «βλέπουμε ότι η αρχική πρόθεση δεν επιβεβαιώνεται στις σελίδες της, με την έννοια ότι η αναφορά στην "εξωμουσική δράση" όχι μόνο δεν είναι "ξώφαλτση", αλλά, αντίθετα, κυριαρχεί».
Οπωσδήποτε και δεν θα μπορούσαν να έχουν τα πράγματα αλλιώς, από τη στιγμή που ο Μίκης Θεοδωράκης και τα τραγούδια του ταυτίστηκαν με τη δύσκολη και ανώμαλη δεκαετία του '60, στην οποία περίσσευε η πολιτική και η τέχνη έδειχνε, σαν φανέρωμα μιας ψυχής, η οποία προσπαθούσε να εκφραστεί, το μήνυμά της, σαν λύτρωση. Ο μαρξισμός, ο χριστιανισμός και ο πατριωτισμός συνυπάρχουν ιδιότυπα στον πολιτικό του βίο και στη μουσική του έκφραση, δημιουργώντας ένα θεοδωράκειο αμάλγαμα μοναδικό - συμφωνείς ή διαφωνείς μαζί του, δεν έχει και τόση σημασία.
Στον τίτλο της αυτοβιογραφίας ο Αρχάγγελος είναι ο γνωστός της θαυματουργής εικόνας, που τον θεράπευσε, όταν ήταν μικρός και τον ακολούθησε ως προσευχή σ' όλα τα υπόλοιπα χρόνια της δημιουργικής ζωής του. «Ολο και κάποιος Αρχάγγελος (σ.σ. το κεφαλαίο άλφα είναι δικό του) μας οδηγεί με τις αόρατες φτερούγες του», παραδέχεται ο ίδιος. Τι είναι όμως ο Αρχάγγελος; Την απάντηση, καθόλου επινοημένη, αλλά βγαλμένη από την κρίση, όταν καθηλώνεται από τη διαίσθηση, τη δίνει ο Σταύρος Ζουμπουλάκης: «Είναι άρα κάτι σαν το σωκρατικό δαιμόνιο, μια μυστική και ακαθόριστη δύναμη που, μέσα από απρόβλεπτους δρόμους, μεταμορφώνει τη ζωή ενός ανθρώπου σε πεπρωμένο».
Ενας σύγχρονος Σωκράτης, λοιπόν, ο Μίκης Θεοδωράκης, με περίσσευμα πολιτικής συνειδητότητας, το οποίο δεν απευθύνεται μόνο στους νέους της αρχαίας αθηναϊκής Αγοράς, αλλά στους απανταχού Ελληνες, με απαντήσεις στα διλήμματα «Καραμανλής ή τανκς». Ο συνθέτης, ο οποίος κατάφερε να κάνει το όνομα το δικό του, και της χώρας του, γνωστό εκτός των πολλές φορές ασφυκτικών ελλαδικών συνόρων, δεν κρίνεται μ
ε κοινόχρηστα κριτήρια. Η μοναδικότητά του έχει την απαρχή της στη μεγάλης εκτάσεως πρόσληψη του έργου του, και αυτή είναι μια καλή πηγή, για να αντλεί τη ζέση εκείνη και το θαρσείν λέγον, που σε καθιστά μοναδικό ή, αν προτιμάτε, διαφορετικό ανάμεσα στους πολλούς.
Το δίκαιο της εργατικής τάξης το ανακαλύπτει στον παλαιό και πάντα νέο μαρξισμό, που «εκπληρώνει από άλλους δρόμους την ανάγκη της Αρμονίας με τον εαυτό μου και της συμφιλίωσής μου με τη ζωή και τους ανθρώπους», υποστηρίζει. Ένα κρατούμενο ο μαρξισμός. Δεύτερο κρατούμενο: ο Χριστιανισμός. «Κάποτε συνειδητοποίησα ότι το αγαπάτε αλλήλους, δηλαδή η Αγάπη, είναι η συνεκτική πεμπτουσία της Αρμονίας, γεγονός που με έφερε πιο κοντά στον Χριστιανισμό», καταθέτει.
Μαρξισμός και Χριστιανισμός, μια θεωρία και μία θρησκεία, από τις οποίες δεν απουσιάζει ο μεσσιανισμός, θα είναι τα όπλα του, γιατί η ενεργός δράση θέλει το όραμα, το οποιοδήποτε, να γίνεται πράξη. Από νεαρότατος θα ενταχθεί στην Αριστερά, ως αγωνιστής και ως μάρτυρας, με μοναδική εξαίρεση την τετραετή διακυβέρνηση της Ελλάδας από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Αρχικά υπουργός άνευ Χαρτοφυλακίου και ακολούθως Επικρατείας. Εντούτοις, όπως διαπιστώνουμε από την «Αυτοβιογραφία» του, δεν θα πάψει ποτέ να έχει ως προνομιακό συνομιλητή του τον Στάλιν και ό,τι αυτός εξέφραζε ως γενικός γραμματέας τού πάλαι ποτέ ΚΚΣΕ - στη νέα έκδοση καλύπτει περί τις 180 σελίδες.
Το 1958 είναι η χρονιά του «Επιτάφιου». Είναι η αρχή του μεγάλου θεοδωράκειου λαϊκού έργου, που συναντά χρονικά το όριο της «Ρωμιοσύνης» του 1966. Οι Ελληνες ποιητές δεν αισθάνονται άβολα που περνούν από τα καταφύγιά τους στις μεγάλες μάζες και ταυτίζονται μαζί τους. Η ποίηση σηκώνει το ανάστημά της, δεν είναι πλέον μια περιθωριακή υπόθεση περιθωριακών ή περιθωροποιημένων δημιουργών. Είναι η δική τους φωνή και η φωνή του λαού τους, προτού επιστρέψει ξανά στο γνώριμο περιβάλλον της, που είναι η ενδοστρέφεια της εποχής τους και όλων των εποχών. 
Το συμφωνικό έργο και το οπερατικό τού Μίκη Θεοδωράκη είναι η ελληνική απάντηση στον δυτικό μουσικό κανόνα. Είναι η μετα-ρομαντική χροιά του ήχου, μπολιασμένη με τα λαϊκά λίντερ περασμένα από τη δυτική συμφωνική ορχήστρα. Είναι η πρόταση προς ανακάλυψη ενός συνθέτη που δεν ολισθαίνει, χάριν του τόπου, σ' έναν μουσικό τοπικισμό. Είναι το διεθνικό και διεθνιστικό τράνταγμα στα κλειστά σύνορα του επαρχιωτισμού μας. Κι εδώ ακούστηκαν αντιρρήσεις, γιατί η δεκαετία του '60 είχε μονότροπα κλείσει τα ματιά και τ' αυτιά.
Ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν και θα παραμείνει ένα αίνιγμα, πάντα προς λύση. Κι ένα φαινόμενο, που δεν μπορείς να το παρακάμψεις. Δεν τον αγνοείς, όμως, δεν τον ακυρώνεις, δεν τον ξεγράφεις. Τον πιάνεις από την αρχή, τον μελετάς και τον αντιμετωπίζεις ως ένα κομμάτι της ελληνικής Ιστορίας.
…………………………………………….
*O Βασίλης Κ. Καλαμαράς είναι δημοσιογράφος βιβλιοκριτικός, από τους καλύτερους. Το κείμενό του δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, στις 25 Ιουνίου 2010 και αναφέρεται στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του Μίκη Θεοδωράκη, «Οι δρόμοι του Αρχάγγελου» (Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2010).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου