Παρασκευή 17 Δεκεμβρίου 2021

Η Άμυνα της Λευκάδας

To γενικό προανάκρουσμα του μεγάλου Αγώνα της Παλιγγενεσίας και ο ρόλος του Καποδίστρια
Του Γεωργίου Σκλαβούνου*

Με τον όρο Άμυνα της Λευκάδας ορίζεται η αμυντική και οχυρωματική οργάνωση του νησιού της Λευκάδας, στα 1807, από τον Ιωάννη Καποδίστρια και η νικηφόρα απόκρουση της επίθεσης των δυνάμεων του Αλή Πασά, στηριζόμενων από γαλλικές δυνάμεις. Ο Ιωάννης Καποδίστριας απεστάλη στη Λευκάδα ως έκτακτος επίτροπος με απόλυτη πληρεξουσιότητα από την Επτανησιακή Γερουσία και τη σύμφωνη γνώμη του Ρώσου επιτετραμμένου στο Ιόνιο, Μοτσενίγου.
Η αποστολή του Ιωάννη Καποδίστρια καθίσταται αναγκαία μετά την αδυναμία συνεργασίας μεταξύ του Ρώσου στρατηγού Στάντερ και του τοπικού κυβερνήτη της Ιονίου Πολιτείας Στυλιανού Βλασσόπουλου, γεγονός που είχε παραλύσει τη διοίκηση και τον συντονισμό ρωσικών και ιονίων δυνάμεων.
Η μέχρι και σήμερα ιστορική θεώρηση της άμυνας της Λευκάδας την παρουσιάζει ως μια μεμονωμένη, τριτεύουσας σημασίας, πτυχή της Επτανησιακής Ιστορίας. Γι’ αυτόν το λόγο η επίσημη ιστοριογραφία δεν της αφιερώνει ένα κεφάλαιο. Ακόμα και στη βραβευμένη με το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών, «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», αναφέρονται μόνον δύο προτάσεις για την ευρύτερη σημασία της Άμυνας της Λευκάδας. Οι προτάσεις αυτές είναι οι ακόλουθες: «Το ζήτημα της Άμυνας της Λευκάδας πήρε διαστάσεις πανελλήνιες. Οι δυνάμεις του Έθνους ενωμένες συνεργάζονται για την αντιμετώπιση του κοινού εχθρού». Μια τέτοια προσέγγιση δεν μας αποκαλύπτει πώς προέκυψε αυτή η πανελληνίων διαστάσεων συνεργασία, τι προηγήθηκε και την κατέστησε δυνατή. Δεν αποκαλύπτει ούτε τους καρπούς αυτής της ιστορικής συνάντησης και συνεργασίας. Δεν τίθεται καν το ερώτημα αν υπήρξε συνέχεια, αν υπήρξαν επιπτώσεις αυτής της εμπειρίας συνεργασίας των αρματολών. Αν υπήρξε συνέχεια της συνεργασίας τόσο μεταξύ των αρματολών όσο και μεταξύ αρματολών και Ιωάννη Καποδίστρια.
 Αξιομνημόνευτη και τιμητική εξαίρεση σ’ αυτή την «παράδοση» αποτελούν ο Έλληνας της διασποράς, ιστορικός, Νίκολας Τσαρλς Πάπας[1]. Ο Ν. Πάπας υποστηρίζει και αποδεικνύει ότι η αποκτηθείσα στρατιωτική πείρα, σε πλαίσιο και απαιτήσεις τακτικού (ιονικού και του ρωσικού) στρατού στα Ιόνια. η δράση των καπεταναίων στα Ιόνια Νησιά την περίοδο 1803-1807, η επαφή, η γνωριμία, η συνεργασία και ο συντονισμός, άγνωστων μεταξύ τους και διάσπαρτων αρματολών και κλεφτών, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στον απελευθερωτικό αγώνα του 1821.
Ο Καποδίστριας ήταν σε θέση να αξιοποιήσει την τραγική πτώση του Σουλίου στα 1803, ως χρυσή ευκαιρία για τη δημιουργία αξιόμαχου εθνικού στρατού, για την ένταξη των Σουλιωτών στο ιονικό στρατό, αλλά και στις ρώσικες δυνάμεις υπεράσπισης του κράτους των Ιονίων. Ο Ιωάννης Καποδίστριας ήταν σε θέση να αξιοποιήσει εθνικά τον άγριο διωγμό των αρματολών της Πελοποννήσου και της Στερεάς, όπως και τον τραγικό αφορισμό τους από τον Πατριάρχη, στα 1805, αγκαλιάζοντας τις ανυπόταχτες μάχιμες δυνάμεις του Έθνους. Μορφές όπως αυτές του Φώτη Τζαβέλα και Θεόδωρου Κολοκοτρώνη θα βρουν εθνικό καταφύγιο και εθνικό ορμητήριο στα Επτάνησα. Υπό αυτό το πρίσμα φωτιζόμενη, η άμυνα της Λευκάδας αποκτάει άλλες διαστάσεις. Αν επίσης τη συνδυάσουμε με:
O Καποδίστριας κρατάει τον Κατσαντώνη,
που σέρνει πρώτος τον χορό.
Σκίτσο του Θ. Μπακογιώργη (1963)
α) Τη σύναξη των αρματολών, υπό τον Καποδίστρια, στην Κέρκυρα στα 1806, σύναξη προετοιμασίας της άμυνας της Λευκάδας.
β) Τις δύο καθοριστικής σημασίας συναντήσεις του Καποδίστρια με αρματολούς που ακολούθησαν την άμυνα και τον όρκο της Λευκάδας.
γ) Τη συνάντηση στην Πετρούπολη, στη Ρωσία το 1816. Η συνάντηση αυτή καταγράφεται μεν, από την ιστοριογραφία, αλλά δεν έχει μέχρι σήμερα αξιολογηθεί. Δεν έχει επισημανθεί ο καθοριστικός ρόλος αυτής της συνάντησης για την όλη εξέλιξη της Φιλικής εταιρείας και του ’21. Μια προσεκτική ανάγνωση των πέντε διάσπαρτων αναφορών του Ιωάννη Φιλήμονα[2] μας αποκαλύπτει ότι από τα αποτελέσματα αυτής της συνάντησης θα κρινότανε η τύχη της Φιλικής, η διάλυσή της, ή η μελλοντική της οργάνωση, κάτι που δεν ήταν και δύσκολη υπόθεση «Η διάλυσίς των εις την περίστασιν τοιαύτην δεν ήτο δύσκολος διά το ολιγάριθμον των Προσηλύτων. Όλοι ούτοι μόλις ανέβαινον μέχρι τούδε τους τριάκοντα, οι περισσότεροι μάλιστα ανήκοντες εις το σύστημα εκείνων των ανθρώπων, οι οποίοι ελπίζουν όλα απ’ άλλους, αγαπώντες, κατά τον κοινόν λόγον». Ποιοι συμμετείχαν στην καθοριστική αυτή συνάντηση; Ο Αναγνωσταράς, ο Ηλίας Χρυσοσπάθης, ο Παναγιώτης Δημητρακόπουλος, ο Χριστόφορος Περραιβός, ο Ιωάννης Φαρμάκης, ο Γιωργάκης Ολύμπιος.
δ) Τη μεγάλη σύναξη στην Κέρκυρα, το Πάσχα του 1819[3]. Η συνεργασία του Ιωάννη Καποδίστρια με τους αρματολούς φωτίζεται επίσης μέσα από την καθολικά αποσιωπημένη, παραγνωρισμένη, μακρόχρονη συνεργασία του με τον Νέστωρα του ’21, στενό συνεργάτη του Ρήγα, Χριστόφορο Περραιβό. Ο Περραιβός στα 1798 τυπώνει στην Κέρκυρα τα Θούρια του Ρήγα (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τόμ. Ι., Α. Σελ. 448). Αυτόν τον Περραιβό διορίζει καθηγητή στην πρώτη Σχολή Δημόσιας Διοίκησης, τη Σχολή της Τενέδου, στην Κέρκυρα, ο Ιωάννης Καποδίστριας. Ο Περραιβός θα συμμετέχει στην άμυνα της Λευκάδας ως αρχηγός Τάγματος ειδικών δυνάμεων και σε όλες τις μετέπειτα συναντήσεις του Καποδίστρια με τους αρματολούς. Από τις επιστολές του προς τον Τσάρο μέσω Καποδίστρια και Στούρτζα, βλέπουμε ότι ο Περραιβός αντιπροσωπεύει, ηγείται, μεγάλης μερίδας οπλαρχηγών.
Μπορούμε να υποστηρίξουμε, βάσει των ανωτέρω, ότι ο Περραιβός αποτέλεσε τον συνδετικό κρίκο της οργάνωσης του Ρήγα με τον Καποδίστρια, ότι ο Περραιβός παρέδωσε τη σκυτάλη από τον Ρήγα στον Καποδίστρια.
Αποκαλυπτική της κομβικής σημασίας της άμυνας της Λευκάδας, στην εξέλιξη και την οργάνωση της πορείας προς το ’21, είναι επίσκεψη του Καποδίστρια, στην Ιταλία, την άνοιξη του 1819, ενώ βρισκόταν καθ’ οδόν προς την Κέρκυρα για τη σύναξη των οπλαρχηγών. Στην Ιταλία θα συναντηθεί με τον Μοτσενίγο (πρώην επίτροπο του Τσάρου στην Ιόνιο Πολιτεία), με τον οποίο συγκρότησαν την Ιόνιο Πολιτεία και τα στρατεύματα της, με τον Νεράτζη, (πρώην πρόξενο της Ιονίου Πολιτείας στη Πετρούπολη), με τον Α. Μουστοξύδη, με τον γραμματέα του Ιγνατίου Ουγγροβλαχίας, Μόστρα. Ο Ιγνάτιος από το 1815 διαμένει στην Πίζα. Για να κατανοηθεί ο ρόλος του Ιγνατίου αρκεί να θυμίσουμε ότι: Σε αυτόν κατέφυγε ο Τσακάλωφ μετά την εκτέλεση του Γαλάτη και ο Αναγνωστόπουλος, τον Απρίλιο του1820, μετα τη δεύτερη μεγάλη κρίση της Φιλικής στη Μολδοβλαχία, και την εποχή της επίσκεψης Καποδίστρια μεθόδευε σχέδιο ένοπλης αποστασίας του Αλή εναντίον του Σουλτάνου με χιλιάδες ενόπλων, με οικονομική στήριξη και στήριξη της Ρωσίας. Τις επαφές Καποδίστρια (μέσω Ιγνατίου και Ι. Παπαρηγόπουλου) με Αλή Πασά τεκμηριώνει ο Ι. Φιλήμων[4]. Οι επαφές συνεχίστηκαν και μετά την αναχώρηση του Καποδίστρια από την Κέρκυρα, με παράλληλη ενημέρωση Καποδίστρια και Υψηλάντη. Οι επαφές αυτές καθόρισαν, κατά τον Φιλήμωνα, εκτός των άλλων και τον τόπο έκρηξης της Επανάστασης του ’21.
Άποψη του κάστρου της Αγίας Μαύρας στη Λευκάδα
 Στη νικηφόρο άμυνα της Λευκάδας έχουμε την πρώτη (αν όχι και μοναδική) συνεργασία όλων των ενόπλων δυνάμεων του έθνους, με ό,τι καλύτερο διέθετε το έθνος ως πολιτική ηγεσία. Η άμυνα της Λευκάδας δεν αποτελεί ένα ξεκομμένο γεγονός, αποτελεί έναν καθοριστικής σημασίας κρίκο της αλυσίδας συγκρότησης της ενότητας στρατιωτικής και πολιτικής, εθνικής ηγεσίας. Σφυρηλάτησε δεσμούς, εδραίωσε φιλίες.
Όπως ήδη κατανοεί ο αναγνώστης, αυτό το άρθρο δεν γράφεται για να υπηρετήσει ακαδημαϊκούς ναρκισσισμούς. Γράφεται φιλοδοξώντας να αποτελέσει μια μικρή προσφορά στην ιστορική μας μνήμη. Γράφεται για να φωτίσει τη θαμμένη στη λήθη, τη σκόπιμα αποσιωπούμενη, άμεση προσωπική, βαθιά και μακροχρόνια σχέση του Ιωάννη Καποδίστρια με τους καπεταναίους όλης της Ελλάδας, σχέση ριζωμένη από το 1803 στα 1807, σχέση που συνεχίζεται και βαθαίνει μέχρι και το 1821. (Για τη σχέση Καποδίστρια-Περραιβού και τη σημασία της και τις επιστολές Περραιβού προς τον Τσάρο Αλέξανδρο[5].)

Η οργάνωση της άμυνας της Λευκάδας

Pierre Bonirote, Πορτρέτο του
Θεόδωρου Κολοκοτρώνη

Με την άφιξή του, ο Ι. Καποδίστριας αντικατέστησε τον Ρώσο στρατηγό Στάντερ, με τον καταξιωμένο Έλληνα στρατηγό στη ρωσική υπηρεσία Παπαδόπουλο, ο οποίος ανέλαβε τη διοίκηση τόσο των Ρώσων στρατιωτικών της άμυνας, όσο και των πολλαπλάσιων σε αριθμό Ελλήνων τακτικών, εθελοντών και των οργανωμένων ομάδων αρματολών. Μετέθεσε επίσης τον Βλασσόπουλο. Τα βασικά μέτρα που πήρε ο Ι. Καποδίστριας είναι τα εξής:
– Δημιούργησε έναν μικρό εθελοντικό στόλο υπεύθυνο για την άμυνα της Λευκάδας, την από θαλάσσης επίθεση στα παράλια, αλλά και για την επικοινωνία μεταξύ των νησιών. Στη δύναμη αυτού του στόλου εντάχθηκαν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης (που αρμάτωσε την αρμάδα του με ελληνικά χρήματα) και οι Επτανήσιοι Ιωάννης Σβορώνος, Σπυρίδων Καλλιγάς, Νικόλαος Ποταμιάνος, Τιμόθεος Βουτσινάς, Ιωάννης Κούπας και Διονύσιος Κουντουρές.
– Οργάνωσε και συντόνισε τακτικές επιθέσεις πεζών στα απέναντι παράλια ώστε να καταπονούν τις αντίπαλες δυνάμεις. Σ’ αυτές τις επιθέσεις συμμετείχαν ελληνικές ειδικές δυνάμεις, όπως η Ακαρνανική Μπριγκάτα και οι Μακεδόνες μαχητές.
 – Επίσης ο Ιωάννης Καποδίστριας συντόνιζε τις ομάδες του Γιάννη Βαρνακιώτη και των Μπουκουβαλαίων, οι οποίοι έκαναν τις επιθέσεις τους από τα νησάκια Κάλαμο και Μεγανήσι.

Η οχύρωση

Με εθελοντές και τεχνικούς που συνόδευαν τον Ι. Καποδίστρια από την Κέρκυρα που συνέρρευσαν από τα υπόλοιπα νησιά και την καθολική κινητοποίηση των κατοίκων της Λευκάδας: Οικοδομήθηκαν δύο οχυρώματα με το όνομα Αλέξανδρος και Κωνσταντίνος, επισκευάσθηκε το φρούριο του νησιού, προστέθηκαν προμαχώνες στο φρούριο και κατασκευάστηκε στρατόπεδο «περιταφρωθέν» με πασσάλους από τα δάση των νησιών.
Όπως τεκμηριώνει ο Χιώτης, η δημιουργία της δύο μιλίων μήκους τάφρου που χώρισε οριστικά τη Λευκάδα από την ηπειρωτική Ελλάδα αποτέλεσε ένα υπόδειγμα παλλαϊκής άμυνας, πατριωτικού ενθουσιασμού και αυτοθυσίας. Οκτακόσιους εργάτες πρόσφερε η Ζάκυνθος, 180 κυπαρίσσια και άφθονα πλέγματα. Τριακόσιους εργάτες και 6.000 πασσάλους η Κεφαλονιά. Αγρότες, αστοί, γυναίκες, παιδιά, αψηφώντας τα εχθρικά πυρά, έσκαβαν μέρα-νύχτα αμισθί για να οχυρωθεί η τάφρος.

Οι επιτιθέμενοι

Άποψη της πόλης της Λευκάδας, 1859.
Στα αριστερά διακρίνεται το βενετικό
φρούριο της Αγίας Μαύρας.
Μία δύναμη 5.000 πεζών και 6.000 Αλβανών ιππέων, 18 μεγάλα κανόνια μεταφερμένα από Ναύπακτο, 50 Γάλλοι τεχνικοί και 30 πυροβολητές αποσταλέντες ειδικά από τον αδελφό του Ναπολέοντα, Ιωσήφ Β΄. Αρχηγός της εκστρατείας, ο Βελής Πασάς, γιος του Αλή, ο οποίος, αφού κατέλαβε την Πρέβεζα και Βόνιτσα και τις άφησε στη λεηλασία των ορδών του, στρατοπέδευσε στην περιοχή «5 πηγάδια». Δημιούργησε οχυρωματικά έργα και επιχείρησε την κατάληψη από τα δύο νεοανεγερθέντα οχυρά Αλέξανδρος και Κωνσταντίνος. Οι επιθέσεις αιματηρότατες αλλά άκαρπες και μία ρωσσοελληνική αντεπίθεση, λόγω έλλειψης συνεννόησης, δεν κατέλαβε την τελευταία στιγμή το οχυρό των αλβανικών δυνάμεων.

Οι αμυνόμενοι

Η αρχική μικρή στρατιωτική δύναμη του νησιού, αποτελούμενη από 250 Ρώσους και μια ομάδα 80 ατόμων της εθνικής φρουράς. Η υπό του στρατηγού Στάντερ ρωσική ναυτική μοίρα, που ελλιμενιζόταν στη Ζάκυνθο, η οποία ήλθε ενισχυμένη από το τμήμα της εθνικής φρουράς της Ιονίου Πολιτείας. Επίσης, από τα σώματα των καπεταναίων και των Ελλήνων ατάκτων, η ελληνική δύναμη υπολογίζεται σε 3.000 άνδρες.

Ποια σημαντικά πρόσωπα βρίσκονταν στη Λευκάδα

Ο Περραιβός, συνεργάτης και σύντροφος του Ρήγα Φεραίου. Ο Περραιβός βρισκόταν από το 1803 στην Κέρκυρα, όπου εργάστηκε ως διδάσκαλος στην πρώτη Σχολή Δημόσιας Διοίκησης, υπό τον Καποδίστρια, μαζί με τον Α. Μουστοξύδη και τον Α. Ιδρωμένο, ενώ παράλληλα λειτουργούσε ως σύνδεσμος μεταξύ οπλαρχηγών της Ηπείρου, της Στερεάς, του Μοντσενίγου και του Καποδίστρια. Ο Περραιβός ανέλαβε με τον βαθμό του Major (με ρωσική έγκριση) να συγκροτήσει στην Κέρκυρα δικό του στρατιωτικό σώμα 400 ανδρών που περιορίστηκε σε 250 με τον τίτλο Ειδικές Ελληνικές Δυνάμεις. Αξιωματικοί στο Σώμα του Περραιβού υπήρξαν οι καπεταναίοι Αθανάσιος Αβατσιώτης, Κώστας Χορμόβας, Σπυρίδων Βαράχας και Νικόλας Τζαβέλας γιος του Φώτη. Το Σώμα αποβιβάστηκε στη Λευκάδα τον Απρίλη του 1807. Ο Μητροπολίτης Ιγνάτιος (μετέπειτα Ουγγροβλαχίας), επίσης φυγάς στην Κέρκυρα, αποβιβάστηκε στη Λευκάδα μ’ ένα Σώμα περίπου 400 ανδρών μεταξύ των οποίων οι καπεταναίοι Κ. Στράτος, Γ. Στράτος, Κ. Πουλής, οι αδελφοί Μπουκουβάλα και ο Δημήτρης Καραΐσκος (πατέρας του Καραϊσκάκη). Ένα δεύτερο μέτωπο οργανώθηκε και λειτούργησε στα μετόπισθεν του Αλή σ’ ολόκληρη την έκταση από τον Όλυμπο, τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία, τη Σερβία και τις παραδουνάβιες ηγεμονίες, καθοδηγούμενο από την Κέρκυρα και τη Λευκάδα.

Τα επινίκια και ο όρκος για την Επανάσταση

Η ολοκλήρωση της οχύρωσης της Λευκάδας καθιστούσε το νησί απόρθητο. Παράλληλα υπήρξε και η από θάλασσα ενίσχυση της άμυνας από δυνάμεις της ρωσικής ναυτικής μοίρας, των ελληνικών ιονικών ναυτικών δυνάμεων, Κολοκοτρώνης κ.λπ. Το αντάρτικο φθοράς στις δυνάμεις του Αλή και το δεύτερο μέτωπο παρέλυσαν τους επιτιθέμενους Αλβανούς και Γάλλους του Αλή.
 Στις 30 Ιουνίου 1807, ο Ι. Καποδίστριας με τους προεστούς του επαναστατημένου γένους, τον Περραιβό και τον Ιγνάτιο, με τους καπεταναίους της θάλασσας και της Πιερίας, του Ολύμπου και Μοριά, και με τους Ρώσους αξιωματικούς ελληνικής καταγωγής συγκεντρώθηκαν στο Μαγεμένο της Λευκάδας να γιορτάσουν. Μια γιορτή που άρχισε με ομηρικού τύπου περιγραφές των μαχών για να συνεχιστεί με μουσική, τραγούδι και χορό και να ολοκληρωθεί με τον όρκο για την Εθνική Επανάσταση. Στην ιστορικής σημασίας αυτή γιορτή συμμετείχαν και 250 παλικάρια, απ’ αυτούς που αποτελούσαν το αντάρτικο φθοράς στα μετόπισθεν του Αλή. Αφού έσπασαν όλες τις γραμμές των Αλβανών, αποβιβάστηκαν στη Λευκάδα για να πάρουν μέρος στη γιορτή της Εθνικής Αναγέννησης. Αρχηγοί τους ήταν ο Κατσαντώνης και ο Μπότσαρης.

Η Συνθήκη του Τιλσίτ: Οι Γάλλοι προσαρτούν τα Επτάνησα

Σε υλοποίηση της συνθήκης του Τιλσίτ (8/81807), ο γαλλικός στρατός φθάνει στην Κέρκυρα. Ο Ρώσος ναύαρχος Σενιάβιν παρέδωσε στον Γάλλο στρατηγό Μπερτιέ, τα νησιά του Ιονίου. Ο Μπερτιέ, με διακήρυξή του (1/9/1807) διακηρύσσει ότι τα Επτάνησα αποτελούν τμήμα της Γαλλικής Αυτοκρατορίας, ότι οι κάτοικοι των νησιών είναι υπήκοοι του Αυτοκράτορα των Γάλλων και Βασιλέα της Ιταλίας, ότι το εθνόσημο και η σημαία της Αυτοκρατορίας θα ήταν το εθνόσημο και η σημαία των Επτανήσων[6]. Ο γαλλικός επεκτατισμός είναι πια απροκάλυπτος, η μάσκα της Γαλλικής Επανάστασης έχει ξεθωριάσει. Η «Ιερή Μέθη» από τα επινίκια δεν είχε καταλαγιάσει όταν υπογραφότανε η συνθήκη του Τιλσίτ. Αυτό που παρέμενε ήταν η επίγνωση του πόσα λίγα μπορούσαν να αναμένουν από προστάτες και πάτρωνες. Παρέμενε ο όρκος για την εθνική απελευθέρωση μαζί με την κατακτημένη εμπειρία της νικηφόρας συνεργασίας, ως θεμέλιο της πίστης στις εθνικές δυνάμεις και δυνατότητες.
……………………………
* Ο Γεωργίος Σκλαβούνος(1943, Κέρκυρα), είναι Ιστορικόςερευνητής, Κοινωνιολόγος, Οικονομολόγος και Προέδρος του Κέντρου UNESCO του Ιονίου. Το άρθρο του δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Άρδην (τεύχος 111/ Ιανουάριος-Μάρτιος 2018)

________________________________________
[1] Νίκολας Τσαρλς Πάπας, Έλληνες στη Ρωσική Στρατιωτική Υπηρεσία στα τέλη του 18ου και τις αρχές του 19ου αιώνα, Ινστιτούτο Βαλκανικών Μελετών, Θεσ/νίκη 1991.
[2] Ι. Φιλήμων, Φιλική Εταιρεία, εκδ. Καραβία, σελ 185,189,193,198,202
[3] Π. Χιώτης, Ιστορία του Ιονίου Κράτους. τόμ. Α, σελ, 202.
[4] Ι. Φιλήμων, Ιστορικόν Δοκίμιον περί Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμ β΄, σελ. 408-420.
[5] Γ. Ι. Σκλαβούνου, Ο Άγνωστος Καποδίστριας, εκδόσεις Παπαζήση, σελ. 162-172.
[6] Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών Α.Ε, σ. 400.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου